Ο «Επιτάφιος» του χαράκτη Α. Τάσσου, στο Μετρό Νίκαιας

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μεγέθους ξυλογραφία του.

Parallaxi
ο-επιτάφιος-του-χαράκτη-α-τάσσου-στο-750930
Parallaxi
Εικόνα: Δήμος Νίκαιας – Αγ. Ι. Ρέντη

Το τρίπτυχο του διακεκριμένου χαράκτη Α. Τάσσου που έγινε γνωστό ως «Επιτάφιος» – αν και ο ίδιος το είχε ονομάσει «Λεπτομέρεια Εμφύλιου Πολέμου», κοσμεί εδώ και λίγες μέρες τον σταθμό του Μετρό στη Νίκαια.

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μεγέθους ξυλογραφία του, μήκους 2,70 μέτρων που ο Α. Τάσσος φιλοτέχνησε το 1961 και δώρισε ο ίδιος στη Νίκαια το 1964 για τα 20 χρόνια από το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Ο Δήμος έκανε αποδεκτή τη δωρεά το 1965 και το έργο βρισκόταν στο γραφείο δημάρχου Νίκαιας έως το Νοέμβριο του 1967 όταν καταστράφηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας. Δέκα χρόνια αργότερα ο χαράκτης ξανατύπωσε ένα αντίτυπο και το δώρισε ξανά στον Δήμο και έως σήμερα βρίσκεται στην αίθουσα εκδηλώσεων του δημαρχείου. Το νέο αντίτυπο που εκτυπώθηκε τοποθετήθηκε στη στάση του Μετρό της πόλης.

Ο δήμαρχος Νίκαιας-Αγ.Ι. Ρέντη, Γιώργος Ιωακειμίδης σε σχετική δήλωση ανέφερε: «Είναι μεγάλη τιμή και χαρά που μια από τις μεγαλύτερες χαρακτικές συνθέσεις του Αναστάσιου Αλεβίζου που είναι γνωστός ως «Α.Τάσσος», αυτό το έργο – σύμβολο φιλοξενείται στη στάση του Μετρό της πόλης μας. Η απόφαση του Α. Τάσσου να δωρίσει δυο φορές στην πόλη ένα από τα σημαντικότερα έργα του, εκτός από τιμή, μας έδωσε και το χρέος να το αναδείξουμε ως ένα ζωντανό οργανισμό όπου η τέχνη ενσωματώνεται στη ζωή και λειτουργεί αμφίδρομα με τους περαστικούς, δημότες και επισκέπτες. Σε μια εποχή που η κοινωνική απομόνωση είναι έντονη, ο ‘Επιτάφιος’ του Α. Τάσσου δίνει την αφορμή για αναστοχασμό και το ερέθισμα για μια διαφορετική παρατήρηση της καθημερινότητας με τη μνήμη να πρωταγωνιστεί», είπε καταλήγοντας ο κ. Ιωακειμίδης.

Ποιος ήταν ο Α. Τάσσος

Ο Αναστάσιος Αλεβίζος (25 Μαρτίου 1914 – 13 Οκτωβρίου 1985), γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμό του Τάσσος, ήταν διακεκριμένος Έλληνας χαράκτης.

Γεννήθηκε στη Λευκοχώρα Μεσσηνίας. Μικρός παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής κοντά στον Γιώργο Κωτσάκη. Το 1930, σε ηλικία δεκαέξι ετών, έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Εκεί παρακολούθησε μαθήματα γλυπτικής και ζωγραφικής στα εργαστήρια του Θωμά Θωμόπουλου, του Ουμβέρτου Αργυρού και του Κωνσταντίνου Παρθένη.

Από το 1933 και μέχρι την αποφοίτησή του από την Σχολή το 1939, παρακολούθησε μαθήματα χαρακτικής στο εργαστήριο του Γιάννη Κεφαλληνού. Πιθανολογείται ότι καθοριστικό ρόλο στην αφοσίωσή του στην χαρακτική έπαιξε και η γνωριμία του με τον Δημήτρη Γαλάνη, άλλο μεγάλο Έλληνα χαράκτη της εποχής του Μεσοπολέμου, μέσω του οποίου γνώρισε και την γαλλική χαρακτική. Πραγματοποίησε σπουδές στο Παρίσι, την Ρώμη και την Φλωρεντία. Πάντως, το ταλέντο του στην χαρακτική αναγνωρίστηκε πολύ γρήγορα. Στην Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση του 1938 έλαβε το Βραβείο Χαρακτικής και δύο χρόνια αργότερα, το 1940, τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χαρακτικής.

Από το 1930 είχε ενταχθεί στο ΚΚΕ, αρχικά στην νεολαία του κόμματος (ΟΚΝΕ) και αργότερα ως πλήρες μέλος. Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου το 1940, ο Τάσσος και μερικοί άλλοι μαθητές του Κεφαλληνού, φιλοτέχνησαν προπαγανδιστικές αφίσες για την εμψύχωση του ελληνικού λαού, αλλά και για να κρατηθούν οι ίδιοι μακριά από τα δεινά του πολέμου. Στα χρόνια της Κατοχής, εντάχθηκε στην ΕΠΟΝ και στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών, για να συνεχίσει την, παράνομη πλέον, δημιουργία προπαγανδιστικού υλικού κατά των κατακτητών.

Μετά την απελευθέρωση, ο Τάσσος άρχισε να ασχολείται και με άλλα θέματα πέρα από τον πόλεμο, όπως γυμνά, νεκρές φύσεις και πορτρέτα, ενώ ταυτοχρόνως άρχισε να χρησιμοποιεί και χρώμα στις ξυλογραφίες του.

Ο Τάσσος είχε επίσης μια ιδιαίτερη αγάπη για το βιβλίο και τις γραφικές τέχνες. Ήδη από το 1939, με την αποφοίτησή του, έφτιαχνε εξώφυλλα και κοσμήματα για το λογοτεχνικό περιοδικό Νέα Εστία. Αμέσως μετά την απελευθέρωση, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση στον εκδοτικό οίκο «Τα Νέα Βιβλία» που ίδρυσε το ΚΚΕ το 1945 και που έκλεισε το 1948. Το 1948 άρχισε να συνεργάζεται με τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ, μετέπειτα Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, ΟΕΔΒ). Καρπός της συνεργασίας του με τον ΟΕΣΒ, υπήρξε η εικονογράφηση πολλών βιβλίων για το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, με πρώτο το Αναγνωστικόν Έκτης Δημοτικού που κυκλοφόρησε το 1949.

Το 1948 έγινε καλλιτεχνικός σύμβουλος του λιθογραφείου «Ασπιώτη–Έλκα», και από το 1954 έως το 1967 φιλοτέχνησε γραμματόσημα για λογαριασμό των Ελληνικών Ταχυδρομείων, αρχικά με την τεχνική της έγχρωμης ξυλογραφίας και κατόπιν με τη μέθοδο όφσετ. Επίσης, από το 1962 έως τον θάνατό του, σχεδίαζε γραμματόσημα και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το 1959 ανέλαβε την διεύθυνση του Τμήματος Γραφικών Τεχνών στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο, όπου δίδαξε μέχρι το 1967.

Ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της καλλιτεχνικής ομάδας «Στάθμη», η οποία τον τίμησε με αναδρομική έκθεση των έργων του στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Την ίδια εποχή παρουσίασε έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας (1952) και του Λουγκάνο (1953).

Κατά την δεκαετία του 1960, η θεματογραφία του άρχισε να επικεντρώνεται στην απόδοση της ανθρώπινης μορφής. Εγκατέλειψε σταδιακά το χρώμα, χάραζε όλο και μεγαλύτερες πλάκες ξύλου και άρχισε να δημιουργεί θεματικές ενότητες σε τρίπτυχα ή τετράπτυχα. Ταυτοχρόνως ασχολήθηκε με την αγιογραφία, ενώ συνέχισε να φιλοτεχνεί βιβλία.

Κατά την περίοδο της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, έζησε αυτοεξόριστος εκτός Ελλάδας και φιλοτέχνησε έργα κοινωνικής διαμαρτυρίας καταγράφοντας γεγονότα που τον συγκλόνισαν. Μετά την κατάρρευσή της, εξέθεσε έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη, το 1975, και λίγο καιρό αργότερα έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ίδιου ιδρύματος. Το 1977, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης.

Συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Πέθανε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου του 1985 αφήνοντας ημιτελή μία σειρά οκτώ συνθέσεων στο Δημαρχείο του Βόλου. Το 1987, η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μία δεύτερη μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του.

Έναν χρόνο μετά τον θάνατό του, δημιουργήθηκε η Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών «Α. Τάσσος», με σκοπό την διάδοση του έργου του και την υποστήριξη της ελληνικής χαρακτικής. Από το 1991 και κάθε τρία χρόνια, η Εταιρεία αυτή πραγματοποιεί συλλογικές εκθέσεις νέων Ελλήνων χαρακτών σε διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας. Η Εταιρεία επίσης διατηρεί ανοιχτό ως μουσείο το σπίτι όπου έζησε και δημιούργησε ο Τάσσος και η σύζυγός του, η ζωγράφος και χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου, επί της Αρδηττού 34, στην συνοικία Μετς της Αθήνας.

Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τεχνική αρτιότητά τους και την συγκινησιακή απόδοση της μορφής των απλών ανθρώπων του μόχθου και του πόνου, ενώ πρόκεινται για έργα στρατευμένης τέχνης.

Πληροφορίες: wikipedia, ΑΠΕ

Διαβάστε επίσης

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα