Flat-sharing: Οι νέοι θέλουν, αλλά δεν μπορούν να μείνουν μόνοι

Όλο και περισσότεροι νέοι στρέφονται στη συγκατοίκηση - Ποιοι είναι οι λόγοι που τους οδηγούν στην απόφαση αυτή και πώς είναι η ζωή στα... δύο;

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
flat-sharing-οι-νέοι-θέλουν-αλλά-δεν-μπορούν-να-μ-977394
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Η ενεργειακή κρίση, τα σπίτια-ερείπια που κοστίζουν το μισό μηνιάτικο του μέσου Έλληνα, αλλά και η κυριαρχία των AirBnB είναι μερικοί από τους λόγους που οι νέοι δεν μπορούν να μείνουν πλέον μόνοι τους. 

Η συγκατοίκηση, ή αλλιώς flat-sharing, είναι πλέον άκρως διαδεδομένη στους νέους Έλληνες, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν οικονομικά τις συνθήκες που έχει φέρει η ενεργειακή κρίση, σε συνδυασμό με τα κατάλοιπα της πανδημίας και την γενικότερη οικονομική κατάσταση που επικρατεί στην χώρα.

Σύμφωνα με έρευνα της πλατφόρμας εύρεσης συγκατοίκου MyRoomie.gr, νέοι Έλληνες σε ποσοστό 60% θα σκέφτονταν να συγκατοικήσουν ώστε να τα “βγάλουν πέρα” λόγω της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης. Το 80% του δείγματος, απάντησε ότι γνωρίζει τι είναι το flat-sharing και πάνω από 80% απάντησε πως οι λόγοι που θα τους ωθούσε σε συγκατοίκηση είναι οικονομικοί.

Ο φόβος, η ασφάλεια και η εμπιστοσύνη αποτελέσαν το συντριπτικό ποσοστό των λόγων, για τους οποίους κάποιος διστάζει να συγκατοικήσει. Η ασφάλεια κατέλαβε την πρωτιά σαν απάντηση στο τί θεωρείται σημαντικό σε μια πλατφόρμα εύρεσης συγκατοίκου, ακολουθούμενη από την ευχρηστία και την προστασία δεδομένων.

Η Κυριακή και η Δήμητρα είναι φίλες που συγκατοικούν τον τελευταίο χρόνο. 

Η Κυριακή είναι 23 ετών και σπουδάζει Νομική, ενώ παράλληλα δουλεύει και η Δήμητρα είναι 27 χρονών και εργάζεται ως πωλήτρια. Η απόφαση να συγκατοικήσουν ήρθε το καλοκαίρι του 2021, όταν η Κυριακή χρειάστηκε να φύγει από το φοιτητικό της σπίτι, γιατί ο ιδιοκτήτης το ήθελε πλέον για ιδιοκατοίκηση.

Η Δήμητρα εξηγεί τους δικούς της λόγους που επέλεξε τη συγκατοίκηση καθώς και τη διαδικασία εύρεσης ενός αξιόλογου διαμερίσματος στη Θεσσαλονίκη:

«Εκείνη την περίοδο ένιωθα ότι ήθελα να ανεξαρτητοποιηθώ και σε συνδυασμό με την κατάσταση της Κυριακής που χρειαζόταν άμεσα σπίτι, προέκυψε η ιδέα να μείνουμε μαζί. Μέχρι τότε κατοικούσα στο πατρικό μου, από το οποίο τα τρία μου μεγαλύτερα αδέρφια είχαν φύγει, για να ζήσουν με τις δικές τους οικογένειες. Παρέμεινα λοιπόν εγώ με τη μαμά, τον μπαμπά και τη γιαγιά, έχοντας την ευχέρεια να μείνω είτε στον επάνω όροφο με τους γονείς μου, είτε στον κάτω όροφο με τη γιαγιά. Είχα λοιπόν σαν πρώτη μου συγκάτοικο τη γιαγιά μου!

Η αλήθεια είναι ότι δυσκολευτήκαμε αρκετά να βρούμε σπίτι. Οι τιμές είναι υπερβολικά υψηλές, αν αναλογιστείς τους μισθούς που παίρνει ο μέσος Έλληνας, καθώς επίσης και την κατάσταση των σπιτιών. Στη Θεσσαλονίκη πλέον αναγκάζεσαι να πληρώνεις ερείπια με χρυσάφι. Έπειτα από μια κουραστική διαδικασία, βρήκαμε ένα σπίτι που σε σύγκριση με τα υπόλοιπα είχε κάποια πλεονεκτήματα και αποφασίσαμε να το «κλείσουμε» όσο πιο άμεσα γινόταν. Είναι 85 τ.μ., βρίσκεται σε μια σχετικά καλή και όχι τόσο κεντρική περιοχή, στη Χαριλάου και είναι ανακαινισμένο μεν, παλιάς κατασκευής δε. Σίγουρα στην πορεία, ειδικά τους πρώτους μήνες, προέκυψαν δυσκολίες προσαρμογής καθώς είναι πολύ διαφορετικό να συγκατοικείς με έναν άνθρωπο, από το να κάνεις μόνο παρέα. Ωστόσο, δεν μας πήρε πολύ καιρό να βρούμε τα πατήματά μας».

Η Κυριακή αναφέρει ότι η συγκατοίκηση δεν της είναι κάτι ξένο, καθώς παρά το γεγονός ότι στο φοιτητικό της σπίτι έμενε μόνη, είχε συνηθίσει να “μπαινοβγαίνει” κόσμος:

«Στο διάστημα των τεσσάρων φοιτητικών χρόνων που έμενα εκεί, το ένα εξάμηνο συγκατοίκησα με τον ξάδερφο μου, με τον οποίο ήμασταν κοντά ηλικιακά και τα πηγαίναμε τέλεια. Επειδή ήμασταν σε μία ξέγνοιαστη φάση της ζωής μας και κάναμε μονίμως χαβαλέ, πολλές φορές παίζαμε τις δουλειές του σπιτιού στα χαρτιά και τα ζάρια. Είχαμε ενώσει τις παρέες μας και μαζευόμασταν σχεδόν καθημερινά στο σπίτι, είτε για καφέ είτε για να παίξουμε επιτραπέζια και να δούμε ταινίες. Η παρέα του είχε γίνει παρέα μου και το αντίθετο. Όλη αυτή η εμπειρία, με είχε προδιαθέσει πολύ θετικά στην ιδέα της συγκατοίκησης. 

Γενικότερα είμαι ένας αρκετά κοινωνικός άνθρωπος που δεν νιώθω την ανάγκη να είμαι μόνη. Μου αρέσει το σπίτι μου να είναι πάντα ανοιχτό για όλους. Οπότε επειδή έχω συνηθίσει έτσι, η συγκατοίκηση τώρα μου φαίνεται πολύ εύκολη και θα μπορούσε να πει κανείς πως δε χρειάστηκε να προσαρμοστώ ιδιαίτερα, παρά το γεγονός ότι οι λόγοι αυτή τη φορά ήταν κυρίως οικονομικοί».

Αναφορικά με τις δουλειές του σπιτιού, η Δήμητρα εξηγεί:

«Δεν μπορώ να πω ότι έχουμε θέσει συγκεκριμένους κανόνες. Επικοινωνούμε πολύ καλά και μέσω της συζήτησης, αποφασίζουμε από κοινού δίχως να φέρει η μια την άλλη σε δύσκολη θέση. Η Κυριακή έχει αναλάβει την κουζίνα και ό,τι αυτή συμπεριλαμβάνει, καθώς της αρέσει πολύ να μαγειρεύει και εμένα δεν είναι το φόρτε μου. Εγώ έχω αναλάβει όλο το υπόλοιπο σπίτι (κι ας μην το παραδέχεται!). Σίγουρα διαφωνούμε σε πολλά πράγματα, αλλά για να είμαι ειλικρινής είναι αρκετά ενδιαφέρον, γιατί μαθαίνουμε καλύτερα η μία την άλλη μέρα με την μέρα».

Οι αγαπημένες δραστηριότητες στην καθημερινότητά τους, συμπεριλαμβάνουν τη βόλτα με τον σκύλο στο πάρκο της γειτονιάς και την κοινή τους αγάπη για αθλήματα:

«Πλέον έχουμε καταντήσει σιαμαίες! Λατρεύουμε να περνάμε ώρες μαζί, καθώς δεν καταπιέζει η μια την άλλη και κάνουμε δραστηριότητες που αρέσουν και στις δυο μας. Ξυπνάμε το πρωί και βγάζουμε βόλτα τον σκύλο στο Άλσος δίπλα από το σπίτι μας πίνοντας καφέ, παίζουμε επιτραπέζια, καλούμε τους φίλους μας σπίτι, βλέπουμε ταινίες, παίζουμε τένις και μπάσκετ», λέει η Δήμητρα.

Ο Αντώνης, 30 χρονών, συγκατοικεί μαζί με τον αδερφό του Κωνσταντίνο, 27 χρονών, τους τελευταίους μήνες. 

Ο Αντώνης εξηγεί ότι οι λόγοι που αποφάσισαν να μετακομίσουν μαζί, ήταν κυρίως οικονομικοί αλλά και επαγγελματικοί: 

«Το πατρικό μας είναι σε ένα χωριό λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη και η μετακίνηση πλέον είχε κουράσει και τους δυο μας, αφού η ζωή και οι φίλοι μας είναι μέσα στη Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, εκείνο το διάστημα προέκυψε μια επιχειρηματική ιδέα, να ανοίξουμε ένα μαγαζί μαζί και θέλαμε να το κάνουμε σε ένα γειτονικό μέρος της πόλης, κατά προτίμηση στα ανατολικά. Αρχίσαμε να ψάχνουμε και βρήκαμε σχετικά σύντομα το σπίτι στο οποίο καταλήξαμε. Το διαμέρισμα είναι περίπου 85 τ.μ. και βρίσκεται στην περιοχή της Μαρτίου, η οποία αποτέλεσε ιδανικό μέρος για να ανοίξουμε την επιχείρηση που θέλαμε, σε απόσταση μόλις πέντε λεπτών από το σπίτι».

Ο Κωνσταντίνος μιλάει για το διαμέρισμα που επέλεξαν, καθώς και για τις τιμές και την κατάσταση των σπιτιών που αντίκρισαν στην αναζήτησή τους: 

«Για το συγκεκριμένο διαμέρισμα το οποίο είναι αρκετά μεγάλο, πληρώνουμε ενοίκιο 450 ευρώ τον μήνα. Είναι ένα ευρύχωρο δυάρι, σε μία πολύ καλή περιοχή της πόλης, σε καλή οικοδομή και σχετικά προσφάτως ανακαινισμένο. Η αλήθεια είναι ότι σταθήκαμε τυχεροί, αφού καταφέραμε να βρούμε το σπίτι μέσω ενός γνωστού. Από την σύντομη αναζήτηση μας βέβαια, γρήγορα κατάλαβα ότι οι τιμές των ενοικίων είναι πολύ ανεβασμένες, ειδικά αν συγκρίνουμε την τιμή με την ποιότητα των σπιτιών που προσφέρουν, πολλά από τα οποία βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση. Τα περισσότερα είναι παλιά διαμερίσματα, που δεν έχουν συντηρηθεί σωστά, κάτι που φαίνεται από την πρώτη επίσκεψη. Βέβαια, τα μεγαλύτερα σπίτια με περισσότερα δωμάτια είναι συνήθως σε καλύτερη κατάσταση, οπότε αν και οι τιμές είναι υψηλότερες, τελικά συμφέρουν περισσότερο με ένα μοιρασμένο ενοίκιο».

Ο Αντώνης λέει ότι παρά το γεγονός ότι μένει με τον αδερφό του, η συγκατοίκηση είναι διαφορετική τώρα που είναι οι δύο τους στο σπίτι και πρέπει να οργανώσουν τις δουλειές του σπιτιού:

«Προσαρμοστήκαμε αρκετά εύκολα, καθώς ζούσαμε μαζί στο παρελθόν, όπως είναι φυσικό. Βέβαια, δεν είναι το ίδιο το να μένει κανείς με τους γονείς του και η συγκατοίκηση μόνο με τον αδερφό σου. Και οι δυο μας είχαμε συγκατοικήσει στο παρελθόν με άλλα άτομα, κυρίως με τις πρώην κοπέλες μας, οπότε ξέρουμε να συμβιβαζόμαστε και να λύνουμε ό,τι διαφωνία προκύψει. Δεν έχουμε βάλει κανόνες ούτε έχουμε αναθέσει με συγκεκριμένο τρόπο τις δουλειές του σπιτιού, αλλά είναι φυσιολογικό μία στο τόσο να προκύπτουν τσακωμοί, οι οποίοι λύνονται στα πέντε λεπτά. Ο Κωνσταντίνος ας πούμε νευριάζει που τυχαίνει μερικές φορές να ξεχνάω τον θερμοσίφωνα ανοιχτό». 

Η Αντωνία συγκατοικεί με την αδερφή της, Σέβη, τα τελευταία 7 χρόνια. 

Η Αντωνία μιλάει για τα πρώτα χρόνια της συγκατοίκησής τους, ως φοιτήτριες στα Γιάννενα:

«Αρχίσαμε να συγκατοικούμε αφού εγώ έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις και ήμουν στο πρώτο έτος των φοιτητικών μου χρόνων. Εγώ εσκεμμένα είχα δηλώσει σχολές στο μηχανογραφικό μου, οι οποίες βρίσκονταν στα Γιάννενα, όπου και σπούδαζε ήδη η αδερφή μου. Το κάναμε για οικονομικούς λόγους, κυρίως για να διευκολύνουμε τους γονείς μας, καθώς εκείνη την περίοδο μας συντηρούσαν εκείνοι εξ’ ολοκλήρου. Η συγκατοίκηση μας ήταν γνώριμη, καθώς ζούσαμε και πριν στο ίδιο σπίτι. Ωστόσο, από τη στιγμή που δεν υπήρχε πλέον η μαμά στο σπίτι, η αδερφή μου πήρε τον “ρόλο” της, γιατί ήταν πιο υπεύθυνη και είχε αναλάβει αυτή τις δουλειές. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, θεσπίσαμε κάποιους άτυπους κανόνες, έτσι ώστε να υπάρξει μια ισορροπία, να μπορέσουμε να συμβιώσουμε αρμονικά και να μην πέφτει όλο το βάρος πάνω της».  

Μετά από αρκετά χρόνια συγκατοίκησης σε Γιάννενα και Θεσσαλονίκη και μερικές μετακομίσεις, οι δύο κοπέλες πλέον συγκατοικούν σε ένα διαμέρισμα στην Ανατολική Θεσσαλονίκη:

«Το σπίτι που βρισκόμαστε τώρα είναι 75 τ.μ., πληρώνουμε 380 ευρώ και βρίσκεται σε μια καλή περιοχή στην Ανάληψη, στον δρόμο της Πέτρου Συνδίκα. Το προηγούμενο διαμέρισμά μας βρισκόταν στο κέντρο, με 300 ευρώ ενοίκιο και κοντά στα 72 τ.μ. Ωστόσο, το σπίτι στο κέντρο ήταν πάρα πολύ παλιό, και είχαμε σοβαρά προβλήματα με την πολυκατοικία και τη γειτονιά. Λόγω της τόσο κεντρικής τοποθεσίας τους, γίνονταν συνεχώς φασαρίες, ερχόμασταν αντιμέτωπες με πορείες και επεισόδια και οι άνθρωποι της γειτονιάς ήταν διαρκώς δυσαρεστημένοι και υπήρχαν συχνοί διαπληκτισμοί. Επίσης, δυσκολευόμασταν πάρα πολύ και στην κυκλοφορία και το πάρκινγκ.

Και στη Συνδίκα φυσικά υπάρχει αυτό το πρόβλημα, καθώς είναι από τους δρόμους με την περισσότερη κίνηση στα ανατολικά, αλλά σαφώς τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα από το κέντρο. Για να φύγουμε από το κέντρο και να μετακομίσουμε στα ανατολικά, δυσκολευτήκαμε πάρα πολύ. Βρήκαμε το σπίτι από μεσίτη, καθώς από μόνες μας δεν μπορούσαμε να βρούμε κάτι αξιόλογο. Ψάχναμε σε ενοικιαστήρια έξω από πολυκατοικίες, στις εφημερίδες και online, αλλά η κατάσταση ήταν απελπιστική. Τα σπίτια ήταν πολύ παλιά και οι τιμές των ενοικίων στα ύψη».

Η Σέβη μιλάει για τις δυσκολίες της συμβίωσης, τις διαφωνίες που μπορεί να προκύψουν και τον χωρισμό των οικονομικών: 

«Επειδή είμαστε αδερφές, έχουμε μία πολύ καλύτερη συνεννόηση και μία παραπάνω ανοχή, αν δεν εφαρμόζονται οι άτυποι κανόνες που έχουμε θέσει. Για παράδειγμα, όταν έρχεται η στιγμή να κάνουμε την “γενική” καθαριότητα του σπιτιού, πάντα συνεννοούμαστε για το πότε βολεύει και τις δυο μας, έτσι ώστε να μοιράσουμε τις δουλειές και να τελειώσει πιο γρήγορα η διαδικασία. Οι διαφωνίες που τυχαίνει να έχουμε αφορούν συνήθως τις εκκρεμότητες που προκύπτουν από διάφορες ζημιές που δημιουργούνται. Αυτό συμβαίνει γιατί σε τέτοια θέματα είμαστε και οι δύο άπειρες και δεν γνωρίζουμε, οπότε πολλές φορές δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε είτε μεταξύ μας είτε με τους τεχνικούς και τότε επικρατεί μια τρέλα.

Όσον αφορά τα οικονομικά του σπιτιού, δεν μας επηρεάζει το γεγονός ότι είμαστε αδερφές, χωρίζονται όλα στα δύο. Από τους λογαριασμούς του νερού και του ρεύματος, μέχρι το ενοίκιο και το σούπερ μάρκετ, τα πληρώνουμε όλα μισά μισά και έτσι δεν προκύπτουν θέματα».

Η Αντωνία αναφέρει μερικές από τις κοινές συνήθειες που απέκτησαν οι δύο αδερφές μέσα από την συγκατοίκησή τους, αλλά και τα θετικά του flat-sharing που έχει αποκομίσει μετά από τόσα χρόνια:

«Το να πηγαίνουμε μαζί στο θέατρο ή σε κάποια προβολή ταινίας, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα έγινε σταδιακά μια από τις αγαπημένες μας συνήθειες. Από την καραντίνα και μετά, το σπίτι μας αποτέλεσε πόλο έλξης για όλη την παρέα, και τη δική της και τη δική μου. Περνούσαμε όλοι μαζί πολύ όμορφα και δε βιώναμε σε τόσο μεγάλο βαθμό τη στεναχώρια και την κλεισούρα που επικρατούσε εκείνη την περίοδο.

Σαν άνθρωπος που συγκατοικώ από τα 18 μέχρι τα 25 μου, παρά το γεγονός ότι το άτομο που συγκατοικούσα ήταν η αδερφή μου, έχω μάθει  πάρα πολλά από αυτήν την εμπειρία. Το flat-sharing έχει πολλά θετικά στοιχεία. Εξοικειώνεσαι πολύ περισσότερο με το να μοιράζεσαι τα πάντα, να μη νιώθεις έντονη μοναξιά, να έχεις έναν άνθρωπο να μιλήσεις και να γελάσεις. Ακόμα πολλές φορές και το να μαλώσεις και να μοιραστείς τα βάρη που προκύπτουν στην καθημερινότητα είναι απελευθερωτικό».

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα