Honeyland | Το υποψήφιο για Όσκαρ ντοκιμαντέρ που μαγεύει και συγκινεί

Ο Πάνος Αχτσιόγλου παρακολούθησε το υποψήφιο για Όσκαρ ντοκιμαντέρ «Honeyland» και καταθέτει την κριτική του.

Πάνος Αχτσιόγλου
honeyland-το-υποψήφιο-για-όσκαρ-ντοκιμαντέρ-π-554730
Πάνος Αχτσιόγλου

Ο Πάνος Αχτσιόγλου παρακολούθησε το υποψήφιο για Όσκαρ ντοκιμαντέρ «Honeyland» και καταθέτει την κριτική του.

Honeyland

Σκηνοθεσία: Tamara Kotevska, Ljubomir Stefanov

Ηθοποιοί: Hatidze Muratova, Nazife Muratova, Hussein Sam 

Εξετάζοντας με διακριτικότητα αλλά και διεισδυτική ματιά τους τελευταίους μελισσοκόμους άγριων μελισσών του πλανήτη, το υποψήφιο για Όσκαρ ντοκιμαντέρ από τη Βόρεια Μακεδονία επιμένει πεισματικά να βλέπει την ομορφιά αυτού του κόσμου, η οποία κρύβεται στο κεχριμπαρένιο χρώμα του μελιού αλλά και στα γεμάτα ειλικρίνεια μάτια της πρωταγωνίστριάς του.

Σε ένα απομονωμένο και πάμφτωχο χωριό στα βουνά της Βόρειας Μακεδονίας, μια 50χρονη επιβιώνει σε σχεδόν αδύνατες συνθήκες μαζί με την κατάκοιτη μητέρα της, με σχεδόν μόνη ασχολία της τη διαχείρηση και την προστασία των άγριων μελισσιών, τα οποία συντηρεί μέσα σε κουφάλες δέντρων, βράχους και σχισμές από πλιθιές. Επεξεργάζεται με τόση αγάπη και σύνεση το περιεχόμενο τους σε σημείο που το κάνει με γυμνά χέρια («μισό για εμένα και μισό για αυτές» λέει χαρακτηριστικά) και με την πιο βαθιά και ειλικρινή οικολογική διάθεση που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Ό,τι ελάχιστο βγάζει, το πουλά στις τοπικές αγορές και πάντα το κάνει με τη λιγότερη δυνατή εκμετάλλευση, σαν να συνεργάζεται πραγματικά με τα συμπαθέστατα έντομα. Όλα πρόκειται να αλλάξουν όμως, όταν δίπλα της θα έρθουν αν κατοικήσουν μια φασαριόζικη οικογένεια νομάδων που εκτρέφει αγελάδες, με τον εκνευριστικό πατριάρχη σύζυγο να εκμεταλλεύεται την καλοσύνη, ίσως και την αφέλεια της πρωταγωνίστριας, προχωρώντας στο ένα λάθος μετά το άλλο και διαταράσσοντας την εύθραυστη οικολογική αλλά και συναισθηματική ισορροπία που με τόσο κόπο και αγάπη έχει θεμελιωθεί.

Έχοντας έντονα αφηγηματικά στοιχεία, το γυρισμένο για τρία ολόκληρα χρόνια φιλμ των Κοτέφσκα και Στεφάνοφ, υποψήφιο για Όσκαρ στην κατηγορία καλύτερου ντοκιμαντέρ, είναι τόσο λιτό αλλά και ενδοσκοπικό, τόσο απλοϊκό στη σύλληψη αλλά τόσο υπέροχα συμβολικό, που μαγεύει και συγκινεί βαθιά. Σε αγγίζει με τη γλύκα και τη ρευστότητά του σαν το υπέροχο μέλι που αναβλύζει από τις κεχριμπαρένιες κερήθρες της Χατιτζέ. Αλλά και σε παγώνει σαν τους ανέμους που χτυπούν τα πλινθόκτιστα, σχεδόν πρωτόγονα σπίτια του μικρού, χαμένου οικισμού στα βουνά των Σκοπίων. Σου γεννά ελπίδα και πίστη στην δύναμη και την καλοσύνη του ανθρώπου και σου την καταστρέφει στην αμέσως επόμενη σκηνή. Τεχνικά αρτιότατο, και έχοντας έναν διαρκή βόμβο από τα μελίσσια στο ηχητικό υπόβαθρο κάθε σκηνής (κάτι που ίσως ξενίζει στην αρχή αλλά τελικά φτάνεις να μην το αντιλαμβάνεσαι), το φιλμ μιλά πανέξυπνα για την δύναμη της αγάπης και του σεβασμού προς το περιβάλλον, συνδυάζοντας ένα ουσιαστικό οικολογικό μήνυμα μέσα σε ένα βαθιά φεμινιστικό αφηγηματικό κέντρο, πλαισιωμένο από σκληρούς αλλά αληθινούς συναισθηματικούς δεσμούς και δεμένο με ένα περιτύλιγμα ανεπιτήδευτου λαογραφικού στοιχείου.

A

Η «Γη του άγριου μελιού» συνιστά ένα πραγματικό κινηματογραφικό διαμάντι από τη γειτονική χώρα που συγκλονίζει και παράλληλα αποδεικνύει ότι μπορεί κανείς να κάνει μεγάλο σινεμά με τα πιο πενιχρά μέσα. Μπορεί να ταξιδέψει και να βυθίσει στη μαγεία της ιστορίας του ακόμη κι αν αυτά που διαδραματίζονται μπορούν να συμβαίνουν σχεδόν δίπλα σου. Ένα γλυκόπικρο παραμύθι και ταυτόχρονα μια στιβαρή ταινία τεκμηρίωσης, αφύπνισης και ευαισθητοποίησης.

4/5 αστέρια

Πάνος Αχτσιόγλου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα