Η καλλονή που μετά τον θάνατό της «ζει» σε έναν… κολπίσκο

Την Μάρθα Καζάρ οφείλεις να τη γνωρίζεις.

Parallaxi
η-καλλονή-που-μετά-τον-θάνατό-της-ζει-412775
Parallaxi

Εικόνες: Kίνημα «Αλληλεγγύη στον Κολπίσκο της Μαντάμ Μάρθας»

Το όνομα μιας καλλονής που υπήρξε από τις πρώτες μπαλαρίνες της Τουρκίας, της μαντάμ Μάρθας, σχεδόν 40 χρόνια μετά τον θάνατό της, εξακολουθεί να συζητιέται και να βρίσκεται ακόμη και σήμερα στην επικαιρότητα. Κι αυτό λόγω ενός περιβαλλοντικού προβλήματος που απασχολεί τους κατοίκους του Burgazada (Αντιγόνης), ενός από τα Πριγκηπονήσια της Κωνσταντινούπολης.

Η συγκλονιστική ιστορία της Μάρθας Καζάρ αρχίζει από τη Μέση Ανατολή, συνεχίζεται στην Πόλη και καταλήγει με το τραγικό τέλος της στην Αντιγόνη, όπου μετά τον θάνατό της, η απόμακρη παραλία στην οποία κολυμπούσε γυμνή χειμώνα – καλοκαίρι παύει πια να λέγεται Χαλίκια και παίρνει το όνομα «Madam Marta Koyu» (Κολπίσκος της Μαντάμ Μάρθας). Η παραλία αυτή βρίσκεται σε μια πρώτου βαθμού προστατευόμενη περιοχή 56 στρεμμάτων. Σήμερα, κάτοικοι του νησιού, που θέλουν να παραμείνει η περιοχή στην φυσική της κατάσταση, έχουν δημιουργήσει το κίνημα «Αλληλεγγύη στον Κολπίσκο της Μαντάμ Μάρθας», αντιδρώντας στην εκμίσθωση της περιοχής σε επιχειρηματία, ο οποίος σχεδιάζει να την περιφράξει και να χρησιμοποιήσει τα δύο υπάρχοντα κτίρια ως χώρους δεξιώσεων γάμων και εκδηλώσεων.

Μια αντισυμβατική γυναίκα με ελεύθερο πνεύμα

H Μάρθα Αράτ ήταν καθολική χριστιανή με καταγωγή, κατ’ άλλους από την Αίγυπτο και κατ’ άλλους από τον Λίβανο. Γεννήθηκε το 1920 και όταν ήταν παιδί, ο πατέρας της διορίστηκε διευθυντής στην Οθωμανική Τράπεζα και η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τελείωσε το Λύκειο St. Benoit, παντρεύτηκε με έναν ευυπόληπτο Αρμένιο, τον Μπερτς Καζάρ και εγκαταστάθηκαν στα Πριγκηπονήσια, στο νησί Αντιγόνη.

Όπως γράφει η Μπερτζχουχί Μπερμπεριάν (Berchuhi Berberyan) στο κεφάλαιο «Η καλλονή Μάρθα» του βιβλίου της, με τίτλο «Burgazada Sevgilim» (Αντιγόνη, αγάπη μου), τα πρώτα χρόνια του γάμου της Μάρθας, η Αγγλίδα πεθερά της την έβρισκε κάπως παχουλή και γι’ αυτό την έστειλε να κάνει μαθήματα μπαλέτου με τη Ρωσίδα Λίντια Κρασσα Αρζουμάνοβα, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Πόλη μετά τη Ρωσική Επανάσταση. Λέγεται ότι η Μάρθα ήταν η πρώτη ή από τις πρώτες μπαλαρίνες στην Τουρκία.

Η Μπερμπεριάν, επικαλούμενη αφηγήσεις μιας φίλης της, γράφει ότι η Μάρθα ήταν μια γυναίκα με ελεύθερο πνεύμα, που πλενόταν με κρύο νερό χειμώνα – καλοκαίρι, έμπαινε γυμνή στη θάλασσα και περπατούσε χωρίς κάλτσες στο χιόνι. Όταν έβρεχε, μάζευε το νερό της βροχής και πήγαινε να πλυθεί με αυτό, λέγοντας: «πάω να πλυθώ με το νερό του Θεού». Λάτρευε τη θάλασσα και το κολύμπι για αυτήν ήταν σαν διαλογισμός. Λέγεται πως οι ωδίνες του τοκετού την έπιασαν στη θάλασσα και ότι αν γινόταν, θα γεννούσε μέσα στο νερό. Μάλιστα, χαρακτηρίζει τη Μάρθα ως μια νεράιδα, που ήθελε να αποκτήσει μια κόρη και να την ονομάσει Κλεοπάτρα. Όμως τελικά απέκτησε έναν γιο, που και αυτός, όπως και η ίδια, αγαπούσε τη θάλασσα.

Ως μια αντισυμβατική γυναίκα, έπεφτε «πολύ μεγάλη» για τη …μικρόμυαλη κοινότητα του νησιού. Έδενε ατημέλητα μπαντάνες στα μαλλιά της και φορούσε στα μπράτσα και στους αστραγάλους ξύλινα βραχιόλια και ντυνόταν αποκαλυπτικά. Φορούσε διάφανα παρεό σε μια εποχή που ο κόσμος δεν ήξερε καν τι είναι το παρεό και πήγαινε να προϋπαντήσει τον άντρα της στην προκυμαία. Και ακριβώς επειδή ήταν τόσο αντισυμβατική είχε γίνει αντικείμενο κουτσομπολιών και κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες γι αυτήν.

Χόρευε σαν τη Σαλώμη

Μαρτυρίες κατοίκων του νησιού αναφέρουν ότι ήταν μια καλόκαρδη γυναίκα, που έφτιαχνε κοσμήματα από χαλίκια και κοχύλια και τα έδινε στα παιδιά, ότι μοίραζε βασιλόπιτες στον κόσμο και ότι προστάτευε τη φύση. Λέγεται ότι έσωσε τρεις φορές το νησί από τη φωτιά. Το καλύβι της, που βρισκόταν στον κολπίσκο στα Χαλίκια, ήταν ανοιχτό για όλους.

«Η μαντάμ Μάρθα ήταν φίλη της μαμάς μου και όταν ήμουν μικρή, πηγαίναμε μαζί της για μπάνιο στα Χαλίκια. Είχε δύο σπίτια, ένα χειμωνιάτικο και ένα καλοκαιρινό, που ήταν στην ακροθαλασσιά. Αυτό το σπίτι, παλιά, ήταν κάτι σαν εργοστάσιο, μετά έγινε το σπίτι ενός ψαρά και μετά σπίτι της Μάρθας. Ήταν πάντα πολύ χαρούμενη. Κάθε μέρα έκανε τις δουλειές του σπιτιού και μετά ξεκινούσε για την ακροθαλασσιά. Στη δεκαετία του ’60-’70 φορούσε μπικίνι και κάποιες φορές έμπαινε γυμνή στη θάλασσα. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά, τα χώριζε στα δύο και τα έδενε με χρωματιστές κορδέλες. Το άντρα της τον αγαπούσε πάρα πολύ και κάθε μέρα τον περίμενε στην βαπορόσκαλα φορώντας χρωματιστά φουστάνια. Είχε έναν γιο, τον Τζορτζ, που τον λάτρευε. Με τον Τζορτζ παίζαμε, όταν ήμασταν παιδιά. Τώρα ζει στην Πόλη», αφηγείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Κατρίν Νικολάου.

«Η μαντάμ Μάρθα ήταν μια καλόκαρδη γυναίκα, που βοήθησε τους δικούς μου, όταν κάηκε το σπίτι τους από την πυρκαγιά που ξέσπασε, όταν το χαλί πήρε φωτιά από τη σόμπα. Τους επέτρεψε να φτιάξουν ένα ξύλινο παράπηγμα δίπλα στο σπίτι της για να ζήσουν εκεί. Ντυνόταν αποκαλυπτικά και για αυτό τη σχολίαζαν. Όμως δεν πείραξε ποτέ κανέναν, ήταν μια γυναίκα γεμάτη συμπόνια. Είχε και έναν γιο, ο οποίος, μετά τον θάνατό της, πούλησε την περιουσία που κληρονόμησε και δεν έρχεται στο νησί», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Ναζιφέ Γιλντιρίμ, η οποία γνώριζε την μαντάμ Μάρθα.

Ο κοινοτάρχης του Burgazada, Μουσταφά Μπιτσέρ, που θυμάται τη μαντάμ Μάρθα από τότε που ο ίδιος ήταν παιδί, λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Η μαντάμ Μάρθα ήταν μια παλιά μπαλαρίνα, που έμπαινε χειμώνα – καλοκαίρι στη θάλασσα. Ήταν μια εγκάρδια γυναίκα, ένας καλός άνθρωπος. Λένε πως έσωσε το νησί από φωτιά».

Η Μπερτζχουχί Μπερμπεριάν στο βιβλίο της γράφει ότι μια μέρα, όταν η ίδια ήταν ακόμη παιδί, η Μάρθα πήγε στο σπίτι τους, έχοντας μαζί της ένα παλαιού τύπου μαγνητόφωνο, από εκείνα που παίζουν με μπομπίνες. Έβαλε να παίξει μια εξωτική μουσική, τυλίχτηκε με χρωματιστά πέπλα και άρχισε να χορεύει. Ήταν σαν να χόρευε τον χορό της Σαλώμης με τα επτά πέπλα. Οι γυναίκες που την είδαν άρχισαν να σκουντάνε η μία την άλλη με νόημα και να ψιθυρίζουν ότι αυτά είναι πράγματα που δεν ταιριάζουν σε μια ενάρετη νοικοκυρά. «Όμως εγώ είχα μαγευτεί. Αργότερα, όταν ήμουν μόνη και χωρίς να με αντιλαμβάνεται κανείς, τη μιμήθηκα πολλές φορές μπροστά στον καθρέφτη», γράφει η Μπερμπεριάν.

Το τραγικό τέλος

Λέγεται πως η μαντάμ Μάρθα, λόγω αυτών των φημών και των κουτσομπολιών που κυκλοφορούσαν σε βάρος της, αυτοκτόνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80, αφήνοντας ένα σημείωμα που έγραφε: «Θα ησυχάσετε πια». Τη βρήκαν νεκρή στη θάλασσα και είπαν πως δεν μπορεί να πνίγηκε, μιας και ήταν δεινή κολυμβήτρια, αλλά φαρμακώθηκε για να πεθάνει και έπεσε στη θάλασσα.

Η Ναζιφέ Γιλντιρίμ υποστηρίζει ότι η μαντάμ Μάρθα δεν αυτοκτόνησε αλλά πέθανε από τον καημό της επειδή την κακολογούσαν και την κουτσομπόλευαν. Αναφέρει, μάλιστα, ότι μετά τον θάνατό της δεν την έθαψαν στο νησί αλλά ήρθαν και την πήραν οι δικοί της και την έθαψαν κάπου άλλου. «Αυτοκτόνησε από τον καημό της. Ο άντρας της ζούσε, όταν αυτοκτόνησε η μαντάμ Μάρθα. Ο ίδιος πέθανε περίπου 10 χρόνια αργότερα», αναφέρει η Κατρίν Νικολάου.

Μετά το τραγικό τέλος της μαντάμ Μάρθας, οι κάτοικοι του νησιού άρχισαν να λένε τα Χαλίκια, «Κολπίσκο της Μαντάμ Μάρθας» και σήμερα η περιοχή είναι γνωστή με το όνομά της.

Χρόνια μετά τον θάνατό της, το 2013, η μαντάμ Μάρθα «εμφανίστηκ» σε μια τηλεοπτική σειρά ντοκιμαντέρ του Νεντίμ Χαζάρ Μπόρα, με τίτλο «Οι γυναίκες του νησιού», ενώ το «φάντασμά» της πρωταγωνίστησε στο μονόπρακτο θεατρικό, με τίτλο «Το φάντασμα του νησιού», το οποίο παίχτηκε στο νησί που τόσο αγάπησε.

Το κίνημα «Αλληλεγγύη στον Κολπίσκο της Μαντάμ Μάρθας»

Όπως αναφέρουν εκπρόσωποι του κινήματος «Αλληλεγγύη στον Κολπίσκο της Μαντάμ Μάρθας», επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα μέρος της περιοχής όπου βρίσκεται ο κολπίσκος ανήκε στην Μονή Αγίου Γεωργίου Καρύπη και ήταν κληροδότημα του Ρωμιού τραπεζίτη Γεωργίου Ζαρίφη. Μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας, η περιοχή πέρασε στο τουρκικό Δημόσιο. Το 2006, το τουρκικό Δημόσιο παραχώρησε την περιοχή στο Βακούφι του Σιλαχτάραγα, παίρνοντας ως αντάλλαγμα μια έκταση στην περιοχή Εγιούπ της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, η περιοχή πέρασε στην αρμοδιότητα της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων, η οποία κατόπιν διαγωνισμού, τον Δεκέμβριο του 2018, την εκμίσθωσε σε ιδιώτη έναντι μηνιαίου ενοικίου 15.000 τουρκικών λιρών.

«Ο Κολπίσκος της Μαντάμ Μάρθας βρίσκεται στη νοτιοδυτική άκρη του νησιού. Είναι απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς και έχει μία ακτή περίπου 650 μέτρων. Βρίσκεται σε προστατευόμενη περιοχή πρώτου βαθμού, όπου δεν επιτρέπεται η οικοδόμηση και αποτελεί βιότοπο με δεκάδες είδη δέντρων, πουλιών, λουλουδιών εντόμων και ειδών της θαλάσσιας πανίδας. Καταβάλλονται προσπάθειες για να ενταχθεί στην Παγκόσμια Πολιτιστική Κληρονομιά. Στις αρχές του 2019 μάθαμε ότι η περιοχή παραχωρήθηκε έναντι γελοίου ποσού σε ιδιώτη, ο οποίος σχεδιάζει να την περιφράξει και να την εκμεταλλευτεί, δημιουργώντας εκεί κάτι σαν εστιατόριο/καφετερία, όπου θα φιλοξενούνται δεξιώσεις γάμων, διάφορες εκδηλώσεις συναυλίες κ.ά. Αυτό είναι παράνομο. Εμείς ως κάτοικοι του νησιού θέλουμε να παραμείνει η περιοχή στη φυσική της κατάσταση και να μπορεί, όποιος θέλει και όποτε θέλει, να μπαίνει εκεί στη θάλασσα χωρίς να πληρώνει αντίτιμο και χωρίς να ζητάει άδεια από κανέναν. Γι αυτό και συγκροτήσαμε το κίνημα “Αλληλεγγύη στον Κολπίσκο της Μαντάμ Μάρθας” και μέχρι σήμερα έχουμε συγκεντρώσει περισσότερες από 15.000 υπογραφές για ακυρωθεί η παράνομη εκμίσθωση», ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Σεβγκί Τσεκίτς, η οποία είναι μία από τις συντονίστριες του κινήματος.

Η κ. Τσεκτίς επισημαίνει ότι σε μία εποχή, όπου οι παραλίες σε όλα τα Πριγκηπόνησα οικοπεδοποιούνται, περιφράσσονται και νοικιάζονται σε ιδιώτες έναντι γελοίων ποσών για να βάλουν ξαπλώστρες, να δημιουργούν ηχορύπανση και να καταστρέφουν τη φύση, πρέπει οπωσδήποτε να προστατευτεί ο «Κολπίσκος της Μαντάμ Μάρθας» καθώς είναι η τελευταία ελεύθερη παραλία στο νησί, όπου μπορεί ο καθένας να κάνει μπάνιο, όποτε θέλει και για όσο θέλει. «Εμείς ως κίνημα Αλληλεγγύης αναδεικνύουμε το θέμα είτε διά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είτε διά του Τύπου, είτε μέσω επαφών με ΜΚΟ, είτε μέσω διάφορων εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων. Επίσης έχουμε στείλει επιστολές σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς τους δημοσίου και ζητούμε να ακυρωθεί η εκμίσθωση», εξηγεί η κ. Τσεκίτς.

Ο κοινοτάρχης του νησιού Μουσταφά Μπιτσέρ επισημαίνει ότι τα προηγούμενα χρόνια, οι κάτοικοι του νησιού διαμαρτύρονταν γιατί διάφοροι πήγαιναν στον «Κολπίσκο της Μαντάμ Μάρθας» και έκαναν ελεύθερο κάμπινγκ και λόγω έλλειψης υποδομών ρύπαιναν το περιβάλλον, δημιουργούσαν φασαρία και μάλιστα είχε επέμβει η αστυνομία έπειτα από καταγγελίες. «Φαίνεται πως οι φορείς του δημοσίου ενοχλήθηκαν από αυτό και έκριναν πως πρέπει να παραχωρηθεί η περιοχή σε ιδιώτη για να σταματήσει αυτή η κατάσταση. Όμως οι κάτοικοι του νησιού θέλουν να μείνει η περιοχή στη φυσική της κατάσταση γιατί είναι μια προστατευόμενη περιοχή», λέει ο κ. Μπιτσέρ.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα