Ήσουν νέος μεταξύ ’75-’85; Τα θυμάσαι;
Λένε πως η νοσταλγία είναι αντίδοτο στην αβεβαιότητα του μέλλοντος. Ωστόσο, η μόδα επαναφέρει τάσεις με κινήσεις ανακυκλωτικές σε προηγούμενες δεκαετίες και επιβάλλει πράγματα που θα κινδύνευαν με γενικευμένο delete.
Oι συζητήσεις σε περιόδους συναισθηματικών κρίσεων άγχους μας οδηγούν συνήθως στο χτες, μας μετατρέπουν σε νοσταλγούς των χρόνων της αθωότητας. Λένε πως η νοσταλγία είναι αντίδοτο στην αβεβαιότητα του μέλλοντος. Ωστόσο, η μόδα επαναφέρει τάσεις με κινήσεις ανακύκλωσης σε προηγούμενες δεκαετίες και επιβάλλει πράγματα που θα κινδύνευαν με γενικευμένο delete. Νοσταλγία από φόβο ή απλά μάρκετινγκ;
Όπως και να ‘χει, μας αρέσει να θυμόμαστε αυτά που χρωμάτισαν τα καλύτερά μας χρόνια. Έφυγαν και άφησαν πίσω ένα άλμπουμ αναμνήσεων, για τον καθένα διαφορετικό, όμως κάποιες σελίδες συμπίπτουν. Σε όσους πέρασαν εφηβεία και νιότη γύρω στο ’75 – ’85, τα παρακάτω κάτι θα έχουν να πουν…
Μπαντάνα
Κάποιο από τα πρώτα καλοκαίρια του ’80, έσκασαν μύτη στις παραλίες οι άντρες με τα μαντίλια στα κεφάλια. Πράσινα και κόκκινα. Μετά, δεν χρειάστηκε πολύ, για να βάλουμε την μπαντάνα στη ζωή μας. Αρχικά στις τσέπες των Χέβι μέταλ συγκροτημάτων, του Όζι Όσμπορν, των Def Lepard και του Νίκου Παπάζογλου, έγινε σήμα κατατεθέν και αργότερα αξεσουάρ μόδας.
Καμία σχέση με τηv αρχική της εμφάνιση στο Γουέστ, όταν έκρυβε το στόμα των καουμπόηδων, κατά τη διάρκεια πλοκών. Ένα μικρό τετράγωνο κομμάτι ύφασμα έδινε χρώμα στις παραλίες της Σαντορίνης το ’88, ή κρεμόταν από τηv κωλοτσέπη του πετροπλυμένου μου τζιν στη συναυλία των Pink Floyd ή με προστάτευε από τον ήλιο, όταν αποφάσισα να ξυρίσω το κεφάλι μου, έτσι για ανατροπή…
Χάµπουργκερ
Όταν άνοιξε το πρώτο «Goody’s» στην Κούσκουρα, το Χάμπουργκερ κόστιζε 21 δραχμές. Κατεβαίνοντας τα Σαββατόβραδα 6-9 το απόγευμα, παραγγέλναμε πατάτες και κόκα κόλα και νιώθαμε πολίτες του κόσμου, του κόσμου που μας είχε μάθει το σινεμά στις αμερικάνικες ταινίες. Το χάμπουργκερ για δεκαετίες ήταν ολόκληρο λάιφσταϊλ. Ήταν το πέρασμα στο Λος Άντζελες, τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο, ήταν η σαββατιάτικη έξοδος, ήταν το εγώ, όταν θα μεγαλώσω, θα κατακτήσω τον κόσμο και όλες τις γκόμενες. Αργότερα, έγινε πρόχειρο φαγητό, βλαβερή συνήθεια, αμερικανιά απλά. Για μιάμιση δεκαετία, όμως ήταν τρόπος να λες, κοιτάξτε με, άνετα θα μπορούσα να ζω στο Σικάγο.
Γκόθικ και ανδρόγυνο
Το καλοκαίρι του ’84, γνώρισα μια παρέα στην Αθήνα, που με πήγε σε ένα πάρτι. Αγόρια και κορίτσια ήταν όλα ντυμένα σαν τις βαμπίρ ντίβες του παλιού Xόλιγoυvτ. Μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια, χείλια βαμμένα σαν ματωμένα, κατάμαυρα ρούχα, στα πλατό μονάχα Siouxsie and the Banshees, Cure και πεσιμισμός. Νεορομαντικοί με μόνιμη μελαγχολική διάθεση, έρχονταν σε απόλυτη σύγκρουση με ένα άλλο είδος ιδιότυπου καρναβαλιού, που έσκασε την επόμενη χρονιά με τον ερχομό του Βoy George. Ανδρόγυνο look, έντονο μακιγιάζ που πολλοί το ξεπατίκωναν από ένα βιβλίο, που ο ίδιος είχε εκδώσει, και κράξιμο. Στο «Rock in Athens» έπεσαν τενεκεδάκια. Οι οπαδοί του, όμως δεν το έβαλαν κάτω και μας διασκέδαζαν µε τις εµφανίσεις τους για καιρό. Κυρίως µε extreme εµφανίσεις προχωρηµένων ατόµων σε µεταµεσονύκτιες προβολές του Rocky Horror στο «Ιντεάλ» της Πανεπιστηµίου.
Το πρώτο µου Levi’s
Ήξερα τα πάντα γι’ αυτό, πριν το αγοράσω. Ότι το εφηύρε ένας γερµανός µετανάστης στην Καλιφόρνια, στις 20 Μαΐου 1873. Ότι το ’13, τα έχασε όλα στον σεισµό του Σικάγου, αλλά δεν το έβαλε κάτω, ανασκουµπώθπκε και µαζί µε µια εταιρεία ξανάφτιαξε το πιο διάσηµο τζιν στον κόσµο, που το τραβούσαν δύο άλογα και το φόρεσαν οι πάντες. Από εργατική φόρµα έγινε σηµείο τεντιµποϊσµού, ανεξαρτησίας, επανάστασης στο σπίτι. Φορώντας το για πρώτη φορά, ένιωσα Τζέιµς Ντιν χωρίς αιτία. Η µάνα µου µε κυνηγούσε δέκα µέρες να το βγάλω, για να το πλύνει. Όταν βγήκε ένα µοντέλο, που απαιτούσε θυσίες, µπήκα στην µπανιέρα, για να πάρει το σχήµα του σώµατός µου, και ήταν το µόνο ρούχο που επιβαλλόταν να φοράς στο πρώτο ραντεβού. Οι Γιαπωνέζοι, πάντως, έδιναν όσο όσο για ένα αυθεντικό του ’50 και εγώ σε µια αµερικάνικη αγορά το αγόρασα, όταν βεβαιώθηκα ότι πριν από μένα το φορούσε κάποιος στο Μαϊάμι.
Μπλουζάκια µε ονοµατεπώνυµο
Ολόκληρη δεκαετία τα φιλοξενούσε η ντουλάπα μας. Βεβαίως, με ονοματεπώνυμο. Μια υστερία οδήγησε όλους τους κάτω των δεκαοκτώ να προμηθευτούν σε κάθε χρώμα μπλουζάκια, στα οποία το μοναδικό στοιχείο που τα έκανε να ξεχωρίζουν από τα πανομοιότυπά τους, ήταν το σηματάκι στο στήθος Lacoste, Le Coq Sportif, Robe di Kappa, Fred Perry, Fruit of the Loom. Πέντε ονόματα, που σε ανέβαζαν σε εκτίμηση, δίχως να διαθέτουν το σημερινό στάτους σίμπολ των επώνυμων ρούχων, σηματοδότησαν το λάιφσταϊλ μιας ολόκληρης γενιάς και, φυσικά, αντιγράφηκαν πολύ γρήγορα. Οι μαιμούδες Made in Τurkey or Yugoslaνia διευκόλυναν τις μανάδες από τον πονοκέφαλο του μηνιαίου budget.
Sante
Εμφανίσττικαν στην Αθήνα του ’31, από τη καπνοβιομηχανία Κωνσταντίνου, και δημιούργησαν έναν μύθο γύρω από το ποια είναι η θρυλική ξανθιά που απεικονιζόταν στο πακέτο. Αν και όλα γύριζαν γύρω από το όνομα της ηθοποιού Ζωζώς Νταλμάς, ο θρύλος έμεινε τελικά, για πάντα, ανεπιβεβαίωτος. Από το μυθικό κόκκινο πακέτο βγήκε το πρώτο τσιγάρο που βάλαμε στο στόμα μας, και νιώσαμε λίγο πιο κοντά στα χρόνια του πολέμου, που όλη η χώρα έψαχνε το πακέτο με το κορίτσι, τα σημειωμένα πακέτα με τα ραβασάκια, το άρωμα του μύθου. Τα καπνίζαμε, φορώντας αμπέχονα, πίνοντας ελληνικό καφέ σε καφενεία και μιλώντας για επαναστάσεις. Τρομάρα μας…
Σκέιτµπορντ
Εμφανίστηκε στη Νέα Υόρκη του ’40 σε πρωτόλεια μορφή, έγινε εξώφυλλο στο «Life» το ’59, το ’60 καθιερώθηκε και το ’70 άρχισε να γίνεται επιστήμη. Με τα όλα της. Φιγούρες, σχέδια, κόντρες. Στην Ελλάδα, εμφανίσττικαν στη μέση του ’70 και κατεβήκαμε αμέσως στο πλακόστρωτο της παραλίας. Στην αρχή ρολάροντας απλά, μετά βάζοντας μπάρες και εμπόδια. Τα ματωμένα γόνατα, οι αμυχές, έδιναν το στίγμα ότι ήσουν ένας από αυτούς. Χωρίς να έχουμε εδώ ειδικές πίστες και υπόγειες σήραγγες, νιώσαμε ένα μέρος της γοητείας του και της κουλτούρας του δρόμου.
Φρίσµπι
Η βάση του βρίσκεται στον δίσκο των αρχαίων Ελλήνων αθλητών και στις κοφτερές λεπίδες των αρχαίων Ρωμαίων, που πολεμούσαν τον Αννίβα. Η μοντέρνα εκδοχή του τοποθετείται στα χρόνια του ’50 στην Αμερική στα κολέγια και εμφανίζεται σε μια εποχή με ιδιαίτερες αγωνίες γύρω από τους ιπτάμενους δίσκους και τους εξωγήινους. Εδώ, το βάλαμε στον σάκο της θάλασσας, τέλη των χρόνων του ’70, και βρήκαμε μαζί με τις ρακέτες νόημα στις ατέλειωτες ώρες της παραλίας. Τότε, που ο ήλιος έκαιγε όσο έπρεπε και το πολύ πολύ που θα χρειαζόσουν, ύστερα από μερικές ώρες φρίσμπι, ήταν ένα γιαούρτι στην πλάτη.
Μουσικόραµα
Τις Παρασκευές του ’83, όταν ήμασταν απογευματινοί και είχαμε εξάωρο, συνήθως κάναμε κοπάνα την τελευταία ώρα, για να προλάβουμε τηv εκπομπή του Γιώργου Γκούτη. Το «Μουσικόραμα» άρχιζε επτά παρά τέταρτο και σε μια εποχή που το ΜTV ήταν ένας άγνωστος πλανήτης, η μουσική μας ενημέρωση ήταν μονάχα από τα βίντεο κλιπ της εκπομπής. Είδες χτες βράδυ Stranglers; Μαζί με τις εκπομπές του Πετρίδη στο Πρώτο και του Κονκαλίδη στο ΡΣΜ, ήταν οι πιο καλτ στιγμές της μουσικής μας νεότητας.
Ο κύβος του Ρούµπικ
Εμφανίστηκε το 1974, μας τον έφερε σπίτι μια θεία από τη Γερμανία, αφού η Ευρώπη ήταν πάντα μπροστά. Είχε έξι όψεις διαφορετικών χρωμάτων και αποτέλεσε για χρόνια τηv πιο ενδιαφέρουσα σπαζοκεφαλιά, που συνόδευε τον φραπέ τα καλοκαίρια. Όταν τα σχολεία έκλειναν, τότε ο κύβος ερρίπτετο. Οι σπασίκλες που τον έφτιαχναν σε δυο λεπτά, ήταν πάντα ο μεγάλος μας αντίπαλος. Λέκτορας Διακόσμησης στην Βουδαπέστη, ο πατέρας του κύβου, Έρνο Ρούμπικ, έκανε τηv πατρίδα του πλούσια, δημιούργησε παγκόσμια ρεκόρ, με καλύτερο τα 16,5 δευτερόλεπτα, και προκάλεσε παγκόσμια υστερία, ακόμη και διαζύγια.
Ray Ban
Όταν η νονά µου παντρεύτηκε έναν αµερικάνο στρατιωτικό της NASA, ο λόγος που πέταξα από τη χαρά µου, ήταν γιατί, επιτέλους, κάποιος θα µου έκανε δώρο ένα ζευγάρι «Ray Ban». Φτιάχτηκαν για τους πιλότους των αµερικάνικων στρατιωτικών αεροπλάνων του ’30 και έγιναν σε τρεις δεκαετίες απαραίτητο συµπλήρωµα µιας γκαρνταρόµπας. Το έλεγε και το περιβόητο φιλµ «Πρωινό στου Τίφανις». Από το «Easy Rider» µέχρι το «Τορ Gun», µια σειρά κιντιµατογραφικοί ήρωες τα φόρεσαν µαζί µε σένα και µένα, όταν µου τα αγόρασε, τελικά, η νονά µου από την αµερικάνικη βάση του Ελληνικού στα δεκαέξι µου. Νοµίζω, µάλιστα, πως µου πήγαιναν περισσότερο απ’ ό,τι στον Τοµ Κρουζ.
Σταράκια
Τα πρώτα µου σταράκια τα πήρα το καλοκαίρι του ’80. Ετοιµαζόµουν να πάω στο Λύκειο και η ιδέα ότι θα σκάσω µύτη πρώτη µέρα στο προαύλιο, φορώντας τα, µε συγκράτησε από το να τα φορέσω καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού. Όταν µπήκα στην αυλή, νόµιζα ότι µε κοιτούσαν όλοι. Ήταν κατακόκκινα, µε το γνωστό µπλε αστέρι και ήταν απλά ο µεγαλύτερος ενδυµατολογικός µύθος των σχολικών µας χρόνων. ‘Εχοντας εµφανιστεί για πρώτη φορά το 1923, αποτέλεσαν για δεκαετίες το µοναδικό best seller brand της νεανικής µόδας που συνέχιζε να πουλάει το ίδιο σκέδιο sneakers χωρίς διακοπή. Από τους ήρωες της εποχής του Πρίσλεϊ µέχρι τους Έλληνες έφηβους του ’80. Τα περίφηµα Converse Αll Star.
Drive In
Εµφανίστηκαν στην Ελλάδα κάπου το ’75 και αποτέλεσαν τα ασφαλή υπαίθρια ξενοδοχεία για ζευγάρια. Με δύο τσόντες πάντα στο πρόγραµµά τους, µία ελληνική και µία γερµανική, έδωσαν την ευκαιρία σε όλα τα τολµηρά νιάτα να ζήσουν στιγµές αχαλίνωτου πάθους κάτω από το τιµόνι. Για την πιτσιρικαρία, που µόλις έπαιρνε κρυφά το αυτοκίνητο του µπαµπά, ήταν ευκαιρία για γιορτή. Παρέες στοιβαγµένες για να µη µετρήσει όλα τα κεφάλια ο προβολατζής, έστηναν τροµερές πλάκες εις βάρος των ανυποψίαστων ερεθισµένων θεατών. Στην Αµερική πάλι, κορίτσια και αγόρια τύπου «Γκριζ» έστηναν αληθινά πάρτι εντός τους. Το θρυλικό «Σινέ – Εµµανουέλα» του αεροδροµίου έδωσε ζωή σε αρκετά βαρετά βράδια µας.
Γρανίτα από λεµόνι
Σειρά ταινιών µε χιούµορ σχολικού επιπέδου γύρω από τις περιπέτειες ενός κολεγίου στην Αµερική. Με ήρωες έναν γόη, έναν χοντρό, έναν ηλίθιο και µερικούς ακόµη ανεκδιήγητους χαρακτήρες που περνούσαν τις σχολικές τους µέρες µέσα στον χαβαλέ και πάντα µε το σεξ κυρίαρχο. Κορυφαία σκηνή, εκείνη που ο χοντρός Γιουντέλ «κολλάει» εντός µιας πληθωρικής Γερµανίδας. Ο λόγος που αυτή η σειρά ταινιών έγινε καλτ στα σχολικά µας χρόνια, ήταν γιατί κατά βάθος σε κείνο το κολέγιο θα θέλαµε όλοι να πηγαίνουµε.
Τhe Muppet Show – Happy Days – Smurfs
Η τηλεόραση, σε χρόνια που δεν βγαίναµε πολύ, αποτέλεσε µια από τις ελάχιστες πηγές ψυχαγωγίας. Τρεις αγαπηµένες σειρές ακολουθούν. Ένας βάτραχος, µια γουρουνίτσα, δυο ηλικιωµένοι σε ένα θεωρείο, ένας αρκούδος και άπειροι γκεστ σταρ, που συνωστίζοντον και έβαζαν µέσον, για να πάνε στην εκποµπή, η οποία ήταν δηµιουργία του Jim Henson, αποτέλεσαν το τηλεοπτικό must των καλύτερών µας χρόνων. Τα Μάπετς. Οι «Ευτυχισµένες µέρες» πάλι ήταν η κληρονοµιά του Έλβις και των 50s στις µέρες του ’70. Ο Φόνζι µας έµαθε να βάζουµε µπριγιαντίνη στο µαλλί, να χορεύουµε ροκ εν ρολ και να κερδίζουµε τις εντυπώσεις στα πάρτι. Τα κινούµενα σχέδια του βέλγου Παγιό, «Smurfs», και ηµεροµηνία γέννησης το 1958 έφτιαχναν τα σαββατιάτικα µεσηµέρια µας του ’80, χάρη στη συµβολή της Άννας Παναγιωτοπούλου στον ρόλο της Ψιψινέλ.
Atari – Pac Man
Με κάποια λεφτά από κάλαντα και δώρα συγγενών πήρα την πρώτη µου κονσόλα για παιχνίδια. Με τίτλους όπως «Space lnνaders», «Haunted House», το «Ατάρι» µπήκε στη ζωή µας, για να σαρώσει µε την εµφάνιση του «Pac Man», το 1982. Μια µπάλα, που ανοιγόκλεινε και έτρωγε στο πέρασµα της βουλίτσες, φαντασµατάκια και φρούτα αποτέλεσε το µεγαλύτερο κόλληµα εκατοµµυρίων παιδιών σε όλο τον κόσµο. Αργότερα, γεννήθηκε και η Miss Pac Man και άλλες παραλλαγές, αλλά ο πρώτος παρέµεινε αξεπέραστος.