Η εφηβεία και οι προκλήσεις της
Με ποιον τρόπο μπορούν να βοηθήσουν οι γονείς;
Λέξεις: Αννίτα Βλαχοπούλου
Η εφηβεία είναι μια ηλικία μετάβασης όπου ο άνθρωπος καλείται να αφήσει σιγά σιγά την παιδική ηλικία και να προχωρήσει προς την ενηλικίωση έχοντας ως κεντρικό στοιχείο την Ήβη. Πρόκειται για μία μακρά χρονική περίοδο που περιλαμβάνει ένα σύνολο αλλαγών σε τέσσερις βασικούς τομείς ανάπτυξης: το σωματικό, γνωστικό, συναισθηματικό και κοινωνικό. Οι έφηβοι καλούνται να αφήσουν σιγά, σιγά την οικογενειακή προστασία μεταβαίνοντας στην αυτονομία και την ωρίμανση.
Ηλικία και εφηβεία:
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) η εφηβεία ηλικιακά ορίζεται μεταξύ των 11 – 19 ετών και η ανάπτυξη του εφήβου διακρίνεται σε τρία ηλικιακά ορόσημα, την: πρώιμη εφηβεία: 11 – 14 ετών μέση εφηβεία: 15 – 17 ετών όψιμη εφηβεία: > 17 ετών
Ποιες σωματικές αλλαγές συμβαίνουν κατά την περίοδο της εφηβείας;
Από την ηλικία των 10 ετών και μετά ξεκινάει η περίοδος της Ήβης, τόσο στο αγόρι, όσο και στο κορίτσι. Οι σεξουαλικές ορμόνες αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους και αυτό συνεπάγεται την απελευθέρωση νευροχημικών ουσιών και σεξουαλικών παρορμήσεων. Η τεστοστερόνη αρχίζει να παράγεται στο σώμα του αγοριού και αντίστοιχα τα οιστρογόνα στο σώμα του κοριτσιού, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του εμμηνορυσιακού της κύκλου. Η τριχοφυΐα αρχίζει να κάνει την εμφάνισή της σε διάφορα σημεία του σώματος ενώ άλλα σημεία διογκώνονται, όπως είναι τα γεννητικά όργανα και οι μαστοί. Έτσι, το σώμα σιγά σιγά αλλάζει παίρνοντας ενήλικη μορφή. Αυτό το «αυξητικό τίναγμα» διαταράσσει τη βασική ισορροπία του εφήβου προκαλώντας του ένα δυσάρεστο αίσθημα μειονεξίας, με αποτέλεσμα να στρέφεται κυρίως στην εικόνα του σώματός του και στις αλλαγές που του συμβαίνουν.
Ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη
Η εφηβεία είναι η περίοδος που ξυπνά μέσα στο άτομο το ερωτικό ενδιαφέρον και η ανακάλυψη της σεξουαλικής ζωής και αυτό τον ωθεί στην προσπάθεια να δημιουργήσει σχέσεις.
Τι συμβαίνει σε γνωστικό επίπεδο κατά την περίοδο της εφηβείας;
Οι έφηβοι ζουν ένα παράδοξο, καθώς από τη μία κυριαρχούν οι διαδικασίες ωρίμανσης και βελτίωσης όσον αφορά τη γνώση και την λήψη αποφάσεων, ενώ από την άλλη προβαίνουν σε συμπεριφορές ρίσκου, παρορμητισμού και έκθεσης σε υπαρκτό κίνδυνο. Ο εγκέφαλος των εφήβων συνεχώς εξελίσσεται και ο προμετωπιαίος φλοιός αρχίζει να διαμορφώνεται, με αποτέλεσμα να λαμβάνουν μεν αποφάσεις, χωρίς όμως να είναι πάντα οι κατάλληλες, μια και δεν μπορούν ακόμα να εκτιμήσουν και να αναλογιστούν επαρκώς τις συνέπειες.
Τι συμβαίνει στους εφήβους σε ψυχολογικό και συμπεριφορικό επίπεδο;
Η εφηβεία θεωρείται μια περίοδος κρίσης ταυτότητας, επανάστασης και μεγάλης αναστάτωσης, χαρακτηριζόμενη από διαφορετική κουλτούρα, έχοντας λίγα κοινά χαρακτηριστικά με την υπόλοιπη κοινωνία (Coleman, 1961). Το παιδί αγωνίζεται για ανεξαρτησία προσπαθώντας παράλληλα να βρει τη δική του προσωπικότητα.
Πρόκειται για μία περίοδο έντονων και αντιφατικών συναισθημάτων, καθώς ο έφηβος κυριαρχείται από ανασφάλεια η οποία οδηγεί σε φόβους, εκρήξεις θυμού και αντιδραστική συμπεριφορά. Επιπλέον, προκύπτουν αρκετά «πρωτόγνωρες» καταστάσεις τις οποίες δεν γνωρίζει με ποιον τρόπο να τις αντιμετωπίσει. Είναι όμως αρκετά σημαντικό να τολμήσει, να πειραματιστεί, αλλά και να αντιπαρατεθεί, με σκοπό να μπορέσει να βρει τις δικές του συντεταγμένες, να ορίσει τη δική του σεξουαλικότητα, κοινωνικότητα και δημιουργικότητα.
Πρόκειται για μια επίπονη διαδικασία που όμως μέσω αυτής θα μπορέσει να επεξεργαστεί και να κατασκευάσει γνώση, ώστε να καταφέρει να δεχτεί τις αλλαγές στο σώμα του, διαμορφώνοντας μια καινούρια σχέση με αυτό, με τον κόσμο και τους άλλους.
Ο έφηβος προσπαθεί να αποκοπεί από τους πρώιμους αλλοτριωτικούς δεσμούς προσπαθώντας να ελέγξει την πραγματικότητά του και να απαλλαγεί από την αδιάκοπη άσκηση κυριαρχίας των γονιών του. Η αποτυχία αυτής της μετάβασης μπορεί να οδηγήσει σε εξαρτήσεις και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, καθώς αναζητά τον τρόπο να επιβιώσει στην εξωτερική του πραγματικότητα σε συνάρτηση με την εσωτερική του αναταραχή και διαμόρφωση σωματικών ορίων.
Συχνά οι έφηβοι φαντασιώνονται την καταστροφή των εσωτερικών γονεικών μορφών αλλά επειδή η φαντασίωση αυτή περιέχει και ενοχή, στρέφονται προς τη δική τους αυτοκαταστροφή. Οι γονείς καλούνται να ανταπεξέλθουν και να επιβιώσουν από την επίθεση αυτή.
Πώς αντιμετωπίζουν οι γονείς αυτή την πρόκληση;
Οι συγκρούσεις μοιάζουν οδυνηρές καθώς οι έφηβοι παλεύουν με ζητήματα ελευθερίας και κτητικότητας, ειλικρίνειας και εξαπάτησης, εμπιστοσύνης και ζήλιας. Είναι σημαντικό για τους γονείς να είναι ενήμεροι όσον αφορά τέτοιου είδους εντάσεις, προκειμένου να μπορέσουν να καταλάβουν και να αισθανθούν την πολυπλοκότητα των ζητημάτων που αντιμετωπίζει ο γιος ή η κόρη τους.
Ο γονιός που είναι απορριπτικός και μη επιτρεπτικός καλό θα ήταν να αναρωτηθεί: Τι καταφέρνει με αυτό;
Ποιοι είναι οι λόγοι που πιέζει το παιδί του;
Ποιο το κόστος και τι εξυπηρετεί αυτό;
Πώς λειτουργεί;
Ποιες αξίες του γονιού ταρακουνιούνται;
Ο έφηβος χρειάζεται να μάθει να αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του και αυτό θα του το δείξει ο γονιός με τη στάση του και με το να συζητάει μαζί του το κόστος και το όφελος των πράξεων του.
Ο γονιός χρειάζεται να ορίσει ένα πλαίσιο που είναι αδιαπραγμάτευτο και σταθερό. Δίνει στο παιδί διάφορες εναλλακτικές που θα έχει η απόφαση που θα πάρει.
«Αποφάσισες αλλά πρέπει να αναλάβεις την ευθύνη και να το επιδιορθώσεις». «Κάπου θα συναντήσεις ένα κόστος. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα».
Συνεπώς, θα πρέπει ο έφηβος να αναλογιστεί και να αναλάβει την ευθύνη –κόστος –συνέπειες.
Που χρειάζεται να βάλει ο γονιός όρια και που όχι; Μέχρι ποιο σημείο;
Διατηρεί μια ανοιχτή επικοινωνία αναρωτώμενος που έχει επιρροή και που όχι, π.χ.
«Φυσικά θα μπορείς να βγαίνεις βόλτα με τους φίλους σου, όμως όσο ζεις στο ίδιο σπίτι δεν θα έρχεσαι ό,τι ώρα θέλεις!»
Όσον αφορά το κάπνισμα χρειάζεται ο γονιός να συζητήσει με τον έφηβο και να μιλήσει για τις δικές του εμπειρίες. Ερωτήσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη συνειδητοποίηση της πράξης του:
«Τι καλό βρίσκεις σε αυτό;» «Γιατί το χρειάζεσαι;» «Πώς σου φαίνεται και πώς σε βοηθάει;» «Ποιοι άλλοι τρόποι, πιο υγιεινοί, υπάρχουν για να ανακουφιστείς;» «Ποιο θα είναι το κόστος και ποιο το όφελος αν συνεχίσεις να καπνίζεις;»
Πώς θα μπορούσε λοιπόν το παιδί να γίνει πιο υπεύθυνο; Διερευνούνε μαζί τους πιθανούς κινδύνους και ορίζουν το τι μπορούν να κάνουν και τι όχι. Ο γονιός εκφράζει τη γνώμη του, βλέπουν μαζί ντοκιμαντέρ και το ενθαρρύνει να μιλήσει γι’ αυτό.
Ενίσχυση αυτονομίας –ανάπτυξη ευθύνης:
Καλό θα ήταν να σκεφτεί ο γονιός τι του αναλογεί και τι όχι, καθώς το παιδί του είναι ένας διαφορετικός άνθρωπος, με τις δικές του ανάγκες, επιθυμίες, φόβους και ανησυχίες. Συνεπώς, δεν μπορεί να τα ελέγξει όλα. Υπάρχει μία περιοχή που δεν ελέγχεται. Ας αναλογιστεί λοιπόν τι μπορεί να ελέγξει και τι όχι. Το να λειτουργεί απαγορευτικά θα οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα.
Η ανησυχία που αισθάνονται οι γονείς είναι κοινή και δεν θα διαρκέσει για πάντα. Είναι το αποτέλεσμα ενός φυσικού ενστίκτου ότι ως γονείς πρέπει να προστατεύουν τα παιδιά τους από επικίνδυνες καταστάσεις, όπως π.χ. προβλήματα που σχετίζονται με κοινωνικές και πρόωρες σεξουαλικές σχέσεις, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, βία, κακοποίηση, εμπλοκή με ουσίες, κλπ. Ωστόσο, χρειάζεται να είναι σε θέση να εντοπίζουν πότε θα πρέπει να θέτουν αυστηρά όρια για να προστατεύσουν τα παιδιά τους από επικίνδυνες καταστάσεις και πότε να κρατήσουν μια απόσταση ώστε να μπουν στη διαδικασία να αναζητήσουν μόνα τους τις λύσεις για τα προβλήματά τους. Συνήθως, πίσω από κάθε πρόβλημα των παιδιών πυροδοτούνται ανασφάλειες των γονιών σχετικά με τον τρόπο διαπαιδαγώγησης, όπως η ανησυχία για το αν πράττουν σωστά και αν είναι όντως καλοί γονείς.
Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα δεν ξέρουν τι ακριβώς να κάνουν. Χρειάζεται να αναρωτιούνται οι ίδιοι τι είναι αυτό που τους δημιούργησε συναισθήματα θυμού, φόβου, ανησυχίας και στεναχώριας, με σκοπό να μάθουν να τα εντοπίζουν και να τα διαχειρίζονται χωρίς αυτά να παρεμβαίνουν στη σχέση τους με τα παιδιά τους. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσουν να τα καθοδηγήσουν και να δημιουργήσουν μια πιο σταθερή σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους. Είναι ευθύνη τους να βοηθήσουν στην οικοδόμηση της αυτοεκτίμησης του παιδιού τους και αυτό θα γίνει εφόσον έχουν χτίσει ο ίδιοι τη δική τους αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση.
Σε γενικές γραμμές, φαίνεται πως είναι περισσότερο βοηθητικό να υιοθετούν έναν περισσότερο υποστηρικτικό ρόλο παρά μία στάση εναντίωσης και απαγόρευσης. Χρειάζεται ως γονείς να λειτουργούν ως χρήσιμα στηρίγματα καθώς οι έφηβοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την πολυπλοκότητα και τις προκλήσεις της κρίσιμης αυτής ηλικιακής φάσης.
*Η Αννίτα Βλαχοπούλου είναι Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια