Ο Ιρλανδός του Μάρτιν Σκορτσέζε και η δυναμική του χρόνου

Μια κριτική της πολυσυζητημένης ταινίας.

Γιάννης Γκροσδάνης
ο-ιρλανδός-του-μάρτιν-σκορτσέζε-και-η-δ-519751
Γιάννης Γκροσδάνης

Ο Ιρλανδός είναι η τελευταία ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε με δυνατές ερμηνείες από ένα καστ αστέρων και μια πλούσια ιστορία στην οποία ο αχός της Ιστορίας και το βάρος του χρόνου έχουν την δική τους σημασία. 

Υπήρχε κάτι που με ενοχλούσε όσο έβλεπα τον Ιρλανδό του Σκορτσέζε. Η απίστευτα φλύαρη διάρκεια του. Αυτό και το γεγονός ότι κανένας δεν σκέφτηκε (κυρίως στα απροσωπα multiplex) ότι σε μια ταινία 3,5 ωρών ο θεατής έχει ανάγκη από μια ανάσα 5-10 λεπτών, όχι μόνο για να πάει για ποπ κορν και τουαλέτα αλλά πολύ περισσότερο για να εμπεδώσει κάπως ότι έζησε από αυτό τον πακτωλό εικόνων και αφηγήσεων του Σκορτσέζε κατά την προβολή και να σκεφτεί τι μπορεί να γίνει μέχρι το τέλος. 

Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι το Netflix μετά την περσινή – κατά το ήμιση – επιτυχημένη απόβαση του στον χορό των Όσκαρ με τη Ρόμα του Κουαρόν σκοπεύει φέτος να τα δώσει όλα ώστε να κερδίσει το στέμμα της κινηματογραφικής αγοράς. Υπό αυτό το πρίσμα δεν πρέπει να μας κάνει καθόλου εντύπωση η απόλυτη ελευθερία που έδωσε στον Μάρτιν Σκορτσέζε χωρίς να προσπαθήσει καθόλου να του βάλει περιορισμούς ή χαλινάρια. Το πρώτο κέρδος για την πλατφόρμα είναι άλλωστε η ίδια η ταινία. Μια ταινία ενός σπουδαίου σκηνοθέτη που θα βρίσκεται στον κατάλογο της και φυσικά από εκεί και πέρα ότι άλλο έρθει καλοδεχούμενο. Όπως είχα γράψει πέρυσι και στο κείμενο μου για τη Ρόμα έχουμε πλέον μπροστά μας μια μάλλον ειρωνική συνθήκη αφού όπως συνέβη με την ταινία του Κουαρόν έτσι και ο Ιρλανδός έχει φτιαχτεί για το τηλεοπτικό Netflix αλλά η θέαση της ταινίας απαιτείται να γίνει με όρους καθαρά κινηματογραφικούς. Σε σχέση βέβαια με τα περσινά προσθέστε εδώ πως ακριβώς εξαιτίας της βασανιστικά μεγάλης διάρκειας της ταινίας η θέαση της θα καταλήξει (ειδικότερα από τους νεότερους) με όρους τηλεοπτικής σειράς, δηλ. στο σπίτι και χωρίς την απαιτούμενη προσοχή, με 100 ενδιάμεσα διαλλείματα και αποσπασμένη την προσοχή σου για ψύλλου πήδημα (για τουαλέτα, για να πάρεις κάτι από το ψυγείο, για να μιλήσεις στο κινητό ή να στείλεις ένα μήνυμα στο viber).

Η ανοικονόμητη διάρκεια των 3.5 ωρών προφανώς κόβει πόντους από την ταινία (και αυτό όπως και κάποια άλλα προβληματικά στοιχεία, που θα αναφερθούν πιο κάτω, πιθανόν να τα βρει προσεχώς μπροστά της στην οσκαρική κούρσα). Ο Ιρλανδός δεν είναι βέβαια το αριστούργημα που γράφεται μετ’ επιτάσεως. Αυτό ίσως να συμβαίνει γιατί δημιούργησε τεράστιο ενθουσιασμό με την συνάντηση κορυφής που συμβαίνει μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Όμως κάτι τέτοιο δεν την κάνει αυτόματα και το αριστούργημα για το οποίο γράφεται. Είναι όμως μια καλή ταινία (και μέχρι εκεί). Και αν ο Σκορτσέζε έχει φτιάξει την ταινία του αυτή με κάποια λογική συγκοινωνούντων δοχείων σε σχέση με τα Καλά Παιδιά ή το Καζίνο είναι εμφανές και απόλυτα κατανοητό. Ο Ιρλανδός είναι ξεκάθαρα μια ταινία αναφοράς στο ίδιο το κινηματογραφικό σύμπαν του Σκορτσέζε. Κι αυτό γιατί σαν ταινία έχει την καρδιά ενός σινεμά παλαιάς κοπής, που δύσκολα γυρίζεται πια, σύμφωνα με το ύφος και το όραμα ενός μεγάλου δημιουργού. 

Καθόλου τυχαία λοιπόν ο Σκορτσέζε τολμά μια εκ νέου κατάδυση στους μύθους που ο ίδιος έχτισε χωρίς να μας δίνει βέβαια απλά μια νέα αλληγορία του περίφημου αμερικάνικου ονείρου, όπως στοίχειωσε την Αμερική μεταπολεμικά και μέχρι το τέλος της κοινωνικής νεωτερικότητας. Έχει περισσότερο ελεγειακό χαρακτήρα. Μιλάει για εκείνη την εποχή που δήλωνε τη βαθιά πίστη της στην πρόοδο και στην θετική εξέλιξη των ανθρώπων, δηλ. στην ευφορία, στην δύναμη και στην πίστη ότι μετά από έναν πόλεμο και μια τεράστια κρίση (οικονομική αλλά και αξιών) τα πράματα πλέον θα πάνε καλά ακόμα κι αν αυτό συμβεί στο περιθώριο, με έμμεσους και παράπλευρους τρόπους. Η κοινωνική αυτή πεποίθηση ανατρέπεται σταδιακά από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά όταν η κοινωνία εισέρχεται πλέον σε ένα πιο σύνθετο και πολυδιάστατο περιβάλλον όπου η γενικότερη αβεβαιότητα και η επιβεβλημένη ευελιξία δείχνουν πως τα δίπολα του πρόσφατου ψυχροπολεμικού παρελθόντος περνάνε στην ιστορία. 

Σε κάθε περίπτωση ο Σκορτσέζε δεν φαίνεται να σκέφτεται τόσο αυτό το bigger than life κινηματογραφικό παιχνίδι της ύβρεως, που ξετυλίγει στις προηγούμενες αντίστοιχες ταινίες του. Σαφώς διατηρεί το δημιουργικό ένστικτο του και για αυτό και χτίζει πράματα πάνω σε αυτό. Όμως ο Ιρλανδός του είναι ένα παιχνίδι μνήμης για το πως η μικροίστορία όπως και η μεγάλη Ιστορία βαραίνουν τους ανθρώπους και καθώς αυτοί ωριμάζουν διαπιστώνουν πως οι επιλογές της ζωής τους υπήρξαν πιο ακριβές από ότι πίστευαν αρχικά. Ακριβώς όπως συμβαίνει και στον Φρανκ Σίραν, έναν άνθρωπο που γεννήθηκε για να ζήσει τη ζωή του στα κυκλώματα της ιταλικής μαφίας της Φιλαδέλφεια αλλά φτάνοντας λίγο πριν το τέλος διαπιστώνει ότι προσπέρασε και έχασε άλλα πολύ πιο σημαντικά πράματα. Για αυτό και εδώ αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τον Σκορτσέζε είναι η διάσταση του χρόνου και στο πως αυτός ο μεταπολεμικός κόσμος της αισιοδοξίας άλλαξε σε κάτι που ξεπέρασε τους ήρωες του και έγινε πιο απαισιόδοξος. Έτσι διοχετεύει τους θεατές με τον πεσιμισμό που έχει εδώ ως δημιουργός. 

Και αφού ο χρόνος είναι το ζητούμενο απλώνει την αφήγηση του σε μεγάλα αργά διαστήματα, με διαρκή flash back και αφήγηση στην αφήγηση και διάσπαρτες αναφορές στο αμερικάνικο πολιτικό ιστορικό παρόν των 60s κ 70s, με μακρόσυρτες σκηνές που στηρίζονται σε πλάνα διαρκείας και ανατριχιαστικές λεπτομέρειες και αμέτρητες σεναριακές υποπλοκές μαφιόζων που μιλάνε ακατάπαυστα και δίνουν λεπτομέρειες που (υποτίθεται πως) υποστηρίζουν την κύρια ιστορία της ταινίας. Φυσικά – όπως ήδη είπαμε – αρκετά από αυτά τα στοιχεία επειδή είναι επαναληπτικά και δεν κομίζουν κάτι καινούργιο κινηματογραφικά (τα έχουμε δει πλέον και στο σινεμά και στην τηλεόραση ουκ ολίγες φορές) θα μπορούσαν είτε να περικοπούν είτε να παρουσιαστούν λιγότερο φλύαρα και με όσο το δυνατόν λιγότερες επαναλήψεις. Όλα αυτά μέχρι το σημείο που ο Ιρλανδός Φρανκ Σίραν φτάνει στο κομβικό σημείο να μετρήσει τις επιλογές του και να αντιληφθεί ότι τα πάντα στη ζωή έχουν κάποιο κόστος. Από εκεί και μετά ο Σκορτσέζε φτιάχνει μια άλλη ταινία, ειλικρινά πιο ουσιαστική μέσα στην αβάσταχτη μελαγχολία της το πλήρωμα του χρόνου, που θα έλεγες πως μοιάζει και με έναν αποχαιρετισμό στα όπλα. 

Σε ό,τι αφορά τις ερμηνείες ο Ιρλανδός, όπως είπαμε, έχει ένα λαμπρό και χαρισματικό καστ. Και ο Ντε Νίρο και ο Πατσίνο και κυρίως ο Πέσι είναι υπέροχοι ερμηνευτικά. Όμως παρά τη στόφα των μεγάλων ηθοποιών και τα θαύματα που κάνει η ψηφιακή τεχνολογία πάνω τους για να τους μεταμορφώσει σε νεότερους είναι ακριβώς αυτό το βάρος του χρόνου που κινησιολογικά τους προδίδει (άλλο ένα καίριο σημείο που θα συζητηθεί). Για αυτό προσπαθούν να καλύψουν αυτό το κενό δίνοντας όσο το δυνατόν πιο εκφραστικό τόνο στις ερμηνείες τους. Ειδικά ο Πατσίνο, που μας χαρίζει ερμηνευτικά έναν πιο αλέγκρο, φωνακλά και εκκεντρικό Τζίμι Χόφα σε σχέση με αυτό που μας είχε δώσει ο Τζακ Νίκολσον στην ομώνυμη βιογραφική ταινία πριν πολλά χρόνια. Αυτό ισχύει εν μέρει και για τον Ντε Νίρο που στα 2/3 της ταινίας δίνει μια εξίσου εξαιρετικά εκφραστική ερμηνεία – πιο ήπιων τόνων αφού δίνει παράλληλα και το στίγμα της ιστορικής γραμμικής αφήγησης – αλλά και εδώ κινησιολογικά στις σκηνές που ο χαρακτήρας του είναι νεότερος βγαίνει πιο βαρύς. Παρ’ όλα αυτά ο Ντε Νίρο χτίζει αργά και σταθερά τον Φρανκ Σίραν για το πιο ουσιαστικό μέρος της ταινίας, που βρίσκεται στην τελευταία πράξη. Εκεί πλέον έχοντας απόλυτη άνεση και δίνει όλο το υλικό του χαρακτήρα του. Και επειδή η ταινία αποτελεί πιθανότατα ένα από τα δυνατά χαρτιά των Όσκαρ αν κάποιος με ρωτούσε ποιος θα ήθελα από τους τρεις πρωταγωνιστές να φύγει με το βραβείο θα έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη τον Τζο Πέσι. Κι αυτό γιατί ο Πέσι – ενώ θα περίμενες να δώσει πάλι μια εκρηκτική ερμηνεία με νεύρο όπως στα Καλά Παιδιά – αντιθέτως κάνει κάτι κόντρα σε αυτό: είναι πιο προσαρμοστικός σε αυτό το παιχνίδι βαρύτητας με τον χρόνο, χαμηλών τόνων και πιο εγκεφαλικός στην ερμηνεία του. Δεν είναι ότι ο χαρακτήρας του αφορά μόνο έναν τύπο που βρίσκεται στα μέσα και στα έξω της ιταλικής μαφίας, κανονίζοντας συμβόλαια, κάνοντας διαπραγματεύσεις και διπλωματικές συνεννοήσεις με τα μέλη του κυκλώματος. Ως Ρας Μπαφαλίνο ο Τζο Πέσι είναι ο μέντορας και επί της ουσίας μια πατρική φιγούρα για τον Φρανκ Σίραν. Κι αυτό δίνει στον Πέσι να παρουσιάσει έναν ρόλο με ουσία και βάθος. Είναι πάντως στενόχωρο πως ο Σκορτσέζε δεν βρήκε σεναριακά την ευκαιρία να δώσει μεγαλύτερο χώρο σε κάποιους δευτερεύοντες χαρακτήρες όπως του Χάρβεϊ Καϊτέλ και του Μπόμπυ Καναβάλε (που παρά τη σημασία τους περιορίζονται σε μια μικρή παρουσία) και της Άννα Πάκουϊν (παρά την σημασία που έχει ο χαρακτήρας της στο δεύτερο μισό της ταινίας).  

Αριστούργημα ή απλά καλή ταινία ο Ιρλανδός είναι σίγουρο πως όταν καθίσει ο κουρνιαχτός της πρεμιέρας και της οσκαρικής υστερίας θα εκτιμηθεί καλύτερα για όσα λέει. Παίζει ρόλο και η μεγάλη διάρκεια της ταινίας που δεν σου επιτρέπει να σκεφτείς όσα είδες μονομιάς. Για αυτό αξίζει δεύτερης και τρίτης θέασης σε βάθος χρόνου. Πάνω απ’ όλα ο Ιρλανδός είναι η οφειλόμενη τιμή σε ένα σινεμά που δεν γυρίζεται πια από τα στούντιο και αφορά έναν σπουδαίο δημιουργό, τον Μάρτιν Σκορτσέζε, που μας έχει χαρίσει αναρίθμητες απολαύσεις κινηματογραφικά.  

Ιρλανδός του Μάρτιν Σκορτσέζε παίζεται ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες και από την Τετάρτη 27 Νοεμβρίου μπορείτε να τον αναζητήσετε και στην τηλεοπτική πλατφόρμα του Netflix.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα