Joker: H αριστουργηματική ενσάρκωση του κακού

Xτίζει μια ατμόσφαιρα υπνωτιστική, μυστηριακή, αρκετές φορές ασφυκτική, με πάμπολες ψευδαισθήσεις που οδηγούν τελικά σε μια ασύλληπτη ένταση

Γιάννης Γκροσδάνης
joker-h-αριστουργηματική-ενσάρκωση-του-κακ-496083
Γιάννης Γκροσδάνης

Ο Αρθουρ Φλεκ είναι ένας φιλήσυχος ανθρωπάκος. Η επαγγελματική του ασχολία είναι να ντύνεται κλόουν σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Κοινώς συμπληρώνει το κάδρο, ίσα που φαίνεται κι αυτό συμβαίνει λόγω αμφίεσης. Φροντίζει την άρρωστη μητέρα του, βλέπει ατέλειωτες ώρες παλιές ταινίες και τηλεοπτικά talk show και κατά βάθος ονειρεύεται να γίνει κωμικός. Όμως ο Άρθουρ Φλεκ είναι άρρωστος αφού έχει ψυχολογικά προβλήματα. Πονάει και υποφέρει μέσα του. Οι κοινωνικές υπηρεσίες της Γκοθαμ τον παρακολουθούν και τον κουράρουν. Μέχρι που διαλύονται. Οι αδύναμοι στη Γκοθαμ δεν έχουν ανάγκη φροντίδας φαίνεται. Ο Άρθουρ Φλεκ θα ήθελε να είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος μέσα στο πλήθος. Με την μητέρα του και μια αγκαλιά αγάπης για παρηγοριά. Αλλά η ιδιαιτερότητα του τον κάνει να ξεχωρίζει. Και εκείνος ψάχνει για απαντήσεις σε θολά νερά παραισθήσεων. Κάποια στιγμή μια λάθος κίνηση και ένα όπλο τον οδηγούν στην ανεργία. Ψάχνοντας για την αληθινή ταυτότητα του καταλήγει με εφιαλτικό τρόπο στο να μεταμορφωθεί στον Τζόκερ, την απόλυτη ενσάρκωση του κακού. 

Ηθελημένα ή αθέλητα λοιπόν ο Αρθουρ Φλεκ είναι ένα ον με πολλαπλές, οβιδιακές μεταμορφώσεις: από αδύναμος κρίκος σε αδίστακτος εκδικητής – φονιάς, από ordinary man ονειροπόλο με γήινες επιθυμιες σε ένα κοινωνικό χαμίνι, από εκκεντρικός και κωμικός σε ψυχασθενής, από στοργικός γιος σε μητροκτόνος και μόλις συνειδητοποίησει την ταυτότητα του όλα αυτά σαρώνονται από την απρόβλεπτη φυσιογνωμία του Τζόκερ. Ο Άρθουρ Φλεκ στέκεται μπροστά στον καθρέφτη αρκετές φορές. Όμως την κρίσιμη στιγμή το είδωλο που βλέπει μοιάζει με εκείνο τον χαμογελαστό κλοόυν που μεταμφιεζόταν. Μόνο που τώρα δεν είναι κομπάρσος αλλά ο πρωταγωνιστής, αυτός που προκαλεί την δράση και την αντίδραση. Και εκεί το μυαλό του κλειδώνει. Προβάλλοντας τον εαυτό του μέσα από την εικόνα του προετοιμάζει το έδαφος για τις σχέσεις του τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Η ταύτιση του με τον χαμογελαστό κλόουν οδηγείται από μια έκφραση τρυφερότητας για τους γύρω του σε μια έκφραση επιθυμίας θανάτου για όποιον θα βρεθεί στο πέρασμα του. Πραγματικά σε επίπεδο ψυχανάλυσης η μετάβαση του Άρθουρ Φλεκ σε Τζοκερ αποτελεί μια πρόκληση μελέτης που μπορεί να οδηγήσει σε ολόκληρο τόμο ανάλυσης. Και έτσι μιλώντας για τον Τζόκερ δεν θα σας πω κάτι παραπάνω για τον Γιοακιμ Φοίνιξ από αυτά που ήδη έχουν γραφτεί. Ναι, θα είναι αδικία αν δεν είναι μέσα στην φετινή 5άδα για τον Α΄ανδρικό. Αν ο Χιθ Λέτζερ πλήρωσε ακριβά τον Τζοκερ του, τον αρχετυπικό κακό της Γκοθάμ, ο Γιοάκιμ Φοίνιξ επενδύει σε ένα ασύλληπτο mind game με σωματικές προεκτάσεις, που έχει σαν αφετηρία έναν γηίνο χαρακτήρα που λειτουργεί υπνωτιστικά, ζει με τις ψευδαισθήσεις του αλλά (από το σημείο μηδέν της απόλυσης του και μετά) η αναζήτηση της ταυτότητας τον οδηγεί σε μια απίθανη κλιμάκωση που τελικά τον μεταμορφώνει στο υπέρτατο Κακό. 

Εκεί που προσωπικά έχω πάθει τη μεγαλύτερη πλάκα είναι με την σκηνοθεσία του Τοντ Φίλιπς. Είναι ασύλληπτο πως ο τύπος που γύρισε μια καγκούρικη κωμική buddie movie, όπως το Hangover, κάνει μια τόσο θεαματική καλλιτεχνική στροφή. Απίστευτα μεθοδικός, οργανωμένος, δημιουργικός, με έναν πλούτο ιδεών και διάθεση να πει πράματα, να φτιάξει μια δική του ταινία που ωστόσο “συνομιλεί” με μια δυνατή λίστα έργων. Αν ψάξετε θα βρείτε έναν πακτωλό από αναφορές ταινιών σε επίπεδο αναφορών ακολουθεί ευλαβικά το Κουρδιστό Πορτοκάλι και τον Ταξιτζή και από εκεί φτάνει σινεμυθολογικά μέχρι το σήμερα, από το V for Vendetta στο Dark Knight του Νόλαν, κ.ο.κ. 

Και όχι μόνο αυτό αλλά σκηνοθετικά χτίζει μια ατμόσφαιρα υπνωτιστική, μυστηριακή, αρκετές φορές ασφυκτική και βασανιστική, με πάμπολες ψευδαισθήσεις που οδηγούν τελικά σε μια ασύλληπτη ένταση. Εξαιρετική εδώ η συμβολή και της συνθέτριας της ταινίας, της Χίλντουρ Γκουντναντότιρ που θα έλεγε κανείς πως με τα έγχορδα που χρησιμοποιεί αποτελεί το alter ego του Άρθουρ Φλεκ (εύχομαι ειλικρινά να φτάσει και αυτή μέχρι τα Όσκαρ). 

Η Γκοθαμ Σίτι του Τοντ Φίλιπς δεν είναι μια κομιξάδικη slapstick πολιτεία αλλά μια ρεαλιστική, πραγματική μητρόπολη σαν τη Νέα Υόρκη όπως και η ταινία του δεν είναι μια απλή κομιξάδικη διασκεύη γιατί πάνω από όλα ο Φίλιπς λειτουργεί τόσο ψυχαναλυτικά και απο την άλλη κάνει ένα απίστευτο πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο. Η κοινωνία της Γκόθαμ Σίτι δεν αντέχει τους ανθρώπους με ιδιαιτερότητες και τους φέρεται με περιφρόνηση. Μέχρι που ο Άρθουρ Φλεκ θα απαντήσει σε αυτή την κοινωνική χλεύη χτίζοντας μια ακραία εγκληματική περσόνα. Λυτρώνεται από το πρώτο του φονικό. Ξαφνικά βρίσκει τη δύναμη του και αυτή κρύβεται στην βία. Βία για εκείνους που τον καταπιέζουν και τον χλευάζουν. Και εκεί ο Φίλιπς επεκτείνει το κοινωνικό του σχόλιο και φτιάχνει ένα πραγματικό σαρκαστικό και μηδενιστικό μανιφέστο αγανάκτησης. Και μιλάει για τη βία, που γεννιέται από την ταξικότητα, που κατευθύνεται στο σύστημα και στις ισχυρές ελιτ. Για αυτό και η ταινία χτίζει το υλικό της όχι τόσο στην βία αυτή καθεαυτή αλλά περισσότερο στο να αναζητήσει τους λόγους που κοινωνικά μπορεί να οδηγήσουν σε αυτή. Και με αφορμή αυτή την αναζήτηση – παρά το vintage 70s – 80s περιβάλλον – ο Φίλιπς δεν έχει κανένα λόγο να μην φανερώσει τη διάθεση του και να μιλήσει και για το σήμερα, για την κυνική εποχή μας (και γιατί όχι να κάνει ένα antiTrump statement). 

Φτάνοντας στο τέλος της ταινίας τελειώνει βέβαια και ο θαυμασμός για τον Φίλιπς και την ταινία του και αρχίζει ένας βαθύτερος προβληματισμός. Ο Τζόκερ κλείνει αφηγηματικά κάπως άγαρμπα υπενθυμίζοντας στους θεατές την σκοτεινή και κομιξάδικη φύση του. Πως λοιπόν μπορεί να συμβολοποιείται; Πως αυτό το ίδιο πρόσωπο που γελάει στις πιο λάθος στιγμές (σύμβολο του απόλυτου Κακού, που φτάνει χωρίς δισταγμό να μετατρέπει την εγκληματική βία σε ηδονοβλεπτική ναρκισιστική συνθήκη) και η κοινωνία του φέρεται παράταιρα μπορεί να αποκτά ένα ευρύτερο κοινωνικό συμβολιστικό πλαίσιο; Αυτά είναι ίσως ερωτήματα που ο Φίλιπς τα αφήνει στο θεατή να τα απαντήσει με πειστικό τρόπο στο φινάλε της ταινίας και ίσως αποτελούν εξαιρετική αφορμή για μια κουβέντα βγαίνοντας από την αίθουσα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα