Γιατί οι 24-30 δεν βγαίνουν πια τα Σαββατόβραδα;
Πώς έχουν αλλάξει οι συνήθειες των νέων μετά την πανδημία; - Είναι το Σάββατο υπερεκτιμημένο γι αυτούς;
Η πανδημία έφερε ανατροπές στην κοινωνική ζωή των νέων. Επιστρέψαμε σε τάσεις της δεκαετίας του ’90, τότε που παρέες μαζευόντουσαν σε σπίτια και σε πάρκα κι εκείνοι που πήγαιναν στα clubs και στα κέντρα διασκέδασης ήταν κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία.
Ωστόσο, σήμερα τα νυχτερινά καταστήματα το Σαββατοκύριακο είναι γεμάτα από κόσμο ο οποίος όμως δεν ανήκει στο ηλικιακό φάσμα των 24-30.
«Τρέξαμε» ένα poll στο instagram με την εξής ερώτηση: “Αν ανήκεις στην ηλικιακή ομάδα 24-30, θέτουμε την εξής ερώτηση, βγαίνεις σε club τα Σάββατα;”
Το 92% απάντησε “όχι” ενώ μόλις το 8% απάντησε θετικά.” Λόγω του εξαντλητικού ωραρίου και της κούρασης που επιφέρει η οποιαδήποτε καθημερινή εργασία οι νέοι αυτών των ηλικιών, προτιμούν να παραμένουν σπίτι το Σαββατοκύριακο απολαμβάνοντας ταινίες στο Netflix, ενώ αυτοί που βγαίνουν επιλέγουν χαλαρά cafe-bar στα οποία πάνε γύρω στις 20:00 για να γλιτώσουν την κίνηση στους δρόμους.
Αντίθετα, το προσδόκιμο ηλικίας των νέων που βγαίνει στα clubs έχει πέσει αρκετά καθώς, παρατηρείται πως όλο και μικρότερα παιδιά βγαίνουν για ποτό μετά τις 00:00, τα Σάββατα, ηλικίας 16-22, έτσι τα στέκια έχουν πια χωριστεί σε ηλικιακές ομάδες, ενώ στην Θεσσαλονίκη, δεν καλύπτονται όλα τα γούστα, σχετικά με την μουσική, τον χώρο και τον τρόπο διασκέδασης.
Η Ελένη είναι 24, εργάζεται σε ένα μεσιτικό γραφείο και όπως εξηγεί τα ωράρια είναι εξαντλητικά. Αποτέλεσμα αυτού να γυρνά στο σπίτι καθημερινά κουρασμένη και το Σαββατοκύριακο να προτιμά την ηρεμία του σαλονιού της:
“Μπορώ να πω πως είχα αυτό που λέμε έξαλλα φοιτητικά χρόνια, έχω πάει σχεδόν σε όλα τα club της Θεσσαλονίκης. Έχω ξενυχτήσει αρκετά, έχω χορέψει, έχω γυρίσει αρκετές φορές χαράματα. Ωστόσο τον τελευταίο χρόνο της ζωής μου που εργάζομαι μου φαίνεται πια αδιανόητος αυτός ο τρόπος ζωής. Δεν έχω αντοχές ούτε κουράγιο, προτιμώ να βγω για καφέ το Σάββατο το μεσημέρι, να απολαύσω τον ήλιο, να κάνω χαλαρές βόλτες, παρά να βρεθώ σε ένα μαγαζί τη νύχτα, να στριμωχτώ με τόσο πολλή κόσμο, να πιω 4 ποτά και να γυρίσω αξημέρωτα στο σπίτι μου. Ειδικότερα σε μία πόλη σαν την Θεσσαλονίκη στην οποία χρειάζεσαι πραγματικά τέτοια μέρα περίπου 1 ώρα για να κατέβεις στο κέντρο και να βρεις parking. Δεν θεωρώ πως έχουμε clubs που ταιριάζουν σε όλους, περιοριζόμαστε πολύ. Στα Λαδάδικα η ηλικία πέφτει κι εσύ πια βλέπεις τον εαυτό σου ως “γέρο”, όταν στο δίπλα τραπέζι υπάρχει παρέα με 16χρονα κι εσύ είσαι 24 καταλαβαίνεις το χάσμα γενεών. Πολύ σπάνια θα βγω αυτή την ημέρα μετά τις 22:00 από το σπίτι μου κι αν έχω κανονίσει θα έχω κανονίσει να πάω σε συνοικιακό στέκι για χαλαρό κρασί. Δεν ξέρω αν ευθύνεται το γεγονός της εργασίας μου, εγώ αυτό που ξέρω είναι πως αισθάνομαι ότι μεγάλωσα γι αυτά και σίγουρα δεν μπορώ να βγω και να ακούσω την μουσική που παίζουν τον τελευταίο χρόνο τα νυχτερινά μαγαζιά.”
O Iάσονας είναι 25 και από την πλευρά του αναλύει το πως έχουν αλλάξει τα Σάββατα του τα τελευταία χρόνια:
“Σάββατο…μια μέρα που την περίμενα από μικρό παιδί. Ακόμα και σήμερα παρακαλάω να έρθει αυτή η μέρα, απλά για διαφορετικούς λόγους. Παλαιότερα ήταν ημέρα διαβάσματος, αλλά κατά κύριο λόγο της εξόδου. Της μοναδικής ημέρας που είχες την δυνατότητα να βγεις να δεις τους φίλους και τους γνωστούς σου, χωρίς να σε νοιάζει το πού θα πάτε. Ωστόσο, κατά κύριο λόγο καταλήγαμε πάντα σε κάποιο club, διασκεδάζοντας μέχρι το πρωί. Πλέον, έχοντας μπει στο 25ο έτος της ζωής μου θεωρώ πως το συγκεκριμένο είδος διασκέδασης είναι υπερεκτιμημένο. Ο λόγος; Κυρίως οικονομικός, ωστόσο έχει αλλάξει και πολύ ο κόσμος που πηγαίνει σε τέτοια μέρη. Πλέον όλα κινούνται στο βωμό του φαίνεσθαι και του δήθεν, το οποίο σιχαίνομαι! Πλέον στα 25 μου προτιμώ να καθίσω σε κάποιο φιλικό σπιτι προκειμένου να δω τους αγαπημένους μου ανθρώπους ή, ακόμα, να απολαύσω ένα χαλαρό φαγητό σε ταβέρνα που σίγουρα μπορεί να σε κάνει να περάσεις καλύτερα απ’ότι κάποιο club. Και πάλι δεν μπορώ να πω πως μένω εκτός σπιτιού τα Σάββατα μετά τις 12, δεν γυρνάς εύκολα τέτοιες ώρες με την κίνηση. Επίσης έχουν αλλάξει ραγδαία οι αντοχές μου, δεν αντέχω να στέκομαι όρθιος 6 και 7 ώρες μεταμεσονύκτια, γι αυτό και οι φορές που θα προτιμήσω την “έξαλλη ζωή” τα Σαββατόβραδα θα είναι πραγματικά ελάχιστες μέσα στον χρόνο.”
Η Βαλέρια είναι 24 και όπως λέει αποφεύγει τα club γενικά και ειδικά τα Σάββατα:
“Όταν βγαίνω, θα προτιμήσω ένα μπαράκι, που να έχω τη δυνατότητα να μιλήσω με τη παρέα μου. Επίσης, στα μπαράκια είναι πολύ πιο οικεία και ζεστή η ατμόσφαιρα. Δεν γίνεσαι ακριβώς μια παρέα, αλλά δεν υπάρχει η απροσωπία του κλάμπ. Ενα από τα βασικά στοιχεία για να διασκεδάσω και να χορέψω είναι σίγουρα και η σωστή μουσική. Για μένα είναι από 70s μέχρι 2000, και κατά προτίμηση ξένα, πράγμα που στα κλαμπ δεν υπάρχει ποτέ. Αν θελήσω να ακούσω ελληνικά, θα πάω σε ένα κουτούκι. Υπάρχει και το θέμα του χώρου. Για κάποιο λόγο τα κλαμπ γεμίζουν ασφυκτικά και ειλικρινά δεν το αντέχω και όχι λόγω covid πια αλλά επειδή όταν θέλω να χορέψω, χρειάζομαι χώρο, δεν μπορώ απλώς να στέκομαι με το ποτό μου και να κοιτάω γύρω μου μη με πατήσει κάποιος. Τέλος, τα μπαρ τα εμπιστεύομαι πολύ περισσότερο σε θέμα καθαρού ποτού. Όσον αφορά τα Σάββατα, είναι μια μέρα που βγαίνουν έξω οι μαθητές, οι φοιτητές και οι άνθρωποι που δουλεύουν τις καθημερινές, γι’αυτό έχει πολύ κόσμο παντού. Ως φριλανσερ πολλές φορές δεν μπορώ να βγω το Σάββατο (καλύτερα αν με ρωτάς) γιατί δουλεύω αλλά μπορώ να το κάνω όποια μέρα θελήσω και φυσικά το προτιμώ γιατί όπως ανέφερα και πιο πάνω δεν αντέχω όταν ένα οποιοδήποτε μέρος είναι ασφυκτικά γεμάτο.” Ο Χρήστος είναι 28 και περιγράφει το τι πρέπει να περάσει κάποιος ένα Σάββατο βράδυ στην Θεσσαλονίκη για να βγει μετά τις 23:00:
“Εγώ δουλεύω στην εστίαση 6/7, σε μαγαζί στο κέντρο και μένω στην Καλαμαριά οπότε καθημερινά έχω να κάνω αυτό το δρομολόγιο, μία απόσταση περίπου 40 λεπτά με το αστικό και 20 με το αυτοκίνητο. Δεν θα περιγράψω πως τα πήγαινελα καθημερινές είναι ιδανικά και πως δεν έχει κίνηση, ωστόσο, αυτό που συμβαίνει το Σάββατο σε αυτή την πόλη είναι ανεξήγητο. Ξεκινάς να βγεις στις 23:00, μόλις η ρόδα του αυτοκινήτου πατήσει στην Βασιλίσσης Όλγας, ξεκινάει και το σημειωτέον, κάνεις περίπου να φτάσεις στον τελικό σου προορισμό μία ώρα και σίγουρα άλλο ένα μισάωρο να βρεις parking. Μετά η ώρα έχει περάσει 00:30, σε όλα τα νυχτερινά μαγαζιά, οι ουρές είναι αδιανόητες και στα bars δεν βρίσκεις τραπέζι, καταλήγεις σε ένα παρακμιακό στέκι, το οποίο ούτε παίζει την μουσική που σου αρέσει και φυσικά ούτε είναι του γούστου σου. Βάλε μέσα την κάθε πόρτα που θα φας από τα μαγαζιά αν η παρέα σου δεν έχει κοπέλες. Μια ατελείωτη ταλαιπωρία, χωρίς λόγο. Κάποτε αυτή η διαδικασία μου φαινόταν μοναδική όμως τώρα που μεγάλωσα στα μάτια μου μοιάζει γολγοθάς. Συνήθως τα Σάββατα του χειμώνα εγώ και η παρέα μου μαζευόμαστε σε σπίτια. Παίζουμε παιχνίδια, πίνουμε κρασιά, πολύ χαλαρά πράγματα. Αν βγούμε θα βγούμε σε ένα μεζεδοπωλείο κοντά στην γειτονιά μας κι αυτό θα συμβεί το μεσημέρι. Έχεις την ευκαιρία να βγεις πια όποια μέρα της εβδομάδας θέλεις και να περάσεις καλά, γιατί θα έχεις τον χώρο σου, θα πιεις χαλαρός το ποτό σου και δεν θα σου χαλάσει η διάθεση επειδή δεν θα ταλαιπωρηθείς με τα πήγαινελα. Υπερεκτιμημένη ημέρα πια. Και εκτός αυτού σε αυτή την πόλη δεν μπορώ να πω πως έχουμε νυχτερινά μαγαζιά τα οποία καλύπτουν όλα τα γούστα, δεν πλησιάζουν καν τα στάνταρ του εξωτερικού, περισσότερα stand παρά χώρος για χορό, περισσότερο τακούνι και γιακάς παρά καλή διάθεση, περισσότερη trap λιγότερη πραγματικά ανεβαστική και ρυθμική μουσική.”