«Έβγαλα πολλά λεφτά» – Η εποχή στην Ελλάδα που η «επιχείρηση τάπερ» έφερνε καλό εισόδημα στο σπίτι
Οι αναμνήσεις μίας γυναίκας που έκανε επιδείξεις σε μία εποχή που μύριζε καφέ φίλτρου, κουλουράκια και φρέσκια φασολάδα σε τάπερ με διάφανο καπάκι.
Υπήρξε μια εποχή στην Ελλάδα –από τα λαμπερά 70s μέχρι τα τέλη των 90s– που τα σαλόνια των σπιτιών μετατρέπονταν σε μικρές πασαρέλες οικιακής οργάνωσης. Πρωταγωνίστριες, οι Ελληνίδες νοικοκυρές. Και στο κέντρο του ενδιαφέροντος, τα διάσημα, πολύχρωμα και ιδιαίτερα πρακτικά σκεύη Tupperware. Ή αλλιώς… η Chanel του τάπερ θα έλεγαν ακόμα και σήμερα που η εταιρεία δεν περνάει και την καλύτερη της φάση.
Για την Tupperware, την αμερικανική εταιρεία που αναγκάστηκε να προσφύγει στην προστασία από τους πιστωτές της, να κλείσει εργοστάσια και να περιορίσει τη δραστηριότητά της, έχει χυθεί πολύ «μελάνι» τους προηγούμενους μήνες. Και ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα γιατί το συγκεκριμένο brand είχε συνδεθεί επι δεκαετίες με το ένα από τα λίγα εργοστάσια που διατηρούσε ο αμερικανικός όμιλος στην Ευρώπη και με μία εποχή που όλοι ξέραμε τι εννοούσαμε όταν λέγαμε… τάπερ.
Βέβαια μιλάμε για μία εποχή που τα τάπερ… δεν ήταν απλώς τάπερ. Ήταν σύμβολο, ήταν τελετουργία, ήταν ολόκληρη κουλτούρα. Αν έκανες επίδειξη Tupperware στο σαλόνι σου, δεν ήσουν απλώς νοικοκυρά. Ήσουν CEO της πολυεθνικής του νοικοκυριού, κοινωνική οικοδέσποινα, saleswoman, ψυχοθεραπεύτρια, και fashion icon των πλαστικών κουτιών – όλα σε μία και η σταρ της γειτονιάς και όχι μόνο, αφού όλοι σε ζητούσαν στο σπίτι τους, όλοι σε… πλήρωναν και όλοι σε ήθελαν ξανά!
Το Met Gala του σαλονιού
Εκείνες οι επιδείξεις ήταν κάτι σαν Met Gala του σπιτιού: καρέκλες γύρω από το τραπεζάκι σαλονιού, λουλουδάτο τραπεζομάντιλο, φρέσκα κουλουράκια βανίλιας και ο ήχος του «κλικ» όταν έκλεινε το καπάκι. Αν δεν έκανε μάλιστα το σωστό «κλικ», δεν ήταν τάπερ. Ήταν προσβολή. Και αυτό δεν το λέμε εμείς, το έλεγαν οι ίδιες οι καλεσμένες που απογοητεύοντας γρήγορα αν τα πράγματα δεν πήγαιναν όπως εκείνες ήθελαν.

Κάθε παρουσίαση ξεκινούσε με την ιερή φράση της αντιπροσώπου: «Κυρίες μου, αυτό το δοχείο κρατάει το φαγητό φρέσκο μέχρι και το Πάσχα!» (ανεξαρτήτως του αν ήταν Οκτώβρης ή Καθαρά Δευτέρα).
Από το στόμα σε στόμα – και στο ντουλάπι
Η δύναμη των τάπερ της Tupperware δεν ήταν ούτε η διαφήμιση, ούτε το design – ήταν η κοινότητα. Η μαγεία της προφορικής μετάδοσης. Οι γυναίκες δεν αγόραζαν απλώς πλαστικά δοχεία· αγόραζαν μια εμπειρία, ένα κλείσιμο ματιού, ένα «σε νιώθω» πάνω από ένα μπολ για τουρσί, περνούσαν στιγμές μεταξύ τους και η κάθε μία για τον εαυτό της.
Οι πιο δραστήριες οικοδέσποινες κέρδιζαν δώρα, αναγνώριση, μερικές και ένα μικρό εισόδημα – αλλά πάνω απ’ όλα, κέρδιζαν τον σεβασμό της γειτονιάς. Πριν τα likes και τα follows των social media, υπήρχε μια εποχή που η Δέσποινα από τον τέταρτο με 8 επιδείξεις τον μήνα και πωλήσεις που θα ζήλευε και call center ήταν το πρόσωπο της γειτονιάς.
Η ψυχολογία της επίδειξης
Πήγαινες «απλώς να δεις» – και έφευγες με τέσσερα τάπερ, δύο δοχεία για μπαχαρικά, ένα κουτί για τοματοπελτέ, κι ένα ροζ μπολ που «δεν το χρειαζόμουν, αλλά ήταν σε προσφορά». Και φυσικά: Η οικοδέσποινα! Με ύφος CEO πολυεθνικής (τα είπαμε και πιο πάνω αυτά) και σακούλες γεμάτες δώρα. Την επόμενη εβδομάδα έβαζε και η Ντίνα επίδειξη. Ποτέ δεν έχεις αρκετά τάπερ. Και πάντα θα θες να πας σε ακόμα μία επίδειξη. Για να φύγεις πάλι με μερικά ταπερ ακόμα. Και μετά την Ντίνα, πήγαινες και στην Μαρία και όπου αλλού σε καλούσαν γιατί εκείνη η εποχή ήταν η εποχή του ταπερ. Δεν υπήρχε νοικοκυρά που να μην έχει ένα γεμάτο ντουλάπι με ταπερ, έτσι για να υπάρχει.
Το οικουμενικό πρόβλημα: καπάκια χωρίς τάπερ
Το κάθε ελληνικό σπίτι όμως είχε –και έχει ακόμα– ένα ντουλάπι γεμάτο… “ορφανά” τάπερ για την ακρίβεια. Άλλα χωρίς καπάκι. Άλλα που… περίσσεψαν από επίδειξη του ’89. Υπάρχει και μια θεωρία συνωμοσίας ότι όλα τα χαμένα καπάκια βρίσκονται σε άλλη διάσταση, χωρίς να έχει επιβεβαιωθεί ποτέ. Εμείς για παράδειγμα στο σπίτι μας, απλώς δεν μπορούμε να βρούμε το τετράγωνο μπλε από τη γιαγιά κι ας έχουμε ακόμα ένα ολόκληρο ντουλάπι στο σπίτι στο χωριό, γεμάτο με αχρησιμοποίητα τάπερ και άλλα χρηστικά (ή και όχι) αντικείμενα της Tupperware. Θα ψάχνουμε πάντα όμως, το χαμένο τετράγωνο μπλε… Και πριν πεις «μα αυτά είναι γραφικά», θυμήσου πως εκείνες οι πωλήτριες ήταν οι αυθεντικές influencers: «Αυτό το μπολ δεν στάζει ούτε με 10 λίτρα κομπόστα. Το δοκιμάσαμε σε τρένο Αθήνα–Λάρισα!» Και δεν τολμούσες να αμφισβητήσεις. Γιατί η Βούλα από τον δεύτερο είχε ήδη πάρει τρία – κι εσύ δίσταζες ακόμα; Δε γίνεται!
Η αρχή του τέλους (και το νέο ξεκίνημα;)
Τον Σεπτέμβριο του 2024, η εμβληματική εταιρεία Tupperware Brands κήρυξε πτώχευση. Μετά από δεκαετίες σε διεθνή κουζίνες, συμφώνησε την πώλησή της έναντι 23,5 εκατ. δολαρίων και ελάφρυνσης χρέους. Ένα δικαστήριο ενέκρινε την πώληση και ο κύκλος φάνηκε να κλείνει.
Όμως, εδώ στην Ελλάδα, τίποτα δεν τελειώνει πραγματικά. Τα παλιά τάπερ ακόμα γεμίζουν φασολάδες, οι μαμάδες ακόμα λένε «μην το χάσεις, αυτό είναι το καλό», και οι θείες ακόμα τσακώνονται για το ποια πήρε το κόκκινο στρογγυλό με το γαλάζιο καπάκι.
Η Tupperware στην Ελλάδα ήταν κάτι παραπάνω από προϊόν. Ήταν μια γυναικεία «συνωμοσία» καλοσύνης, κοινωνικής συνοχής και δημιουργικότητας. Ήταν ένα πάρτι σε μια εποχή χωρίς delivery, χωρίς apps, αλλά με πολλή ανθρωπιά. Και κάπως έτσι, μέσα σε ένα τάπερ, έκλεισε όχι μόνο το φαγητό – αλλά και μια εποχή. Με το σωστό «κλικ». Μια εποχή που τάισε εκατομμύρια ανθρώπους μέσα από κίτρινα πλαστικά δοχεία και βοήθησε πολλές γυναίκες στο εισόδημα τους αναδεικνύοντας μάλιστα και το χάρισμα της παρουσίασης, πουλώντας τάπερ σε χιλιάδες γυναίκες.
«Τα Τάπερ»: Μια εποχή που μύριζε επίδειξη, δώρα και λαχνούς
Η κυρία Δήμητρα από ένα χωριό των Σερρών ήταν πωλήτρια της Tupperware και έζησε από κοντά τη «χρυσή εποχή» των τάπερ στην Ελλάδα, ιδανική πια για να θυμηθεί και να μιλήσει για όλη εκείνη την χρωματιστή εποχή.
Όλα ξεκίνησαν με μια απλή επίσκεψη σε μια επίδειξη τάπερ στο χωριό. Μια συγχωριανή είχε αναλάβει την παρουσίαση και η κυρία Δήμητρα, εντυπωσιασμένη, πήγε ως επισκέπτρια. Εκεί, η υπεύθυνη της πρότεινε: «Μπορείς να γραφτείς και να κάνεις κι εσύ επιδείξεις τάπερ». Και έτσι ξεκίνησε μια τριετής πορεία γεμάτη ενέργεια, ταξίδια και επιτυχίες για εκείνη «Με ζητούσαν σε πολλά σπίτια. Ήταν μία υπέροχη εποχή» αναφέρει.
«Το 1985, ήμασταν ακόμα στο χωριό. Τα τάπερ τότε περπατούσαν πάρα πολύ», θυμάται. Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που οι επιδείξεις οργανώνονταν σχεδόν κάθε εβδομάδα, σε σπίτια, σε χωριά, και κορυφώνονταν κάθε χρόνο σε μια μεγάλη εκδήλωση σε ξενοδοχείο των Σερρών, με γιορτές και κληρώσεις. «Μια χρονιά κέρδισα κι εγώ. Δύο τσάντες γεμάτες τάπερ!»
Οι επιδείξεις λειτουργούσαν με ένα απλό αλλά αποτελεσματικό μοντέλο: Κάθε φορά, μετά την επίδειξη, η υπεύθυνη αναζητούσε μια επόμενη οικοδέσποινα, ώστε να συνεχίζεται ο κύκλος. Οι κυρίες μαζεύονταν, έβλεπαν τα προϊόντα, αγόραζαν και έπαιρναν δώρα – άλλοτε λεμονοστύφτες, άλλοτε κατσαρολάκια, παγοθήκες ή κανάτες για λάδι. Η οικοδέσποινα έπαιρνε πάντα ένα μεγαλύτερο δώρο, ενώ οι πελάτισσες μπορούσαν να αγοράσουν επιτόπου ή να κάνουν παραγγελία.
«Έβγαλα πολλά λεφτά», λέει με ειλικρίνεια. Είχε επισκεφθεί περιοχές όπως η Σκοτούσσα, το Μελενικίτσι, η Νέα Τυρολόη, το Νέο Σούλι στις Σέρρες… «Θυμάμαι που είχα πυρετό και πήγα κανονικά να κάνω την επίδειξη μια φορά. Ήρθαν 25 γυναίκες και ψώνισαν. Έκανα καμιά 20 χιλιάδες τότε – πολλά λεφτά για την εποχή!»
Η δουλειά απαιτούσε και υποδομή. «Είχα πάντα μια τσάντα γεμάτη τάπερ. Άλλα τα έδινα εκείνη τη στιγμή, άλλα τα έφερνα μετά. Ξαναπήγαινα για να πληρωθώ. Ο σύζυγος με πήγαινε στα χωριά ή ερχόταν μαζί μου ο “αρχηγός” – ειδικά στην αρχή που με εκπαίδευε στο πώς να μιλάω, τι να λέω στις επιδείξεις».
Κάθε παραγγελία καταγραφόταν, πληρωνόταν και οι υπεύθυνες έκαναν καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς. «Πήγαινα στην Τράπεζα και πλήρωνα. Μου είχαν μεγάλη εκτίμηση, με αγαπούσαν και μου δίνανε κι άλλα δώρα – τσουβάλια γεμάτα!»
Τα τάπερ δεν ήταν απλώς πρακτικά – ήταν και κοινωνικό γεγονός. «Ήταν εποχή που δεν υπήρχαν μαγαζιά παντού και εύκολα προσβάσιμα για όλους – ειδικά στα χωριά. Οι άνθρωποι αγόραζαν με τέτοιους τρόπους. Θυμάμαι που ερχόταν πλασιέ και πουλούσαν εγκυκλοπαίδειες. Ήταν άλλη εποχή. Πολλές αγορές τις κάναμε με τέτοιους τρόπους».
Σήμερα πολλά από εκείνα τα προϊόντα τα έχει ακόμα. «Ένα μεγάλο δοχείο 5 κιλών για το αλεύρι που κάνω τα τσουρέκια – ακόμα το χρησιμοποιώ! Έχω κανάτες, πορτοκαλί, μπεζ, κατσαρολάκια. Ήταν πολύ γερή ποιότητα».
Όταν η οικογένεια μετακόμισε στην πόλη των Σερρών, οι ρυθμοί άλλαξαν. Τα παιδιά μεγάλωναν και το σχολείο χρειαζόταν βοήθεια, και σιγά σιγά η δραστηριότητα σταμάτησε. «Αλλά τότε, έβγαλα λεφτά, έμαθα πολλά και κυρίως πέρασα καλά. Ήταν πολύ όμορφα» θυμάται.
Γιατί… ποτέ δεν είναι «αρκετά» τα τάπερ
Μπορεί η Tupperware να πέρασε από χίλια κύματα, οι επιδείξεις να ανήκουν στο παρελθόν και τα social να έχουν πάρει τη θέση της Μαρίας-οικοδέσποινας και της κυρίας Δήμητρας στις πωλήσεις, αλλά ένα πράγμα παραμένει σταθερό: η μυστηριώδης ικανότητα των τάπερ να πολλαπλασιάζονται και να χάνουν τα καπάκια τους.
Κάπου ανάμεσα σε ένα συρτάρι με καπάκια που «μπορεί να ταιριάζουν» και ένα μπολ που “δεν θυμάμαι να το αγόρασα αλλά κάτι μου λέει πως ήταν δώρο”, κρύβεται μια ολόκληρη εποχή. Μια εποχή που μύριζε καφέ φίλτρου, κουλουράκια και φρέσκια φασολάδα σε τάπερ με διάφανο καπάκι.
Κι αν σήμερα δεν κάνουμε πια επιδείξεις, εξακολουθούμε να κοιτάμε με δέος ένα παλιό, στιβαρό τάπερ στο σπίτι της μαμάς και να σκεφτόμαστε:
«Αυτό, ούτε ο χρόνος δεν το χάλασε».