Life

«Και στη μαμά και στον μπαμπά»: Πώς η υποχρεωτική συνεπιμέλεια άλλαξε τα δεδομένα

Δικηγόρος αναλύει τις αλλαγές που έφερε ο νόμος 4800/2021 για τα χωρισμένα ζευγάρια και τα «γκρίζα σημεία» του - Τι γίνεται στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας;

Χρυσάνθη Αρχοντίδου
και-στη-μαμά-και-στον-μπαμπά-πώς-η-υπ-1157258
Χρυσάνθη Αρχοντίδου

Δύο διαφορετικά πάρτι γενεθλίων, σε ένα σπίτι την Πρωτοχρονιά και σε άλλο τα Χριστούγεννα, σκανδαλιές που μένουν κρυφές με τη δικαιολογία «μην το πεις στη μαμά», είναι ένα μέρος της καθημερινότητας της νέας εποχής των παιδιών μετά το διαζύγιο στην Ελλάδα, μετά την αλλαγή του Οικογενειακού Δικαίου.

Ο νόμος (4800/2021 – ΦΕΚ 81/Α/21-5-2021) για τη συνεπιμέλεια τέκνου, ορίζει ότι οι δύο γονείς μετά το διαζύγιο, από κοινού φροντίζουν και επιμελούνται για την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την επίβλεψη του παιδιού, αλλά ότι και οι δύο προσδιορίζουν από κοινού για τον τόπο διαμονής του.

Όταν περάστηκε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, προκάλεσε αντιδράσεις, καθώς άλλαξε ολοκληρωτικά το τοπίο της ανατροφής των παιδιών για τους διαζευγμένους γονείς, καταργώντας το μητροκεντρικό μοντέλο που προϋπήρχε τους προηγούμενους αιώνες και εξισώνοντας τους ρόλους μητέρας και πατέρα στη ζωή του τέκνου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας της ΕΛΣΤΑΤ, για τις συνθήκες διαβίωσης παιδιών χωρισμένων γονιών στην Ελλάδα, το 94,2% παιδιών ηλικίας κάτω των 18 ετών, ζει και με τους δύο γονείς του. Το 4,7% των τέκνων ζει μόνο με τη μητέρα τους, ενώ το 0,9% μόνο με τον πατέρα τους και το 0,2% χωρίς τους γονείς τους.

Τι ίσχυε πριν από το 2021

Μέχρι το 2021, πριν τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου με τον νόμο (4800/2021 – ΦΕΚ 81/Α/21-5-2021), η επιμέλεια του ανήλικου παιδιού προβλεπόταν ως μέρος της ευρύτερης έννοιας της γονικής μέριμνας. Η επιμέλεια περιλάμβανε τον καθορισμό του τόπου της διαμονής του παιδιού και τις αποφάσεις για την καθημερινότητά του, ιδιαίτερα την ανατροφή του, την επίβλεψή του και την εκπαίδευσή του. Η επιμέλεια δεν περιλάμβανε αποφάσεις για το παιδί που θεωρούνται μεγαλύτερης σημασίας όπως παραδείγματος χάριν το όνομα που θα δοθεί στο παιδί ή την απόφαση για μία σοβαρή εγχείρηση που περιλαμβάνονται στη γονική μέριμνα.

Με τον προηγούμενο ισχύοντα νόμο, αυτό που συνέβαινε πρακτικά μετά την διάσπαση της συμβίωσης των συζύγων, είναι ότι η γονική μέριμνα παρέμενε και στους δύο γονείς αλλά η επιμέλεια συνήθως δινόταν αποκλειστικά στον ένα γονέα, με τον οποίο και διέμενε το παιδί και ο άλλος γονέας είχε απλώς το δικαίωμα της επικοινωνίας.

Εικόνα Unsplash

Οι αλλαγές

Με τον ν. 4800/2021 μεταρρυθμίστηκε το δίκαιο των σχέσεων γονέων και τέκνων μετά τη διακοπή της συμβίωσης, το διαζύγιο, την ακύρωση του γάμου ή τη λύση του συμφώνου συμβίωσης των γονέων, με βασικό σκοπό την ενίσχυση του θεσμού της, από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας από τους γονείς του τέκνου, ακόμη και μετά τον χωρισμό τους.

Η Φωτεινή Παρίντα, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο, αναλύει στην Parallaxi τις κυριότερες ρυθμίσεις που εισήγαγε ο νόμος: 

«Αρχικά, με τον νέο νόμο, καθιερώθηκε υποχρέωση συνεργασίας και σύμπραξης των γονέων στις αποφάσεις και ενέργειες, υλικές και νομικές, που εμπίπτουν στις τρεις πτυχές της γονικής μέριμνας (επιμέλεια, διοίκηση περιουσίας και εκπροσώπηση τέκνου). Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης γάμου ή συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης, οι δύο γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα του τέκνου τους. Η διάταξη αυτή εισάγει τη συνεπιμέλεια ως νόμιμο σύστημα άσκησης της γονικής μέριμνας μετά τον χωρισμό.

Αν οι γονείς διαφωνούν, αποφασίζει το αρμόδιο δικαστήριο, σύμφωνα με το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου. Κρίσιμα στοιχεία προσδιορισμού του συμφέροντος του ανηλίκου είναι η καταλληλότητα των γονέων για την διαπαιδαγώγηση και περίθαλψη του ανηλίκου, οι έως τότε δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τυχόν αδελφούς του και η, κατά το δυνατόν, μικρότερη διατάραξη του τρόπου ζωής του παιδιού. Η μικρή ηλικία του ανηλίκου τέκνου και το φύλο του, δεν αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του ανηλίκου.

Για την εξειδίκευση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού παρέχονται, για πρώτη φορά, από τον νομοθέτη προσδιοριστικά στοιχεία, όπως η υποχρέωση του Δικαστή να σεβαστεί την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις, εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσιακής – οικονομικής κατάστασής τους κλπ.

Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον νόμο ως προς το ζήτημα του τόπου διαμονής του τέκνου. Η αλλαγή του τόπου διαμονής του παιδιού απαιτεί, πλέον, είτε έγγραφη συμφωνία των γονέων είτε δικαστική απόφαση.

Από το συνδυασμό των, ως άνω, διατάξεων με αυτή του άρθρου 1514 ΑΚ, καθίσταται σαφές, ότι: α) η γονική μέριμνα και συνεπώς και το κυριότερο σκέλος αυτής η επιμέλεια ασκείται από κοινού από τους ζώντες γονείς ακόμη και μετά το διαζύγιό τους ή τη διακοπή της συμβίωσης ή την ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης, β) ο κανόνας αυτός μπορεί να τροποποιηθεί με συμφωνία των γονέων με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, γ) εάν δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία, οι γονείς θα προσφύγουν σε διαμεσολάβηση με μόνη εξαίρεση την ύπαρξη ενδοοικογενειακής βίας και δ) τελικά, οι γονείς θα απευθυνθούν στο αρμόδιο δικαστήριο». 

Τα «γκρίζα» σημεία στη νέα καθημερινότητα του παιδιού

Παρά τη μεγάλη θετική ανταπόκριση που είχε η νομοθετική μεταρρύθμιση, καθώς προβάλλει την ισότητα των γονιών στις ευθύνες και τα δικαιώματα έναντι του τέκνου, στο τραπέζι έπεσαν και αρκετά από τα «γκρίζα» σημεία του, όπως είναι να μετατρέπεται το τέκνο σε παιδί – «βαλίτσα» ανάμεσα στα σπίτια των δύο γονιών, καθώς και τις επιπτώσεις που έχει η κατάσταση αυτή στην ψυχική υγεία του, ενώ ταυτόχρονα αναγέρθηκε και το ερώτημα του τι πρόκειται να συμβεί στην περίπτωση μίας κακοποιητικής σχέσης, με ενδοοικογενειακή βία.

Η κ. Παρίντα τονίζει ότι «σίγουρα η μεταρρύθμιση κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση»

«Η νομοθετική μεταρρύθμιση συμβάλλει στην καλύτερη αντιμετώπιση του φαινομένου της γονικής αποξένωσης. Ασφαλώς, το νομικό καθεστώς δεν είναι πανάκεια, δεν άλλαξε και ούτε πρόκειται από μόνο του να αλλάξει τα πάντα ριζικά. Έδωσε, όμως, στα Δικαστήρια τη δυνατότητα και τα νομικά εργαλεία, τα οποία πρέπει να αξιοποιούνται από τους δικηγόρους που υποστηρίζουν τις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου, να κρίνουν τις οικογενειακές διαφορές χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα, λαμβάνοντας υπόψη τη μοναδικότητα κάθε περίπτωσης». 

«Η εισαγωγή του μοντέλου της εναλλασσόμενης διαμονής του παιδιού επικρίθηκε με το επιχείρημα, ότι οι ανάγκες των παιδιών δεν μπορούν να εξασφαλιστούν με απλό μοίρασμα του χρόνου τους μεταξύ των δύο γονιών, που τελικά αποβαίνει σε βάρος της ψυχοσυναισθηματικής ισορροπίας τους», εξηγεί η κ. Παρίντα: 

«Η ανάπτυξη των παιδιών σε ένα σταθερό, υγιές και αρμονικό περιβάλλον επιτυγχάνεται χάρη στον σταθερό χώρο κατοικίας, στη σταθερότητα του βασικού προσώπου φροντίδας, στο ήρεμο κλίμα που επικρατεί στις οικογενειακές σχέσεις καθώς και στη σαφήνεια των ρόλων, των χώρων και των σχέσεων. Επιπλέον, είναι δυνατόν το μοντέλο της εναλλασσόμενης διαμονής να εκθέσει το παιδί σε, εκ διαμέτρου αντίθετες, γονεϊκές επιλογές, ενώ ελλοχεύει ο ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος ο ένας γονέας να αναιρεί τις επιλογές του άλλου, με αυτονόητα αρνητική επίπτωση στο παιδί.

Για τους ανωτέρω λόγους, μεταξύ άλλων, υποστηρίζεται, ότι για να λειτουργήσει αποτελεσματικά και όχι εις βάρος του παιδιού η, χρονικά κατανεμημένη, γονική μέριμνα ή επιμέλεια μεταξύ των δύο γονέων απαιτείται η στοιχειώδης δυνατότητα συνεννόησης, κατανόησης και εμπιστοσύνης μεταξύ τους.

Επιχείρημα κατά του συστήματος εναλλασσόμενης διαμονής του ανηλίκου τέκνου με το σκεπτικό ότι δεν είναι ο μοναδικός τρόπος εξασφάλισης επικοινωνίας γονέα – τέκνου, αντλείται και από την διάταξη του άρθρου 1520 ΑΚ (που έχει, επίσης, επικριθεί), με την οποία θεσπίζεται δικαίωμα διευρυμένης επικοινωνίας του τέκνου με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, σε χρόνο που τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου επικοινωνίας, με τη δυνατότητα καθορισμού μικρότερου ή μεγαλύτερου χρόνου επικοινωνίας. 

«Την αρχή της εναλλασσόμενης κατοικίας (shared residence) εισηγείται και το Συμβούλιο της Ευρώπης, με ψήφισμά του, με το οποίο προσκαλεί τα κράτη – μέλη να την εντάξουν στη νομοθεσία τους, αποκλείοντας ασφαλώς την εφαρμογή της σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, κακοποίησης του παιδιού και αδιαφορίας, που δημιουργούν κινδύνους, για την σωματική και ψυχική υγεία του τέκνου».

Ωστόσο, παρά τον παιδοκεντρικό ρόλο στην πρακτική της εναλλασσόμενης κατοικίας, η κ. Παρίντα τονίζει ότι η επιλογή αυτή καθορίζεται και από άλλους παράγοντες: 

«Η πρακτική, πάντως, αποδεικνύει, ότι καθώς το σύστημα που καθιερώνει ο ισχύων νόμος είναι παιδοκεντρικό, καθοριστικό ρόλο για την επιλογή της εναλλασσόμενης κατοικίας από το Δικαστήριο έχει η γνώμη του ίδιου του παιδιού, που εκδηλώνει την επιθυμία να μην αποχωριστεί τους δυο γονείς του, η επιτυχής εφαρμογή της χρονικής κατανομής για μεγάλο διάστημα, η ανάλωση αρκετού χρόνου με τα τέκνα του από τον γονέα που δεν συγκατοικεί μαζί τους και η μη ύπαρξη άλλου τέκνου.

«Πάγια είναι και η νομολογία των Δικαστηρίων σχετικά με το ζήτημα του κατά πόσο η ηλικία του τέκνου αποτελεί κριτήριο για τον Οικογενειακό Δικαστή», εξηγεί η κ. Παρίντα: 

«Η άποψη ότι η γονική μέριμνα των, μικρής ηλικίας, τέκνων πρέπει να ανατίθεται στη μητέρα τους λόγω του ότι έχουν ανάγκη της μητρικής στοργής και ιδιαίτερων περιποιήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, σύμφωνα και με τις νεότερες ιατρικές παιδαγωγικές και ψυχολογικές έρευνες, μόνο για την νηπιακή ηλικία, για την οποία αναγνωρίζεται σαφής βιοκοινωνική υπεροχή της μητέρας, ενώ για τον μεταγενέστερο χρόνο αναγνωρίζεται ο σοβαρός ρόλος του πατέρα στην όλη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων του τέκνου. Έτσι, το συμφέρον του ανηλίκου μπορεί να επιβάλει να ανατίθεται η άσκηση της επιμέλειας αυτού από κοινού στους γονείς του, δηλαδή να γίνεται χρονική (ή εναλλασσόμενη) κατανομή αυτής ανάμεσα στους δύο γονείς, ενώ και η γονική μέριμνα να ανήκει από κοινού στους δυο τους». 

Τι συμβαίνει στην περίπτωση ενδοοικογενειακής βίας; 

Παρά το γεγονός ότι έγιναν πολλές αναφορές στον τρόπο που επηρεάζει αυτή η μεταρρύθμιση τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας μέσα στην οικογένεια, η κ. Παρίντα, τονίζει ότι τέτοιες περιπτώσεις συνιστούν ειδικό λόγο παρέκκλισης από την από κοινού άσκηση γονικής μέριμνας, δεδομένου ότι προέχει η η προστασία της σωματικής ακεραιότητας και ψυχικής συγκρότησης του παιδιού.

«Σημαντικός στην προστασία των παιδιών από κακοποιητικές γονεϊκές συμπεριφορές, είναι ο ρόλος της Εισαγγελίας Ανηλίκων, ειδικών επιστημόνων ψυχικής υγείας δημόσιων φορέων (παιδοψυχολόγων και παιδοψυχιάτρων), της κοινωνικής υπηρεσίας και κοινωνικών λειτουργών. Ο ίδιος ο νόμος παρέχει στον Δικαστή εργαλεία για την προστασία των παιδιών, όπως η διενέργεια ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης (1514 ΑΚ) ώστε να μπορεί να προσδιορισθεί από ειδικούς ψυχικής υγείας η κατάσταση του παιδιού και η λύση που πραγματικά εξυπηρετεί το συμφέρον του, η έρευνα από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία, η παρακολούθηση εκ μέρους των γονέων συνεδριών συμβουλευτικής υποστήριξης με ειδικούς ψυχικής υγείας και κοινωνικούς λειτουργούς δημόσιας δομής.

Σε περίπτωση που η διαμονή του παιδιού με τον γονέα συνεπάγεται κινδύνους για το παιδί, συντρέχει επείγουσα ανάγκη προστασίας του, η οποία ως πρώτο μέτρο περιλαμβάνει την απομάκρυνση του παιδιού από τον γονέα που εκδηλώνει την κακοποιητική συμπεριφορά και τον καθορισμό του τόπου διαμονής με τον άλλο γονέα ή τρίτο πρόσωπο. Το ίδιο συμβαίνει, όταν ο γονέας με τον οποίο διαμένει το παιδί συγκατοικεί με τρίτο πρόσωπο, που επιδεικνύει σε βάρος του παιδιού κακοποιητική συμπεριφορά».

Όσον αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας του κακοποιητικού γονέα με το ανήλικο τέκνο του, η κ. Παρίντα ενημερώνει ότι ο νόμος προβλέπει ότι ο αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός, όταν ο γονέας κριθεί ακατάλληλος.

«Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων», σημειώνει η ίδια.

Ωστόσο, επειδή τα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας αυξάνονται με δραματικούς ρυθμούς, επιτακτική είναι και η ανάγκη για την απόδειξή τους, για την αποφυγή φαινομένων καταστρατήγησης διατάξεων για την ενδοοικογενειακή βία.

«Ο νόμος (1532 ΑΚ) ορίζει, ως καταχρηστική άσκηση γονικής μέριμνας την καταδίκη του γονέα για μια σειρά αδικημάτων μεταξύ των οποίων η ενδοοικογενειακή βία. Προβλέπεται ότι θα πρέπει να αποδεικνύεται τουλάχιστον με οριστική δικαστική απόφαση. Αυτονόητο είναι ότι, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, ο Εισαγγελέας διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του παιδιού, μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου», καταλήγει η κ. Παρίντα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα