Η τσάντα που αντιστέκεται στον χρόνο: H φθορά ως το νέο aesthetic
«Kάθε ρούχο της έχει µια ιστορία και κάθε φθορά σηµατοδοτεί την εξέλιξη της, την ιστορία της και την πορεία της µέχρι το σήµερα».
Λέξεις: Στέφανος Παπανικολάου / Κεντρική εικόνα: Unsplash
Είναι πια εδραιωµένο ένα καινούργιο mindset στην καθηµερινότητα των ανθρώπων της πόλης. Ο κόσµος έχει πλέον βαρεθεί το γυαλιστερό, το ολοκαίνουργιο. Ίσως να φταίει που τελείωσε πια το καλοκαίρι και έχει ξεκινήσει πάλι η αφόρητη πίεση της δουλειάς, τα σχολεία, η σκληρή επιστροφή στην καθηµερινότητα και ο κόσµος δεν έχει όρεξη να ντυθεί. Η φθορά ως στυλ, η επιστροφή του αταίριαστου και ο χαρακτήρας της «παρακµής» είναι βασικές συστατικές λέξεις αυτού του νέου mindset. Και ναι, αγαπητοί αναγνώστες, δεν είναι απλά ένα στοιχείο της underground σκηνής της πόλης ή της οικονοµικά στενευµένης κοινότητας, αλλά έχει εξαπλωθεί σε αρκετές ινσταγκραµικές γωνιές της χώρας και όχι µόνο.
Πρέπει όµως να ορίσουµε το «παρατηµένο» προτού εξηγήσουµε το φαινόµενο. Τι είναι αυτό που ελκύει τον καθηµερινό άνθρωπο; Τι είναι αυτό που τον οδηγεί ώστε να µην τον νοιάζει τι θα φορέσει, πώς θα το φορέσει και πώς θα φανεί; Γιατί βγαίνει να ψωνίσει µε ένα ροζ µπλουζάκι, ένα πράσινο κάπρι και τα πέδιλα από πρόπερσι, από τη λαϊκή της γειτονιάς της; Και φυσικά, για να αποφύγουµε τις παρεξηγήσεις, πρέπει να διακρίνουµε αυτό το κίνηµα από την ήσυχη πολυτέλεια, το minimal, το understated luxury, που επίσης κυριαρχεί στη mainstream κουλτούρα, αν και σιγά σιγά αρχίζει να φθίνει. Δεν αποτελεί δηλαδή άλλη µια έκφανση της µόδας ως performance.
Αντιθέτως, φοριούνται outfits που είναι απλώς ρούχα, τα οποία δεν είναι interactive accessories ή wearable art, outfits που αντιδρούν στον χώρο ή τον καιρό, ούτε αντικατοπτρίζουν επιλογές του low-key, του ήρεµου, του αθόρυβου. Απόλυτο minimal συνδυασµένο µε φαινοµενικά «έντονη» προσωπικότητα. Όχι! Δεν υπάρχει τίποτα το θεατρικό σε αυτό. Είναι απλά υφάσµατα και σχέδια τα οποία άρεσαν πολύ σε αυτόν που τα αγόρασε. Και τα αγόρασε πριν καιρό, ίσως από κάποιο καλάθι της λαϊκής, από κάποιο τοπικό µαγαζί που έχει κλείσει ή από κάποια βιοτεχνία. Και ήταν ίσως και της µαµάς της προτού το πάρει εκείνη.
Δεν παραπέµπει σε καµία περίπτωση στον πλούτο χωρίς logo, στη σιωπηλή extravagance και τις φανφάρες. Ούτε στη φουτουριστική νοσταλγία, σε retro κοµµάτια µε vintage cuts, fashion που κοιτάζει το µέλλον κοιτώντας το παρελθόν. Πρόκειται για κάτι τελείως καινούργιο, κάτι τελείως φρέσκο. Και θα αναρωτηθείτε ποια είναι η φρέσκια τάση στην οποία αναφέρεται ο αρθρογράφος. Κι εδώ κάνετε λάθος. Δεν είναι τάση. Είναι µια κίνηση, µια δήλωση για να µπει ένα τέλος. Μια ανάσα ανακούφισης από το κυνήγι για το καινούργιο. Μια πρόταση να ντυθούµε όπως εµείς θέλουµε. Να συµπεριφερθούµε όπως εµείς επιθυµούµε. Χωρίς στεγανά. Φόρα λοιπόν εκείνο το µπλουζάκι από το 2002.
Ας είναι λίγο λερωµένα τα παπούτσια σου. Ας έχουν χαλαρώσει τα λάστιχα από το µπλουζάκι σου. Φόρα εκείνο το καµπάνα τζιν που κρατάς στην ντουλάπα σου από τότε που έφερες στον κόσµο το πρώτο σου παιδί. Είναι οκ, είναι cool και δεν απασχολεί κανέναν. Διεκπεραίωσε τις υποχρεώσεις σου χωρίς να σε ενδιαφέρει πώς θα φαίνεσαι 24/7.
Και µην παρεξηγήσετε καθόλου αυτή την αισθητική. Μην προσπαθήσετε να την ερµηνεύσετε ως µια ώθηση προς το ατηµέλητο. Όχι, οι κυρίες που παραπάνω σας περιέγραψα θυµίζουν εποχές που ο κόσµος είχε λίγα ρούχα, περιποιούνταν τα τρία ζευγάρια παπούτσια του και είχε στην µπιζουτιέρα του λίγα, ξεχωριστά κοµµάτια που ίσως είχε κληρονοµήσει από τους οικείους του. Είχε στην ντουλάπα ένα φουλάρι το οποίο φορούσε κάθε Παρασκευή µε εκείνο το ακριβό άσπρο πουκάµισο. Είχε ένα ζευγάρι γόβες και για τον χειµώνα καφέ δερµάτινες µπότες. Κοµµάτια που έδιναν χαρακτήρα, σηµατοδοτούσαν και οριοθετούσαν την ύπαρξή τους. Ιδιαίτερα υλικά, ποιοτικά και πάνω απ’ όλα όχι πλαστικά. Φτιαγµένα από ανθρώπους και όχι µηχανές. Κλωστές, υλικά, απόψεις και µικρές ποσότητες. Χρώµατα, σε αντίθεση µε τυποποιηµένες πρακτικές.
Πριν καιρό είχα µια συζήτηση µε ένα κορίτσι, τη Σιένα. Και τη ρώτησα γιατί επέλεξε αυτά τα κοµµάτια για να πιει µαζί µου καφέ. Προς στιγµήν παρεξηγήθηκα γιατί τα ρούχα µου φαίνονταν φθαρµένα. Δεν ήταν αγορασµένα πρόσφατα ούτε ακολουθούσαν το διάταγµα των fast-fashion industries. Κοίταξα την τσάντα της και έµεινε το βλέµµα µου εκεί. Δεν άντεξα λοιπόν και τη ρώτησα γιατί δεν αγοράζει καινούργια τσάντα. Ήταν εµφανώς φθαρµένη από τα πλάγια και είχε σίγουρα µια δεκαετία πάνω της. Ήθελε επισκευή και πέταµα. Τότε µου απάντησε, κάπως εκνευρισµένη, πως αυτή η τσάντα είναι η ιστορία της. Έχει κουβαλήσει πολλές εµπειρίες µέσα της για πάρα πολλά χρόνια και, ούτως ή άλλως, είναι η καθηµερινή της τσάντα. Είναι βολική, όµορφη και πρακτική. Στη συνέχεια µου εξήγησε ότι κάθε ρούχο της έχει µια ιστορία και κάθε φθορά σηµατοδοτεί την εξέλιξή της, την ιστορία της και την πορεία της µέχρι σήµερα.
Χάρη σε αυτή την τσάντα αποδεικνύεται η ύπαρξή της στο παρελθόν. Η συγκεκριµένη προσωπικότητα δεν θέλει να αναγεννάται κάθε φορά που η βιοµηχανία το επιτρέπει. Θέλει να επιλέγει εκείνη πότε επιθυµεί να αλλάξει και µε τι θα αντικαταστήσει το παλιό. Θέλει να αποφεύγει τις υπερκαταναλωτικές συνήθειες και να αρκεστεί σε λίγα και καλά πράγµατα, τα οποία θα τη συντροφεύουν για αρκετό χρόνο και µε τα οποία θα χαράξει µια πορεία. Όπως το παλιό σου γραφείο στο πατρικό των γονιών σου ή το παιδικό σου πανωφόρι. Είναι πράγµατα που δεν µπορεί απλώς να πετάξει ή να τα ανεβάσει στο Vinted. Η αξία τους δεν κρύβεται στα trends, αλλά στην ιστορία και την προσωπική χρήση: αντικείµενα που αντιστέκονται στον χρόνο, όπως και η ίδια. Μια ελεγχόµενη ανανέωση· µια προσωπικότητα fashion-conscious που επιλέγει συνειδητά τα αντικείµενα και τα ρούχα της, αντί να ακολουθεί την επιτακτική λογική της βιοµηχανίας µόδας. Η επιτοµή της έννοιας της αυτοδιάθεσης και της ανεξαρτησίας: η αλλαγή και η ανανέωση πρέπει να προέρχονται από το άτοµο και όχι από την αγορά.
Γι’ αυτό λοιπόν, Σιένα, µην πετάξεις αυτή την τσάντα. Τα αντικείµενα µπορούν να αφήσουν ίχνη της προσωπικότητάς µας και της πορείας µας, πολύ περισσότερο από τα trends που έρχονται και φεύγουν.
