Η καρικατούρα του καλού παιδιού
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί...Μια ιστορία που μπορεί να σας είναι γνώριμη.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί που το φώναζαν Λάζαρο. Ο Λάζαρος, λοιπόν, αγαπούσε πολύ τους γονείς του. Ήταν υπάκουος και φρόνιμος, γεγονός που του το επιβράβευαν συνεχώς, ράβοντας έτσι σιγά-σιγά το κοστούμι του “καλού παιδιού”. Εκείνος βέβαια κάπου βαθιά μέσα του διαισθάνονταν, κι ενδεχομένως ήδη να γνώριζε βιωματικά, πως αν δεν υπακούει τους γονείς του εκείνοι θα τον αποδέχονται και θα τον αγαπούν λιγότερο. Επομένως, δεν είχε και πολλές επιλογές παρά να τιμά και να φορά το κοστουμάκι του.
Μια μέρα, λοιπόν, πήγε στους προσκόπους όπου έμαθε πολλά κι ενδιαφέροντα πράγματα. Δυστυχώς όμως, δεν κατάφερε να βγάλει το κοστούμι του καλού παιδιού και να βάλει αυτό του προσκόπου, γεγονός που θα υποδήλωνε τόσο μια στοιχειώδη ενσωμάτωση με την ομάδα όσο και μια ικανότητα να σχετίζεται επί της ουσίας με άλλους ανθρώπους. Καθώς μεγάλωνε λοιπόν ένιωθε κάποια περίεργα πράγματα μέσα του που τον αναστάτωναν, χωρίς ωστόσο να ξέρει πως να τα διαχειριστεί. Κάποια φίλη, που τον είδε προβληματισμένο, του είπε πως αυτό που νιώθει μέσα του ονομάζεται συναίσθημα και πιο συγκεκριμένα θυμός. Αυτή, η καλή του φίλη, του έδειξε πως, όταν εκείνη θυμώνει μιλάει και εκφράζεται με αυτόν που της έχει προκαλέσει το συγκεκριμένο συναίσθημα κι έτσι συνήθως λύνει τα μάγια.
Κατατρομαγμένος όμως ο μικρός ο Λάζαρος, διότι εκείνος ήξερε πως αν συμπεριφέρονταν αντίστοιχα θα τον τιμωρούσε σκληρά το φάντασμα των γονιών του -ή αλλιώς πέλεκυς- που ήταν πάνω από το κεφάλι του, έτρεξε και κρύφτηκε γρήγορα στο κοστούμι του το γνώριμο. Αυτό το έκανε πολύ συχνά κι έτσι, όποτε εμφανίζονταν το συναίσθημα του θυμού, το τακτοποιούσε μεθοδικά κάτω από ένα ωραιότατο χαλί. Ώσπου μια μέρα είχαν μαζευτεί τόσα πολλά από κει κάτω που σήκωσαν το χαλί και τον χτύπησαν στο δόξα πατρί. Δυστυχώς όμως ο Λαζαράκος μας δεν ξύπνησε, ίσα-ίσα που αμπαρώθηκε ακόμα περισσότερο στο γνώριμο το κοστουμάκι του.
Αλλά έβραζε, έβραζε πολύ και τότε συνάντησε έναν άλλον φίλο του θυμωμένο. Εκείνος όμως παρατήρησε πως δεν μιλούσε ευθέως σε αυτόν που τον θύμωνε, ούτε βέβαια με τον εαυτό του είχε ιδιαίτερα καλή σχέση, ούτε έλυνε παρεξηγήσεις. Εκείνος έκανε κάτι άλλο με τα λόγια του. Γνώριζε τη δύναμη του λόγου που χτίζει και γκρεμίζει. Έτσι, λιθοβολούσε έμμεσα τους άλλους και κυρίως όποιον του προκαλούσε θυμό ή τον ξεβόλευε. “Φανταστικό!” σκέφτηκε ο Λαζαράκος. “Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Έτσι και θα φοράω το κοστούμι μου και ταυτόχρονα θα εκτονώνω όλο αυτό το πολύ δυσάρεστο συναίσθημα πετώντας το στον συνομιλητή μου και λιθοβολώντας κι αυτόν που μου το προκάλεσε”. Αυτός ο εξαιρετικά βολικός συνδυασμός και συνάμα βεβαία ανώριμος και καταστροφικός τρόπος τον πήγε ζάχαρη για πολλά χρονιά. Λίγο το χαμόγελο στα χείλη, λίγο τα έξυπνα ματάκια του, του παρείχαν δόξα και οφέλη απλά παρασιτώντας.
Ώσπου μια τρομερή μέρα έγινε κάτι πολύ παράξενο. Τα φώτα έσβησαν, το σκηνικό άλλαξε κι εκείνος βρέθηκε χειροπόδαρα δεμένος σε ένα νεκροκρέβατο μοναχός και ζωντανός. Αυτό κι αν δεν ήταν τρομαχτικό. Θύμωνε, φώναζε, έβριζε μα μάταια, κανείς δεν ήταν εκεί. Και μέρα με τη μέρα μαράζωνε ολοένα και περισσότερο. Από τη μια το κοστούμι δεν του χωρούσε πια -είχε γίνει άλλωστε ολόκληρος άνδρας- κι από την άλλη μέσα του ένιωθε κενός. Γιατί βλέπεις είχε χάσει πια οποιαδήποτε επαφή με τον εαυτό του. Τα λαμπιόνια της δημοσιότητας δεν άναβαν πια, για τους δικούς τους λόγους το καθένα. Κι αφού άλλωστε ο μικρός μας ο Λαζαράκος ήταν ετερόφωτος μαράζωνε κι άλλο κι άλλο κι άλλο. Στη σκηνή πλέον της προσωπικής του ταινίας, όπου κάθονταν με τις ώρες μοναχός, επικρατούσε μαύρο σκοτάδι πίσσα. Και μια μέρα, ενώ έκλαιγε βαθιά μέσα του πολύ, του ψιθύρισε μια φωνή “Λάζαρε δεύρω έξω. Αναστήσου και γίνε άνθρωπος. Πάψε να είσαι λέρα.”