η-δική-μου-ιστορία-χριστουγέννων-1096220

Life

Η δική μου ιστορία Χριστουγέννων

Εφτά μικρές, συγκινητικές, ιστορίες ανθρώπων που δέχτηκαν να τις γράψουν για την Parallaxi και τις πιο φωτεινές μέρες του χρόνου

Γιώργος Σταυρακίδης
Γιώργος Σταυρακίδης

Τα Χριστούγεννα δεν είναι τίποτα άλλο από αναμνήσεις ανθρώπων και ιστορίες άλλοτε αγάπης, άλλοτε νοσταλγίας και άλλοτε λύπης. Γιατί τα συναισθήματα είναι σημαντικά έτσι κι αλλιώς, αρκεί να μπορούμε να τα νιώθουμε και να τα περιγράφουμε.

Κάπως έτσι και φέτος, στην Prallaxi σκεφτήκαμε πως θέλουμε να μιλήσουν για αυτές τις μέρες των γιορτών, οι άνθρωποι και οι ιστορίες τους.

Να μοιραστούν αναμνήσεις, να αναπολήσουν στιγμές και να νιώσουμε κάπως, πως ήμασταν μαζί τους, έστω κι αργά, εκείνη τη μέρα…

Ελένη Θωΐδου, συγγραφέας | “Η εκλεκτή του Αγίου Βασίλη”

Η αγαπημένη μου γιορτή ως παιδί όπως και Περισσοτέρων παιδιών,για τους γνωστούς λόγους. Διακοπές, στολισμός δέντρου, κάλαντα και φυσικά η επίσκεψη του Άγιου Βασίλη.

Στη δίκη μου ιστορία πρωταγωνιστής είναι ο παππούς μου. Κάθε χρόνο στις διακοπές των Χριστουγέννων επισκεπτόμασταν οικογενειακά το χωριό. Ανυπομονούσα για τη στιγμή που θα βρισκόμουν στην αγκαλιά του παππού μου. Δεν χάναμε χρόνο , αμέσως ξεκινούσαμε το του δέντρου και της αυλής, γιατί όπως μου έλεγε ο παππούς: όσο πιο φωτεινό γίνει το σπίτι τόσο πιο εύκολα θα μας βρει ο Άγιος Βασίλης .

Τα βραδιά μαζευόμασταν γύρω του , μαζί με τα ξαδέρφια μου για να ακούσουμε τα παραμύθια του που κάθε φορά ήταν δια μαγείας διαφορετικά.

Όλα ξεκίνησαν όταν κάποια στιγμή αποκοιμήθηκαν όλοι εκτός από εμένα που περίμενα να ακούσω το τέλος . Τότε με πήρε αγκαλιά ο παππούς μου και ψυθίριστα μου είπε:

Θα να σου πω ένα μυστικό μικρή μου, είσαι η εκλεκτή μου ,γιατί μπορείς να ζεις στο κόσμο των παραμυθιών . Είμαι ο Άγιος Βασίλης…και χρειάζομαι βοηθό. Σοκ! Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Πλέον ζούσα μέσα στο παραμύθι. Είχα παππού τον Άγιο Βασίλη ,ήθελα να το φωνάξω παντού, και μόνον εγώ μπορούσα να τον δω. Η ευτυχία και τα άπειρα παιδικά μου συναισθήματα με κυριαρχούσαν .

Ως βοηθός λοιπόν, του δικού μου Αγίου Βασίλη, ένιωθα σημαντική τις μέρες των Χριστουγέννων.

Ετοιμαζόμουν από νωρίς το πρωί για να πω τα κάλαντα, ενώ ο παππούς με περίμενε με ένα καρότσι γεμάτο από τρόφιμα, γλυκά, ρούχα .

-Έχουμε αποστολή μου έλεγε, μην αργείς και ξεκινούσαμε να επισκεπτόμαστε συγκεκριμένα σπίτια. Όταν άνοιγαν την πόρτα έλεγα γεμάτη χαρά τα κάλαντα , και εκείνος τους πρόσφερε ότι είχαν ανάγκη. Αυτό γινόταν μέχρι να αδειάσει το καρότσι μας . Σαν παιδί φυσικά, τις πρώτες φορές με έπιανε το παράπονο που δεν μάζευα χρήματα όπως όλα τα παιδιά .

Μα με μια αγκαλιά και τα σοφά του λόγια όλα τα ξεχνούσα.

-Να δίνεις μικρή μου, μου έλεγε ,να προσφέρεις ,να βοηθάς αυτούς που έχουν ανάγκη και εσύ θα παίρνεις το πιο ανεκτίμητο δώρο .. την αγάπη.

Μεγαλώνοντας , τα λόγια του δικού Αγίου Βασίλη ,έγιναν τρόπος ζωής. Αισθάνομαι ακόμα βοηθός του και ας έχει φύγει. Συνεχίζω το έργο του , και θα το συνεχίσω μέχρι να εκμυστηρευτώ το μυστικό μας σε άλλον εκλεκτό .

Συνεχίζω να προσφέρω να βοηθάω όχι μόνον στις γιορτές, όποτε μπορώ ώστε να παίρνω αγάπη.

Δεν το κρύβω πως μου λείπει ο δικός Άγιος Βασίλης, μου λείπουν τα παιδικά Χριστούγεννα , ευτυχώς όμως το φίλτρο της αγάπης απαλύνει τη νοσταλγία και τις αναμνήσεις .

Εύχομαι σε όλα τα παιδιά να βρουν το δικό τους άγιο Βασίλη .

Κωνσταντίνος Μωραΐτης, ηθοποιός |  “Εκείνα τα Χριστούγεννα που παίζαμε χιονοπόλεμο…”

Σέρρες 2001, πρώτη γυμνασίου και τα σχολεία κλείνουν νωρίτερα λόγω χιονιά. Είχε ρίξει τόσο πολύ χιόνι που δεν ξέρω αν έχω ξαναδεί τόσο πολύ από τότε. Κλείνουν τα σχολεία και μου λέει η μητέρα μου την άλλη μέρα το πρωί να πάμε να παίξουμε. Σκέφτομαι μέσα μου, μα έχει χιόνια δεν θα κυκλοφορεί ψύχη!

Ήθελα να κοιμηθώ.

Ντύνομαι και με το που βγαίνουμε από το σπίτι, βλέπω μια πόλη κάτασπρη και παρά πολύ κόσμο να παίζει χιονοπόλεμο. Το χιόνι δημιουργεί μια ησυχία, δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, οι φωνές είναι ελάχιστες, κάτι σαν μόνωση του ήχου. Γέλια παντού σαν να υπήρξε ένα άτυπο ραντεβού όλης της πόλης! Σαν να συμφώνησαν να παίξουν όλοι μαζί σήμερα και να είναι και χαρούμενοι! Ήταν η τελευταία φορά στην ενήλικη ζωή μου που έπαιξα χιονοπόλεμο με την μητέρα μου.

Ίσως γιατί μετά μπαίνει ο άνθρωπος σε μια φάση της ζωής του που θέλει να το παίζει σοβαρός, μεγάλος, που σκέφτεται τι θα πει ο κόσμος, που τον αφορά η εικόνα του. Η τελευταία μου, λοιπόν, ανάμνηση σαν παιδί πριν γινω μεγάλος, ήταν εκείνα τα Χριστούγεννα που παίζαμε χιονοπόλεμο, που πέφταμε, γελάγαμε δυνατά και φτιάχναμε μεγάλες μπάλες σε μια πόλη γεμάτη κόσμο, σε μια πόλη όμορφη, κάτασπρη που έγινε μια πόλη γεμάτη παιδιά, που εγώ ήμουν ακόμα παιδί.

Το παιχνίδι, έτσι και αλλιώς, σε κάνει και ζεις κυριολεκτικά την στιγμή. Που όταν τελειώνει, ακόμα και αν φοράς γάντια, δεν νιώθεις τα χέρια και τα  πόδια σου από το κρύο και το χιόνι.. αλλά γελάς. Εκεί που ο πόνος γίνεται γέλιο, λοιπόν, που το γέλιο νικάει τον πόνο, που η στιγμή γίνεται, όχι μια ακόμη μέρα αλλά ανάμνηση αιώνια. Που γυρνάς σπίτι και σε περιμένει ο πατέρας σου με στεγνά ρούχα.

Βαρβάρα Δουμανίδου, ηθοποιός | “Τα κλισέ, που μας είναι απαραίτητα”

Όταν μου ζητήθηκε να γράψω για μια Χριστουγεννιάτικη ανάμνηση σχεδόν σκάλωσα. Δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα φοβερά συναρπαστικό. Είναι επειδή πάντα στη ζωή μου ζω το Απόλυτο Τώρα; Είναι γιατί μου λείπει κάποιο ένζυμο και δεν μπορώ να θυμηθώ τη Χαρά; Το σίγουρο είναι πως μου ήρθαν αρκετές αναμνήσεις. Εκείνα τα Χριστούγεννα που σαν έφηβη χόρευα στις ντίσκο σαν άγριο παγώνι (που έλεγαν και οι Κατσιμίχα) λίγο αργότερα που ο χαρακτήρας μου άλλαξε ξαφνικά και περνούσα τις γιορτές με ποίηση και μουσική, κλεισμένη στο δωμάτιο μου. Εκείνη την αλλαγή του χρόνου, που κοιμήθηκα από τις 21:00 γιατί ήμουν εξουθενωμένη από το βιβλιοπωλείο που δούλευα. Εκείνα τα ωραία, καμένα χρόνια της νιότης μας, που τριγυρνούσαμε παραμονές, όλη μέρα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, με ένα κρασί στο χέρι, από μπαρ σε μπαρ και μας έβρισκε η πρωτοχρονιά στους δρόμους. Τα χρόνια μας με τον Ηλία που ταξιδεύουμε σε ένα σωρό υπέροχες χώρες. Την τελευταία Πρωτοχρονιά που πέρασα με τον πατέρα μου.

Κάποιος θα έλεγε, μα δεν είναι ωραίες αναμνήσεις αυτές; Φυσικά είναι και δεν είμαι αχάριστη. Μεγαλώνοντας όμως αρχίζεις και νιώθεις πως οι γιορτινές μέρες, δεν πρέπει να αφορούν αποκλειστικά εσένα. Κάθε μέρα μας, πρέπει να είναι ένα απλωμένο χέρι στον κόσμο. Θυμάμαι για πολλά χρόνια Πρωτοχρονιές, έβγαινα με τις φόρμες αργά το βράδυ και τάιζα τα τρομοκρατημένα από τα πυροτεχνήματα, αδέσποτα, σε άλλες γειτονιές εκτός από τη δική μου. Και μου δίνει πολλή χαρά, που χρόνια τώρα με τους Thespians φτιάχνουμε πακετάκια με ζεστές χριστουγεννιάτικες κάλτσες και σοκολατάκια και τα μοιράζουμε στους ανθρώπους της πόλης που έχουν ανάγκη από λίγο νοιάξιμο.

Ξέρω ακούγεται κλισέ ότι τα Χριστούγεννα είναι ημέρες Αγάπης. Δεν πειράζει. Κάποια κλισέ, μας είναι απαραίτητα. Καλές γιορτές!

Αλέξανδρος Καπετάνου, εικαστικός |”Είσαι όντως ο Αη Βασίλης;”

Κάθε άτομο έχει να διηγηθεί και μια ξεχωριστή ιστορία από το πνεύμα των Χριστουγέννων, όπως το ζει διαχρονικά ανάμεσα σε μυρωδιές, δώρα, αγκαλιές και τα δικά του πρόσωπα. Όταν φέρνω στο νου μου τα Χριστούγεννα, γεννώνται μέσα μου αισθήματα που γαργαλούν τις παιδικές μου αναμνήσεις, τα βιώματα και τις σκέψεις χρόνων -οικογενειακές και φιλικές-, που χορεύουν ανάκατες μέσα στη ψυχή μου. Μια από αυτές ξεπήδησε και πήρε τη θέση της σε αυτή τη σελίδα.

Ήταν 6 η ώρα το πρωί, ανήμερα Πρωτοχρονιάς, εγώ στην ηλικία του παιδικού σταθμού, μαζί με τον δίδυμο αδερφό μου Δημήτρη στη κουζίνα του διαμερίσματος της γιαγιάς, όταν ξάφνου ακούω την εξώπορτα να ανοίγει δειλά δειλά. Πίσω από την πόρτα ξεπρόβαλλε μια σπάνια και ξεχωριστή φιγούρα, αυτή του Αη Βασίλη. Πεταχτήκαμε βιαστικά και ορμήσαμε προς τη πόρτα, με τη γιαγιά να βγαίνει και αυτή στη σέντρα για να τον προστατέψει. Ο Αη Βασίλης είχε κάτι το οικείο και το ανοίκειο συνάμα πάνω του. Απ’ τη μια η στολή, αλλά απ’ την άλλη τα μπλε βαμμένα με μολύβι μάτια του μαρτυρούσαν κάτι παραπάνω από γνωστό. Μεγάλα, εντυπωσιακά και συναισθηματικά στρογγυλά μάτια. Τραβούσαμε με παιδική αυθάδεια πότε το παντελόνι του, πότε το σκούφο και φωνάζαμε «γιαγιά δεν είναι ο Αη Βασίλης! Έχει βαμμένα μπλε τα μάτια!», με την ίδια να λέει «όχι παιδιά, ο Αη Βασίλης βάφει τα μάτια του» και «μη βγάζετε το σκουφί του, θα παγώσει», ενώ με σβέλτους ρυθμούς το μυστήριο αυτό πλάσμα εξαφανίστηκε, όπως ήρθε απ’ τη πόρτα.

Έξι χρόνια μετά, στις γιορτινές μέρες, προετοιμάζουμε τα χριστουγεννιάτικα ψώνια. Σταματώντας έξω απ’ το κοντινότερο σούπερ μάρκετ, και χωρίς να βρίσκουμε να παρκάρουμε, το αυτοκίνητο που επιβαίναμε ανάβει αλάρμ. Μας στέλνουν εμένα και τον Δημήτρη να πάρουμε τα ψώνια που έχει ετοιμάσει ο πωλητής, δίνοντάς μας μάλιστα το πράσινο εκατοστάευρω -που πρώτη φορά πιάναμε στα χέρια μας- λέγοντάς μας «ξέρει ο υπεύθυνος».  Μπήκαμε σβέλτοι μη τυχόν και έρθει άλλο αυτοκίνητο από πίσω, πήραμε τα ψώνια και κατευθυνόμενοι προς το ταμείο συναντήσαμε μπροστά μας δυο πανέμορφα και καλοσχεδιασμένα ρετρό αυτοκίνητα μινιατούρες -ένα γαλάζιο και ένα κόκκινο- που όμως κόστιζαν από ένα εικοσάευρω το καθένα. Χωρίς να το πολύ σκεφτούμε, βρέθηκαν στο αυτοκίνητο μαζί με τα φαγώσιμα. Είχαμε όντως προλάβει να μην έρθει άλλο αυτοκίνητο. Μπαίνοντας στα πίσω καθίσματα και δίνοντας τα ρέστα με την απόδειξη, χωρίς να υπολογίσουμε ότι αναγραφόταν εκεί η αγορά τους, ακούσαμε «μόνο αυτά σας έδωσε;» Ο φόβος μας είχε φτάσει στο πικ του. Τι θα ακολουθούσε άραγε; Νεύρα; Γκρίνια; Φωνές; Τι; Γυρνώντας προς τα πίσω καθίσματα και το μέρος μας, τα δυο μεγάλα και βαμμένα μπλε μάτια είπαν «Αυτά είναι και τα δώρα του Αη Βασίλη για φέτος».

Τελικά ήσουν όντως ο Αη Βασίλης μας μαμά…

Άγγελος Κάλφας, Creative Director & Content Creator | “Το αόρατο ξωτικό”

Τα Χριστούγεννα – λένε – είναι επαφή.

Δεν μπορώ να ξεχάσω.

Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνα τα Χριστούγεννα.

Δεν θα σου πω χρονολογία γιατί για εσένα δεν έχει σημασία.

Εκείνα τα Χριστούγεννα ένα αόρατο ξωτικό με κράτησε μακριά από τους ανθρώπους μου.

Εκείνα τα Χριστούγεννα ήθελα την επαφή.

Αλλά δεν μπορούσα.

Δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι.

Δεν μπορούσα να ξεφύγω από την ψυχή μου και από τα εμπόδια που μου έβαζε ο εγκέφαλός μου.

Είχα καταλήξει να μη ξέρω ποιος είμαι, που πηγαίνω, τι κάνω.

Ήμουν μακριά.

Μακριά από φίλους και φίλες, μακριά από την οικογένεια μου. Μακριά και από τον τότε άνθρωπό μου.

Μόλις είχαμε χωρίσει. Δύσκολος χωρισμός.

Εκείνα τα Χριστούγεννα και εκείνη την Πρωτοχρονιά ήμουν ολομόναχος στο σπίτι.

Ο σκύλος και ο γάτος δεν μπορούσαν να γεμίσουν τις άδειες καρέκλες στην τραπεζαρία.

Οι ευχές ταξίδεψαν μονάχα διαδικτυακά , τα φιλιά στάλθηκαν από μακριά.

Θυμάμαι να ακούω κάποια ξεθωριασμένα πυροτεχνήματα από μακριά και να βλέπω απλά το φως τους να αντανακλά στο παράθυρό μου.

Θυμάμαι πόσο περίεργα ένιωθα που δεν φίλησα κανέναν άνθρωπο τότε, δεν αγκαλιάστηκα με κανέναν, δεν μοιράστηκα την αγωνία για το ποιο άτομο θα κερδίσει το φλουρί, δεν γέλασα μεθυσμένα, δεν έπαιξα.

Ήταν δύσκολο το γεγονός πως το πρώτο ξημέρωμα του νέου χρόνου δεν με βρήκε σφιχτά δεμένο με όσους αγαπώ και με αγαπούν.

Θυμάμαι εκείνη την συγκινημένη φωνή στην άλλη άκρη του τηλεφώνου να μου λέει:

”Του χρόνου αγκαλιά. Μου το υπόσχεσαι;”.

Πώς υπόσχεσαι κάτι, το οποίο ούτε εσύ ο ίδιος γνωρίζεις αν μπορείς να τηρήσεις;

Δεν γίνεται να ξεχάσω εκείνα τα Χριστούγεννα.

Είναι το δικό μου ορόσημο.

Για να μάθω να με εκτιμώ και να μη θεωρώ τίποτα δεδομένο. Γιατί αμέσως μόλις τελείωσαν εκείνα τα Χριστούγεννα, έκανα το βήμα και ξεκίνησα την πορεία μου για να μάθω ποιο ήταν εκείνο το αόρατο ξωτικό.

Εκείνο το αόρατο ξωτικό που με κράτησε μέρες ατελείωτες στο κρεβάτι, που με γέμισε νύχτες που ευχόμουν να μη ξημερώσει. Εκείνο το ξωτικό που με έκανε να αποφεύγω να ανταλλάξω ευχές τηλεφωνικά γιατί δεν είχα τη δύναμη να κρύψω την βραχνιασμένη μου φωνή από το κλάμα.

Και δεν ήθελα κανένας δικός μου άνθρωπος να με ακούσει έτσι. Ήξεραν. Ένιωθαν. Προσπαθούσαν.

Δεν δεχόμουν καμία βοήθεια.

Εκείνα τα Χριστούγεννα ήταν η αφορμή για να έρθω σε επαφή. Με εμένα.

Και από εκείνα τα Χριστούγεννα και έπειτα, στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μου, ανάμεσα στα στολίδια βάζω και φωτογραφίες.

Με πρόσωπα οικεία.

Για να φωτίζονται από τα λαμπάκια και να μου θυμίζουν πως αυτός ο κόσμος ήταν, είναι και θα είναι πολύχρωμος.

Όσες γκρίζες περιόδους και αν περάσει.

Αλεξάνδρα Σταμούλη, ηθοποιός | “Άφυτος”

Τα Χριστούγεννα μου θυμίζουν το χωριό μου και τους ανθρώπους μου. Μου φέρνουν στο μυαλό μια αίσθηση θαλπωρής και αγάπης. Και διακοπών. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Κάθε Χριστούγεννα τα περνάω στην Άφυτο, το χωριό μου στην Χαλκιδική. Φέτος θα βρίσκομαι μακριά από το πέτρινο σπιτάκι μας και το τζάκι που πάντα ήταν αναμμένο αυτές τις μέρες. Μάλλον δεν θα δω «Μόνος στο σπίτι» όπως έκανα πάντα ως κλασικό ’90s παιδί. Δεν θα πιω ζεστή σοκολάτα σε δύο λεπτά και δεν θα με πονάει η κοιλιά μετά. Αλλά είναι μια καλή ευκαιρία να θυμηθώ τα προηγούμενα Χριστούγεννα και να δω φωτογραφίες. Βέβαια είναι μεγάλη κουβέντα το «να θυμηθώ» γιατί έχω μεγάλη δυσκολία σε αυτό.

Οι αναμνήσεις μου πολλές φορές είναι ψεύτικες, φτιαγμένες από μένα. Ωστόσο, θυμάμαι καθαρά εκείνην την μυρωδιά του χριστουγεννιάτικου δέντρου που καθόλου δεν μου άρεζε (ναι, με ζήτα). Θυμάμαι καθαρά τα κεφτεδάκια της γιαγιάς Ευρυδίκης και τα τραγούδια μετά. Μέχρι που έπεφτε το «που ‘σαι Θανάση». Εκεί υπήρχε βουβαμάρα… «Γιορτές πληγές» βλέπεις… Α! Θυμάμαι το αγαπημένο μου δώρο! Ένα ροζ αυτοκίνητο -σκαραβαίος ήτανε- της Barbie! Το έχω ακόμα. Άραγε, πότε σταμάτησα να λέω την ατάκα “I made my family disappear?”; Τέλος πάντων. Χριστούγεννα θα πει Δέσποινα Βανδή και μελομακάρονα. Για να τελειώσει εδώ το ζήτημα.

Καλά Χριστούγεννα σε όλους, με αγάπη!

Νικολία Πανίδου, συγγραφέας | “Μικρές φλογίτσες που ζεσταίνουν τα μέσα μου”

Από την παρουσίαση του βιβλίου της “Στην ανατολή μιας ανάμνησης” (Εκδόσεις ΕΞΙ)

Μα είναι δυνατόν; Πόσο δύσκολο είναι να γίνει επιτέλους το φαγητό;  Δεν είναι ότι παλεύω πολλές ώρες, είναι που δεν με λες και δεινή μαγείρισσα. Κι αποφάσισα φέτος να κάνω τραπέζι και μάλιστα πρωτοχρονιάτικο! Ότι θα βγει νόστιμο, είμαι σίγουρη. Είμαι καλή στο να ακολουθώ σαφείς οδηγίες. Απλώς δεν περίμενα το πόση πολλή ώρα θα χρειαστώ. Έχει πάει αισίως οχτώ κι εγώ κοιτάζω τα απλωμένα φωτάκια στο μπαλκόνι που αναβοσβήνουν. Φέτος τα αγοράσαμε, ούτε όταν ήμουν παιδί στολίζαμε έξω από το σπίτι. Υποτίθεται βέβαια, πως κοιτάω και τον φούρνο μήπως αποφασίσει το κοτόπουλο να φύγει από εκεί μέσα, αλλά αυτό είναι το άλλοθι μου.

Τόσα χρόνια, η παραμονή πρωτοχρονιάς ήταν μία μέρα γιορτής από τις δώδεκα το μεσημέρι. Συναντήσεις με φίλους στο κέντρο της πόλης, σε πολλά διαφορετικά μαγαζιά και χορός. Μία συνεχόμενη διασκέδαση ή μάλλον ένας συνεχόμενος τρόπος να ξορκίσουμε όλα τα κακά της προηγούμενης  χρονιάς και να υποδεχθούμε με χαρά την επόμενη.  Φέτος δεν ξέρω τι άλλαξε. Ούτε γιατί.

Είναι κι αυτά τα φωτάκια που μου αποσπούν την προσοχή. Φυσάει κι ο αέρας τα κάνει να κουνιούνται. Έτσι, πότε φέγγει το χρυσό μαζί με το κόκκινο, πότε το πράσινο  με το κόκκινο και έχουν γενικά μία δική τους συνέχεια. Τα χαζεύω καθώς πίνω λίγο κρασί που έχω βάλει στον εαυτό μου. Μου αξίζει με τέτοια προσπάθεια που καταβάλω για να μαγειρέψω.

Εν τω μεταξύ, αυτά τα φωτάκια όσο τα κοιτώ, τόσο μοιάζουν με τους ανθρώπους που έχουν περάσει από την ζωή μου. Ανθρώπους που ήρθαν για  λίγο κι έφυγαν ή κρύφτηκαν ή χάθηκαν. Ανθρώπους που τους περίμενα για να μου φωτίσουν τις μέρες και άλλους που μόλις φύσηξε, έσβησαν σαν να ήταν από κερί. Και στο τέλος, τα φωτάκια που παραμένουν αναμμένα, είναι αυτά που στολίζουν τα Χριστούγεννα. Γιατί μ αρέσουν τα φωτάκια, όχι μόνο αυτά του μπαλκονιού μα και του δέντρου. Μικρές φλογίτσες που ζεσταίνουν τα μέσα μου. Φαντάσου πόσο θα τρέχε ο λογισμός μου αν στο σπίτι είχα και τζάκι…

Έτοιμο το κοτόπουλο. Έμεινε να βάλω στο φούρνο το επόμενο ταψί και να ετοιμάσω  τα συνοδευτικά. Μετά θα τα απλώσω όλα στο τραπέζι στις πιατέλες που άρεσαν στη γιαγιά. Κατάλευκες μ ένα μικρό σχεδιάκι στις άκρες τους. Έχω διαλέξει και όλες τις χαρτοπετσέτες, όλα τα μικρά μπιχλιμπίδια για τον καθένα και φυσικά από ένα γούρι. Φέτος, για πρώτη φορά, όλα τα νιώθω όπως όταν ήμουν παιδί. Να ετοιμάζονται για να γίνουμε εμείς μια αγκαλιά. Σφιχτή. Σιχαίνομαι τις προσποιητές αγκαλιές.

Γι’ αυτό είμαι σπίτι απόψε. Γιατί οι άνθρωποι μου, θα έρθουν σε λίγο να γεμίσουν όλο το σαλόνι και όλη την ψυχή μου. Και δεν θα φύγουν  μέχρι να ξημερώσει. Γιατί μόνο τότε, σβήνουν τα φωτάκια…

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα