Καλό ταξίδι κ. Μουρσελά
Ένα μικρό «σημείωμα» για τον συγγραφέα
Την Κυριακή το πρωί πληροφορήθηκα το θάνατο του Κώστα Μουρσελά. Γέμισε το μυαλό αναμνήσεις και η ψυχή ανάμικτα συναισθήματα, νοσταλγίας και μελαγχολίας, καθώς η μνήμη ανακάλεσε τον άνθρωπο που γνώρισα και ταυτόχρονα η λογική μου θύμιζε ότι έτσι τελειώνουμε κάποτε όλοι.
Είναι αλήθεια δεν έχω διαβάσει πολύ, όμως ο Μουρσελάς ήταν από αυτούς που διάβασα. Το «κλειστόν λόγω μελαγχολίας», το «Ο πόθος καίει τα σωθικά» που έχω την τιμή να φέρει την αφιέρωσή του. Είδα φυσικά με εφηβική κατάπληξη τη σειρά «Εκείνος κι εκείνος», καθώς και αργότερα, φυσικά, τη σειρά «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», τα καλά της τηλεόρασης.Όμως διάβασα Μουρσελά και μάλιστα πολύ, για δύο περίπου χρόνια… υποχρεωτικά και σε πολύ αυθεντική μορφή γραπτού και θα σου πω αμέσως τώρα πώς και γιατί: Τα χρόνια 2003-2005 (ίσως και περισσότερο) έβγαινε στη Θεσσαλονίκη ένα περιοδικό λόγου και τέχνης («περιοδικό για τη σύγχρονη νόηση» είχε ως επεξηγηματικό υπότιτλο) το «Πλατεία 2310» με εμπνεύστρια κι εκδότρια την Κυριακή Θεοδωρίδου.
Από το ξεκίνημά του ως το 2005 είχα το πόστο του αρχισυντάκτη στο περιοδικό (μετά ανέλαβε ο φίλος μου Στράτος Κερσανίδης). Κάποια στιγμή η Θεοδωρίδου, μετά κι από συνέντευξη που κάναμε του Κώστα Μουρσελά, επέτυχε να του αποσπάσει τη συνεργασία σε μόνιμη βάση, χαρές και πανηγύρια στην «Πλατεία»! Θα έγραφε σε κάθε έκδοση- δίμηνη ήταν τότε- ένα σταθερό δισέλιδο με τις «Σημειώσεις από το εργαστήρι ενός συγγραφέα». Και πράγματι, έτσι έγινε, ο Μουρσελάς ήταν και εξαιρετικός στα γραπτά του και συνεπέστατος. Όμως, είχαμε ένα προβληματάκι: μας έστελνε τις «σημειώσεις» κυριολεκτικά ως σημειώσεις, δηλαδή χειρόγραφα, σε διάφορα χαρτάκια, όπου μπορεί να φανταστεί κάποιος ό,τι σημειώνει ένας συγγραφέας, όποτε πιστεύει ότι έχει να γράψει, με την πρώτη- αδιόρθωτη κατά κανόνα από τον ίδιο- γραφή!
Δεν εννοούσε να συμφωνήσει με υπολογιστές και e-mail, ήταν γι’ αυτόν και δύσκολο και, όπως κατάλαβα, υποτιμητικό και ασύμβατο με το όνομα της στήλης να είναι οι σημειώσεις γραμμένες σε πληκτρολόγιο. Το αποτέλεσμα ήταν να έρχονται οι σημειώσεις του με το ταχυδρομείο, φάκελοι ωραιότατοι- σαν από άλλη εποχή- με γραμμένο αποστολέα και παραλήπτη. Εντός του βρίσκαμε διάφορα χαρτάκια, με πυκνογραμμένες, αραιογραμμένες, καμιά φορά με τις διαγραφές λέξεων και την πρόσθεση άλλων , επίσης κάποιες απλώς βιαστικά γραμμένες αυτές τις σημειώσεις.
Που ήταν όμως και για την εκδότρια και για μένα, που μου ανέθετε το έργο της μεταφοράς τους σε κείμενο υπολογιστή, έργο δύσκολο. Πέραν του ότι ο λόγος του συγγραφέα είναι ποιητικός, προσωπικός, απρόβλεπτος και δεν μπορείς να συνάγεις οπωσδήποτε τι γράφει, ήταν και δυσανάγνωστες γιατί ο γραφικός χαρακτήρας δεν είναι πάντα κατανοητός από όλους. Ιδίως των συγγραφέων όταν κρατούν σημειώσεις! Το τι γινόταν τότε, όταν έρχονταν οι σημειώσεις του Μουρσελά, δεν περιγράφεται, γενική επιστράτευση συνεργατών, φίλων αναγνωστών και γραφολόγων. Δεν τολμούσαμε και να τηλεφωνούμε, να ρωτήσουμε ένα «συγνώμη τι γράφετε, εδώ;» ντροπή το είχαμε . Και με ώρες και με μέρες συνεργασίας αποκρυπτογραφούσαμε τις σημειώσεις του και πανηγυρικά κλείναμε τεύχος! Θυμάμαι πολλές. Όμως, όπως ξαναδιάβασα σήμερα στα τεύχη αυτού του περιοδικού, που όσα κάναμε σ’ αυτό ήταν από τις πιο δημιουργικές εποχές του εργασιακού μου βίου, έμεινα λίγο περισσότερο στις «Συμβατικές ζωές».
Γράφει εκεί, σε σημειώσεις αφιερωμένες στο έργο της Αγκουστίνα Μπέσα Λούις, πορτογαλέζας μυθιστοριογράφου, προς το τέλος ο Κώστας Μουρσελάς: «Η Αγκουστίνα Λούις έλεγε ότι για τον προϊστορικό άνθρωπο διαφορετικός ήταν κάθε «άλλος» και κάθε «άλλος» ήταν εκ προοιμίου εχθρός. (και συνεχίζει ο Μουρσελάς σε δικές του σκέψεις: ) Ο πολιτισμός όμως, η τέχνη, αντίθετα, μας έπεισε ότι δεν πρέπει οι άλλοι ως διαφορετικοί- είναι η φυσική κατάσταση- να είναι εχθροί μας. Ο πολιτισμός, η λογοτεχνία, μας συστήνουν, ο καθένας με τον τρόπο του, τη συνύπαρξη μέσα από τη διαφορετικότητά μας, αλλιώς θα επιστρέψουμε σε εποχές «κανιβαλισμού»… … Αυτό, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει φυσικότερο, μια και η απληστία και η ιδιοτέλεια είναι μέσα στη φύση μας αλλά το θέμα μας είναι ακριβώς αυτό: το πώς, αυτήν τη φυσική μας παρόρμηση, θα την ξεπεράσουμε, θα την εξανθρωπίσουμε.. Και κάτι ακόμα, αν αποδεχτούμε την αισθητική της διαφορετικότητας, τότε πολεμάμε και τον ανταγωνισμό…» (απόσπασμα από τις σημειώσεις, περιοδικό Πλατεία 2310, τεύχος Φεβρ. 2005)