Ο Γιάννης Αναστασάκης εξομολογείται
O διευθυντής του ΚΘΒΕ λίγο πριν την πρεμιέρα του Ορέστη.
Στην πόλη μια πορεία πεζών και τροχοφόρων διαμαρτυρόταν για τις πρόσφατες συμφωνίες και οριοθετήσεις εδαφών και ιστορίας… Κλειστοί δρόμοι, δακρυγόνα, μάσκες, αστυνομικοί, ταινίες σήμανσης, σημαίες, ένταση…
Στο θέατρο Δάσους, όπου γινόταν οι πρόβες του Ευριπίδειου “Ορέστη”, οι ηθοποιοί μετρούσαν τις ανάσες, τα βήματα, τα λόγια τους…
Η σκηνή (σχεδιασμένη από τον διαπρέποντα στην Ευρώπη Θεσσαλονικιό Γιάννη Θαβώρη) οριοθετημένη με ταινία σήμανσης και πλαστικά κολωνάκια. Το σκηνικό …μια πόρτα ογκώδης, με περίτεχνα κιγκλιδώματα κι ανθέμια, μεγάλα σιδερένια πόμολα, γύρω τους σκαλωσιές και λαμαρίνες (το παλάτι του Αγαμέμνονα στο Αργος υπό …ανακαίνιση) κι ένα πλατύ μαύρο χαλί διαγώνια στρωμένο στην ορχήστρα.
Εικόνα μάλλον “οικεία” και σύγχρονη -δείγμα αθηναϊκού νεοκλασικισμού με εμφανή την επίδραση των νέων αρχιτεκτονικών ρευμάτων της Δύσης του 19ου αιώνα (τα ανθέμια στα κιγκλιδώματα δεν αφήνουν αμφιβολίες. Είναι …απαράλλαχτη η εξώθυρα του κυβερνητικού – πρωθυπουργικού Μεγάρου Μαξίμου (“ψάχναμε για ένα κτίριο που να θυμίζει ένα σύγχρονο ελληνικό κτίριο εξουσίας”, “ομολογεί” αργότερα ο σκηνοθέτης Γιάννης Αναστασάκης).
Στην άδεια ορχήστρα -εντός του οριοθετημένου χώρου εξουσίας – ένα ντιβάνι σιδερένιο, ένα σώμα να κείτεται καλυμμένο με λευκό σεντόνι – κι ένα κορίτσι ντυμένο στα μαύρα μονολογεί… Είναι η Ηλέκτρα (Ιωάννα Κολλιοπούλου):
“Αντέχει λένε ο άνθρωπος. Προβλήματα, σκοντάμματα, χτυπήματα της ζωής και των Θεών ραπίσματα. Αντέχει. Ετσι -λένε- είναι φτιαγμένος …” (από τον εισαγωγικό μονόλογο του έργου).
“Ο Ευριπίδης γράφει τον Ορέστη σε μια αντιηρωική εποχή και το μυθικό περιβάλλον του έργου αντανακλά αυτή τη συνθήκη. Σήμερα ζούμε μια αντίστοιχη περίοδο – και δεν εννοώ μονάχα στην Ευρώπη και δεν εννοώ μονάχα στα τελευταία χρόνια της κρίσης. Σ’ αυτόν τον κόσμο, όπου οι αξίες κλονίζονται και η ανάγκη για επιβίωση βγάζει στο φως τη θνητή μας φύση, ανεβαίνει σήμερα ο Ορέστης. Τα πρόσωπα αγριεύουν, οι ψυχές ταράζονται, οι σκέψεις μας θολώνουν. Τη θέση του πολίτη σε μια πολιτεία που κλυδωνίζεται, θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε με την παράστασή μας. Αλλά και τη θέση μιας πολιτείας που αυτοτιμωρείται, τιμωρώντας. Κι αν κάτι μας διαφοροποιεί από το Μύθο του Ορέστη είναι πως όλοι μας ξέρουμε ότι ‘από μηχανής θεοί’ δεν υπάρχουν πια” … σημειώνει στο πρόγραμμα ο σκηνοθέτης.
Ο σχετικά ολιγοπαιγμένος “Ορέστης” είχε παρασταθεί στο ΚΘΒΕ προ δεκαετίας (το καλοκαίρι του 2008) σε σκηνοθεσία του Σλόμπονταν Ούνκοβσκι από την πΓΔΜ, με Ορέστη τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο και Ηλέκτρα την Λυδία Φωτοπούλου και μετάφραση -τότε- του Γιώργου Χειμωνά.
Mε αφορμή την επικείμενη πρεμιέρα του “Ορέστη” (η ερμηνεία ανατέθηκε στον πολυ-διακριθέντα τα τελευταία χρόνια σε πολυ-ποίκιλους ρόλους παραγωγών του ΚΘΒΕ όπως το Festen”, τα “Ορφανά” κ.α Χρήστο Στυλιανού), στις 12 και 13 Ιουλίου, στο θέατρο Δάσους (στην Επίδαυρο στις 2 και 3 Αυγούστου), ο Γιάννης Αναστασάκης μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και τη Βίκυ Χαρισοπούλου:
– Ο “Ορέστης” είναι η πρώτη σας σκηνοθετική απόπειρα στο αρχαίο δράμα και η πρώτη “κάθοδος” στην Επίδαυρο. Είναι άτυπη “υποχρέωση” για έναν διευθυντή κρατικού θεάτρου η σκηνοθεσία του αρχαίου δράματος;
– Στην Επίδαυρο έχω “κατέβει” ως τώρα μόνο ως κομπάρσος, ως ηθοποιός και ως βοηθός σκηνοθέτη. Αισθάνομαι ότι μου επιτρέπεται να κατέβω και ως σκηνοθέτης. Ή μήπως όχι; Δεν ξέρω. Πάντως, δεν γίνεται από υποχρέωση τυπική ή άτυπη! Αν υπάρχει μια …υποχρέωση είναι να ανέβει ο ΟΡΕΣΤΗΣ σε μια καλή παράσταση, κι αυτό προσπαθώ. Οι θέσεις στις κρατικές σκηνές δεν δημιουργούν νέες “υποχρεώσεις” για μένα και το …βιογραφικό μου. Όλα αυτά έρχονται και παρέρχονται. Για να το ρωτάτε κάποιους έχετε υπόψιν σας. Το σέβομαι. Όπως σέβομαι κάθε σκηνοθέτη που τολμά να αναμετρηθεί με το Αρχαίο Δράμα είτε είναι διευθυντής είτε όχι.
– Επιχειρείτε (γράφετε στο σημείωμά σας) “να ανιχνεύσετε τη θέση του πολίτη σε μια πολιτεία που κλυδωνίζεται”… Τι σας βοήθησε να εντοπίσετε ο λόγος του Ευριπίδη; Είναι η εξουσία που “ευθύνεται” για τους “κλυδωνισμούς” της πολιτείας ή οι ευθύνες (και των πολιτών) είναι καθοριστικές;
– Ο πολίτης βρίσκεται αιώνες τώρα σε Συμπληγάδες. Δεν θα απέδιδα ποτέ στον πολίτη την κορυφαία ευθύνη για τους όποιους κλυδωνισμούς! Το έργο μας φωτίζει την Πολιτεία και τους θεσμούς της αντικαθρεφτίζοντάς την στα πρόσωπα του Ορέστη, της Ηλέκτρας, του Πυλάδη, του Μενέλαου, του Τυνδάρεω, του Αγγελιοφόρου. Όλοι έχουν ευθύνες- κάποιοι από αυτούς μάλιστα έχουν περισσότερες- για την κατάσταση στην “πόλη”. Δεν μιλώ μόνο για το 408π.χ. που η Αθήνα βρίσκεται στη δίνη του πελοποννησιακού πολέμου! Ούτε για την εποχή του μύθου! Αλλά όποιοι κατέχουν εξουσία δεν μπορεί παρά να ευθύνονται πολύ περισσότερο. Μας το διδάσκει η Ιστορία. Ο Ευριπίδης θίγει σήμερα τα προβλήματα της δημοκρατίας, της απονομής δικαιοσύνης, της προσωπικής ευθύνης του καθένα μας. Παραμένει δραματικά επίκαιρος. Κρίνει και τον εαυτό του και όλους εμάς, ψάχνοντας να βρει το μίτο που μας συνδέει και μας κάνει συνένοχους. Δε δίνει λύσεις, αφήνει το θέμα ανοικτό. Καλά κάνει. Πιστεύω πως είναι πολύ σπουδαία πράξη η απόδοση ευθυνών- και η δίκαιη τιμωρία- αλλά είναι ακόμη σπουδαιότερο το επόμενο βήμα: η δημιουργία συνθηκών που δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν να οδηγήσει μια χώρα στο επονείδιστο παρελθόν της. Έχουμε πολλή δουλειά όλοι μας και στο παρόν και στο μέλλον. Η τέχνη δεν έχει άλλη δύναμη- μία μονάχα: μας βοηθά να κρατάμε τα μάτια και τα αυτιά μας ανοιχτά! Αυτή η διαδικασία μακάρι να ανοίξει και τις ψυχές μας και το μυαλό μας και το στόμα μας. Η τέχνη του θεάτρου, η τραγωδία, ο λόγος του Ευριπίδη, ο ΟΡΕΣΤΗΣ -διαλέγετε και παίρνετε!- λειτουργεί ως αντικλείδι, αφού τα περίφημα …κλειδιά έχουν πέσει στον υπόνομο.
– Τώρα (όπως και τότε, στον 5ο αιώνα του νεότερου όλων των τραγικών Ευριπίδη) που …οι ήρωες μας “τέλειωσαν” κι όλοι πλέον ξέρουμε πως από μηχανής Θεοί δεν υπάρχουν, πού να αναζητήσουμε την ισορροπία στον αποδιοργανωμένο κόσμο μας;
– Μέσα μας αλλά και δίπλα μας! Αν δεν πίστευα ακράδαντα σ΄ αυτό δεν θα ασχολούμουν με το θέατρο, δεν θα ‘χα φίλους, δεν θα νοιαζόμουν για κανέναν! Βεβαίως, η ισορροπία σε τεντωμένο σκοινί δεν είναι η ιδεατή εικόνα που ονειρεύομαι. Οι λέξεις που μου δείχνουν το δρόμο είναι: η αλληλεγγύη, ο αγώνας, η διεκδίκηση του κοινού καλού, η ελπίδα ότι ο κόσμος θα αλλάξει! Συγχωρήστε με αν ίσως ακούγομαι ρομαντικός! Έχω ακόμη μεγάλα αποθέματα αισιοδοξίας και δε νιώθω μόνος σε ένα αποδιοργανωμένο περιβάλλον. Η εμπειρία μου από τα τελευταία τρία χρόνια στη Θεσσαλονίκη με διδάσκει ότι με τη συμμετοχή των πολλών και τη πίστη σε ένα κοινό όραμα μπορούν να γίνουν μικρά θαύματα. Έχω δακρύσει πολλές φορές από χαρά, όταν τα αντίκρισα μπροστά μου. Αλήθεια.
– Το θέατρο θέτει τα ερωτήματα …κι οι θεατές του-πολίτες τις απαντήσεις… Ο σκηνοθέτης και οι συντελεστές μιας παράστασης όμως είναι αυτοί που διαμορφώνουν το “ύφος” των ερωτημάτων – άρα και των απαντήσεων. Είδατε τον “Ορέστη” και τη μετριότητα της αντιηρωικής εποχής του έργου ως ιλαροτραγωδία;
– Δεν έχει νόημα να αναλύσω την παράσταση. Θα τη δείτε κι ο καθένας θα εισπράξει κάποια από αυτά που θέλουμε να πούμε. Προσπαθώ να είναι μια “καθαρή παράσταση”, δίχως βαθιά υπονοούμενα και …πολλαπλά επίπεδα. Σαφώς έχει πράγματα “κρυμμένα”- πώς να μην έχει όταν όλοι μας έχουμε τα κρυμμένα μας; Ο θεατής αν θελήσει θα μπει στο παιχνίδι να τα βρει, αν όχι δεν πειράζει. Την άλλη φορά!. Δεν θέλω να καθοδηγήσω τη σκέψη κανενός. Για το ζήτημα του, αν ο ΟΡΕΣΤΗΣ είναι τραγωδία ή ιλαροτραγωδία: παρ’ όλη την κλασική μου σκευή -απόφοιτος γαρ της κλασικής φιλολογίας- ομολογώ πως δεν ασχολήθηκα να απαντήσω. Δεν ένιωσα την ανάγκη να κατατάξω κάπου το έργο. Θα με δέσμευε στη σκηνοθεσία μου. Η υπέροχη μετάφραση του Μπλάνα άνοιγε κάθε τόσο νέες περιοχές στο λόγο του Ευριπίδη και μας αποκάλυπτε ότι στο έργο αυτό το τραγικό πηγαίνει αντάμα με το ιλαρό, η ειρωνεία πλάι στο δράμα, το μελό στέκεται …ρωμαλέο απέναντι στην ωμότητα, η ποίηση είναι πιασμένη χεράκι χεράκι με τη ρητορική. Σπουδαίο έργο έγραψε ο Ευριπίδης. Το μουρμουράμε όλοι μόλις τελειώνει η πρόβα. Και νομίζω πως αυτό, τουλάχιστον, θα το ψιθυρίσουν κι οι θεατές.
– Είναι η τρίτη σας σκηνοθεσία παράλληλα με τη θέση του διευθυντή στο ΚΘΒΕ (“Ψυλλοι στ’ αυτιά” και “Περιμένοντας τον Γκοντό”). Αν αντί για τη σκηνοθεσία αναλαμβάνατε την ερμηνεία ενός ρόλου στον “Ορέστη”, ποιος θα ήταν;
– Θα τολμούσα ένα “one man show”! Αστειεύομαι! Αλλά εννοώ πως όλοι οι ρόλοι συνθέτουν ΕΝΑ ρόλο! Πώς να διαλέξεις; Πιο πολύ στο ρόλο της Ερμιόνης θα με φανταζόμουν!
– H επιλογή της μετάφρασης του Γιώργου Μπλάνα πυροδότησε (και αυτή) αντιδράσεις από κύκλους μεταφραστών. Κρίθηκε ο ποιητικός λόγος του “βοηθητικός” στη σκηνοθετική σας προσέγγιση;
– Παράγγειλα τη μετάφραση στον ποιητή Γιώργο Μπλάνα γιατί τον εκτιμώ πάρα πολύ και ως μεταφραστή. Η δουλειά του στους ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ (ΚΘΒΕ 2016 και 2017) ήταν υποδειγματική και λάμπουσα! Ο Γιώργος -παίρνω την οικειότητα από μόνος μου τώρα- είναι Συνεργάτης και Συνοδηγός σπουδαίος. Μυαλό φωτεινό, ψυχή ανοιχτή, γιαυτό κι ο λόγος του είναι τολμηρός και καίριος- τι άλλο να ζητήσω; Δε μπόρεσε να ‘ναι μαζί μας στις πρόβες, αλλά ήταν μαζί μας συνεχώς! Πώς γίνεται αυτό; Ε, είναι ποιητής! Οι ποιητές ξέρουν από μάγια. Και, παρεμπιπτόντως, ξέρει κι αρχαία! Κι ας τον πολεμούν. Δε χρειάζεται καμία υπεράσπιση. Ασπίδα του είναι η Ποίηση..
– Τι σημαίνει για ένα “νέο” σκηνοθέτη, όπως εσείς, η παρουσία του στην Επίδαυρο; Είναι η Επίδαυρος πλέον αυτό που …ήταν;
– Η Επίδαυρος είναι ένα θέατρο “ζωντανό μνημείο πολιτισμού”. Ανατριχιάζω κάθε φορά που μπαίνω. Τι να πω; Ότι δεν αισθάνομαι δέος και σεβασμό; Ότι δε νιώθω τη μαγεία του χώρου; Ψέματα θα πω- και δεν θέλω. Κι αν εννοείτε με τη ερώτησή σας ότι έχουν φιλοξενηθεί εκεί παραστάσεις που δεν …συνάδουν με την ιερότητα του χώρου, σας απαντώ ότι δεν επηρεάζεται η Επίδαυρος από τυχόν αποτυχημένες καλλιτεχνικές προσπάθειες, από αγοραία ανεβάσματα, από “τουριστικές παραστάσεις” και δεν ξέρω τι άλλο. Είμαστε τυχεροί που υπάρχει η Επίδαυρος.
– Η θητεία σας στην ομολογουμένως επιτυχημένη τριετία διεύθυνσης του ΚΘΒΕ λήγει σε λίγους μήνες. Περιμένετε (και επιθυμείτε) την ανανέωση της;
– Νομίζω ότι ήταν τρία γόνιμα χρόνια για το ΚΘΒΕ και δούλεψαν με αυταπάρνηση εκατοντάδες άνθρωποι για αυτό. Η θητεία μου λήγει το Νοέμβριο και δε γνωρίζω αν θα ανανεωθεί. Τα πράγματα είναι απλά: αν δεν ανανεωθεί θα φύγουμε – παρέα με την αναπληρώτριά μου Μαρία Τσιμά- με ήσυχη τη συνείδησή μας ότι κάναμε το καθήκον μας κι ότι το θέατρο βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τον Αύγουστο του 2015 που αναλάβαμε. Αν η θητεία μας ανανεωθεί, θα σηκώσουμε κι άλλο τα …μανίκια για την πολλή δουλειά που θα μας περιμένει. Υπάρχουν ακόμη πολλά περιθώρια βελτίωσης σε όλους τους τομείς. Σε κάθε περίπτωση χαρούμενος θα ‘μαι. Γύρισα στην πόλη μου μετά από 25 χρόνια κι ήταν μια πολύ πλούσια εμπειρία αυτό το ταξίδι.
Βίκη Χαρισοπούλου-ΑΠΕ