Για το Φόβο του Κώστα Μανουσάκη
Με αφορμή τη συνεργασία του Onassis Culture με την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου είχαμε την τύχη να πέσουμε πάνω στην ταινία, ο Φόβος (1966).
Είναι να απορείς πώς τόσο σπουδαίοι καλλιτέχνες, έμειναν -δυστυχώς- κολλημένοι σε ένα πολύ μικρό αριθμό ταινιών και συνάμα στο περιθώριο του κινηματογράφου, έχοντας δημιουργήσει πραγματικά σπουδαίες ταινίες, ενώ άλλοι με σαφώς υποδεέστερες συλλήψεις και κινηματογραφήσεις συνέχισαν χωρίς εμπόδια στο χώρο.
Με αφορμή τη συνεργασία του Onassis Culture με την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου για το project Σινεμά, Ανοικτό και χάρη στην επιλογή ταινιών του Σύλλα Τζουμέρκα μεταξύ άλλων, ως νικητών των κινηματογραφικών βραβείων ΙΡΙΣ2020 είχαμε την τύχη να πέσουμε πάνω στο κινηματογραφικό διαμάντι του σκηνοθέτη Κώστα Μανουσάκη, την ταινία του ο Φόβος (1966).
Δυστυχώς ήταν η τρίτη και τελευταία του ταινία καθώς δεν μπόρεσε να σταυρώσει άλλη δουλειά, γιατί -εν συντομία και χωρίς λεπτομέρειες- αν και ανήκε σε μια ιδιαίτερη και σπάνια μερίδα καλλιτεχνών, το γεγονός ότι χρησιμοποίησε ηθοποιούς και του κοινού, εμπορικού κινηματογράφου, είχε ως αποτέλεσμα να κριθεί και με τους άδικους όρους του τελευταίου. Γυρισμένη σε ασπρόμαυρο, κάτι το οποίο αναδεικνύει την απίστευτη φωτογραφία του Νίκου Γαρδέλη, ο οποίος αποτυπώνει μαεστρικά το χρόνο, την ψυχογεωγραφία και τις όψεις των εκτάσεων γύρω από την Κωπαΐδα.
Στον τέλειο βαθμό που συλλαμβάνει τόπο και τοπίο ο Γαρδέλης, πιάνει και ο Μανουσάκης το σφυγμό της οικογένειας της επαρχίας, αλλά και των κοινωνικών ιδιωματισμών και συνδρόμων της εποχής. Θα έλεγα ότι πιάνει μια γκάμα ζητημάτων για να συνθέσει μια μεγάλη εικόνα ενός συνολικού κατακριτέου πορτραίτου. Από την επιβολή του ανδρός που αποτυπώνεται στο πρόσωπο του κακού οικογενειάρχη-τσιφλικά (Αλέξης Δαμιανός), που εν τέλει αποβαίνει αποτυχημένη, ίσως προδικασμένη από τη φύση της, ως την ντροπή για τα παιδιά με κωφαλαλία (Έλλη Φωτίου), που σε εκείνη την εποχή μπορούσαν να βρεθούν έρμαια στις σεξουαλικές ορέξεις των αρσενικών της οικογένειας, κάτι που προέκυπτε από τις σεξουαλικές επιταγές της δήθεν αντρικής φύσης, αλλά και την αντιμετώπιση των παιδιών αυτών ως σακατεμένων, δεύτερης κατηγορίας, διαολεμένων.
Το ζήτημα που ξεχωρίζει για μένα, αλλά ταυτόχρονα ξεχωρίζει επ’ αυτού και η ερμηνεία του Ανέστη Βλάχου, είναι η αδυναμία διαχείρισης των μη εκπληρωμένων ορμών ενός νεαρού άνδρα, η οποία γίνεται εγκληματικά επικίνδυνη, πρώτα με παρακολούθηση γυναικών στα κρυφά, πίσω από πόρτες που ανοίγουν και τρομάζουν, για να κορυφωθεί μετά –και εδώ φαίνεται η κοινωνική σαπίλα της μεταδιδόμενης ματσίλας- με την καζούρα από το φίλο του και τη διήγηση της δικής του επιβολής πάνω στο σώμα μιας συγγενή του με απειλές για εξευτελισμό, κάτι που όξυνε τις ορμές του παρθένου νεαρού, ο οποίος απομονώνοντας την κωφάλαλη αδερφή του μέσα στο στάβλο τη βιάζει και στη συνέχεια τη σκοτώνει.
Η σαπίλα προεκτείνεται στο κουκούλωμα που επιχειρεί η οικογένεια πλην της μορφωμένης κόρης που αφήνεται στην άγνοια, αλλά όχι για πολύ. Γιατί οι πληγές δεν μένουν κρυφές και η ψυχή ξεχειλίζει, όσο κι αν θέλει να κρυφτεί. Κανένας -με τον τρόπο του- δεν χωνεύει τη μαυρίλα στην ψυχή, ο γυναικάς τσιφλικάς θα μαζευτεί στο σπίτι, η γυναίκα θα σηκώσει το πνεύμα της για πρώτη φορά και η άλλη κόρη δεν θα αντέξει μέσα σε αυτό το βούρκο της οικογένειας και θα πιαστεί από το φως της αγάπης. Γιατί υπάρχει κι αυτό.
Πέραν του σεναρίου, πρόκειται και για ένα μάθημα κινηματογράφου. Οι διαδοχικές εναλλαγές στη λήψη των προσώπων, τα ίδια τα πρόσωπα και τα δουλεμένα βλέμματά τους, που αναδεικνύονται αρκετά με τις παρακολουθήσεις του νεαρού, αλλά και την αντίληψη των θυμάτων των ματιών του ζωγραφισμένη στο δικό τους βλέμμα, το ‘’για σεμινάριο’’ μοντάζ, αλλά και τα γενικά πλάνα των βάλτων, της λίμνης και των χωραφιών, που φωτίζονται, όπως ακριβώς θα τα έβλεπε και ένας παρατηρητής, που τον αγγίζει το τοπίο.
Η τελευταία σκηνή είναι η πιο ταιριαστή κορύφωση, ένα συμπέρασμα, μια κριτική και ταυτόχρονα μια κινηματογραφική ψυχεδέλεια με επαρχιώτικους γλεντζέδικους όρους. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει εδώ στη μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου για όλη τη διάρκεια της ταινίας, αλλά στη συγκεκριμένη σκηνή διαμορφώνει και σκιαγραφεί ο ίδιος με τη σύνθεσή του την πίεση και την καταπίεση των καταπιεσμένων ηθών της κοινωνίας, την απόπειρα κουκουλώματος για το όνομα και μόνο, τη διαφθορά όλων, που σαν κλοιός, σαν χορευτικός κύκλος στενεύει (σαν τον σεφερικό αόρατο χορό των γερόντων) και όλο και πιέζει σε σημείο που οδηγεί στην ασφυξία και την κατάρρευση και τότε όλη αυτή η χρόνια κοινωνική σήψη ίσως ξεσκεπάζεται.
https://youtu.be/BvT9Np8Db5I