Ιστορίες από την άλλη άκρη της Μεσογείου: Η Βαρκελώνη και ο μαζικός τουρισμός
Ο Αλεσσάντρο Νεράντζης μας αφηγείται ιστορίες από την άλλη άκρη της Μεσογείου. Πρώτος σταθμός Βαρκελώνη.
Τη χαρακτήρισαν «μάχη της ξαπλώστρας». Και όχι άδικα αφού κάθε χρόνο οι διεθνείς τουριστικοί πράκτορες και οι προορισμοί που εκπροσωπούν, εκθειάζοντάς τους, δίνουν μάχες για να προσελκύσουν περισσότερους τουρίστες. Όσο για εμάς, που αναζητούμε κάποιες στιγμές χαλάρωσης κάτω από τον μεσογειακό ήλιο, δίπλα στη θάλασσα, σ΄ ένα βουνό σ΄ έναν όμορφο ειδυλλιακό προορισμό ή σε μια πόλη με βαρύ ιστορικό παρελθόν, μερικές φορές και πάντοτε εκ των υστέρων διαπιστώνουμε ότι σχηματίσαμε μια παραμορφωμένη εικόνα για τον αυθεντικό χαρακτήρα της περιοχής που έχουμε επισκεφτεί.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της «πραγματικότητας» ενός τόπου που προσφέρει ο μαζικός τουρισμός είναι οι διακοπές-πακέτο των μεγάλων τουριστικών γραφείων. Ο τουρίστας προσγειώνεται στο πλησιέστερο αεροδρόμιο, τον παραλαμβάνει ένα λεωφορείο, παραμένει ένα διάστημα σε κάποιο υπερπολυτελές συνήθως ξενοδοχείο που του προσφέρει όλες τις υπηρεσίες, αλλά του «στερεί» τη δυνατότητα να έρθει σ΄ επαφή με τον τόπο και τους κατοίκους της. Καμία ουσιαστική επαφή με το περιβάλλον, ελάχιστη έως καθόλου με τους ντόπιους.
Χωρίς να φτάσει κανείς στο άλλο άκρο που θα ήταν και το καλύτερο όταν οργανώνεις το ταξίδι σου – αυτή είναι και η διαφορά ανάμεσα στον τουρίστα και στον ταξιδευτή – στην περίπτωση του μαζικού τουρισμού που αφορά τους περισσότερους ανθρώπους δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά για την αποτελεσματικότητα των προσφερόμενων παροχών και τα πραγματικά οφέλη για τον τοπικό πληθυσμό.
Ένα σαφές παράδειγμα στο παγκόσμιο τουριστικό γίγνεσθαι είναι η Βαρκελώνη. Μια μεσογειακή, παραθαλάσσια πόλη με μακραίωνη ιστορία και νεανικό πληθυσμό, που έχει πολλά κοινά με τη Θεσσαλονίκη. Θεωρείται βέβαια αυτονόητο εδώ και χρόνια εδώ στην άλλη άκρη της Μεσογείου ότι η ιστορία, η ομορφιά και το ανθρώπινο δυναμικό δεν επαρκούν για την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν τις προϋποθέσεις. Και εκείνο που χρειάζεται είναι να έχεις τις γνώσεις και τη διάθεση, την πολιτική βούληση, όπως λέμε στην Ελλάδα –τα κονδύλια συνήθως βρίσκονται- να τα αξιοποιήσεις, να τα αναδείξεις ώστε να αναπτυχθεί ο τόπος σου.
Αυτό ακριβώς έχει καταφέρει η Βαρκελώνη: αφενός αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητές της όσον αφορά το πολιτιστικό της απόθεμα και αφετέρου ανέπτυξε ευνοϊκές συνθήκες για την εγκαθίδρυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, συγκαταλέγοντας την στους κορυφαίους κόμβους επιχειρηματικής καινοτομίας και δημιουργικής βιομηχανίας. Αν σ΄ αυτά προσθέσουμε την περηφάνια και αγάπη των κατοίκων για την πόλη τους, που χωρίς την συνεχή ενεργή δράση τους και το μεράκι τους σε κάθε γειτονιά, τότε η πόλη δεν θα ήταν τόσο βιώσιμη όσο είναι σήμερα. Μια θετική πτυχή του καταλανικού «εθνικισμού».
Παρόλα αυτά πίσω από τις τουριστικές βιτρίνες υπάρχουν πολλά προβλήματα και ο προσεκτικός επισκέπτης θα έχει παρατηρήσει τις μαύρες σημαίες που κρέμονται από κάποια παράθυρα και μπαλκόνια σπιτιών στο κέντρο της πόλης ως ένδειξη διαμαρτυρίας ενός κινήματος που αντιτίθεται σ΄ αυτήν την τουριστικοποίηση της πόλης. Για να αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω στον χρόνο.
Ως κομβικής σημασίας χρονική στιγμή για τη μετάλλαξη της Βαρκελώνης από μία δευτερεύοντας σημασίας πόλη στην ισπανική επικράτεια σε ένα διεθνή τουριστικό προορισμό ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1992. Για τους Βαρκελωνέζους δεν ήταν μόνο η προοπτική να αναμορφώσουν τον πολεοδομικό και πολιτιστικό χάρτη της τόπου τους, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την τουριστική της ανάπτυξη, αλλά και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αποτινάξουν το αρνητικό στίγμα των καταπιεστικών χρόνων της δικτατορίας του Φράνκο.
Τη χρονιά που η Βούλα Πατουλίδου ανέβαινε στο πρώτο σκαλί του βάθρου μετά τον τελικό της κούρσα των 100 μέτρων με εμπόδια, στη Βαρκελώνη ξεκινούσε η χρυσή εποχή της τουριστικής της βιομηχανίας. Οι αριθμοί αποδεικνύουν του λόγου το αληθές: από 18.500 κλίνες που διέθετε η πόλη το 1990, το 2013 έφτασε στις 68.000, χωρίς σ΄ αυτές να συμπεριλαμβάνονται οι εναλλακτικοί μέθοδοι διαμονής όπως τα hostel και οι διαδικτυακές πλατφόρμες AirBnb και Couchsurfing. Με λίγα λόγια, σε δύο δεκαετίες η προσφορά έχει υπερτριπλασιαστεί.
Προφανώς η Βαρκελώνη έχει γίνει της μόδας στο διεθνή τουριστικό χάρτη. Κι αυτό φαίνεται από τους σχεδόν οκτώ εκατομμύρια τουρίστες που στην πλειοψηφία τους μέσω τουριστικών γραφείων, επέλεξαν να επισκεφτούν την καταλανική πρωτεύουσα το 2015. Οκτώ εκατομμύρια, πεντέμισι δηλαδή φορές περισσότεροι από τους κατοίκους της πόλης, κατατάσσοντας την Βαρκελώνη στην τέταρτη θέση της λίστας των δημοφιλέστερων προορισμών στην Ευρώπη μετά το Λονδίνο, το Παρίσι και τη Ρώμη. Σύμφωνα με τη μελέτη της MasterCard «Global Destination Cities Index», το 2015 η Βαρκελώνη έχει εισπράξει από τον τουρισμό κοντά στα 12 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ την ημέρα(!).
Επομένως, σαφώς ο τουρισμός στην πόλη αποτελεί the Big Deal. Για ποιους, όμως; Και γιατί τότε φουντώνει το κίνημα αμφισβήτησης αυτού του μοντέλου τουριστικής ανάπτυξης; Πώς η Βαρκελώνη από μία πόλη με τουρισμό μεταμορφώθηκε σε μία τουριστική πόλη;
Οι επικριτές αυτού του μοντέλου ανάπτυξης που πολλαπλασιάζονται είδαν πρώτα απ΄ όλα την καθημερινότητά τους να αλλάζει, αλλά όχι προς το καλύτερο. Και μετά αρκετοί πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες διαπίστωσαν ότι παρόλη την επιτυχία στην προσέλκυση τουριστών, η πολιτεία δεν σχεδίασε έγκαιρα ένα μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης με μακροπρόθεσμο ορίζοντα, επιφέροντας μια σειρά αρνητικών επιπτώσεων στην κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ζωή της πόλης. «Μου προκαλεί απέχθεια αυτό που βλέπω στην πόλη που μεγάλωσα. Δεν μπορώ να κινηθώ ελεύθερα στο κέντρο, ο συνωστισμός που προκαλεί ο τουρισμός είναι αμείωτος», μου λέει ο Jaume, οδηγός του τουριστικού λεωφορείου που είχα βάρδια ως τουριστικός οδηγός ένα μεσημέρι του περασμένου Αυγούστου. Και συνεχίζει «μέχρι πριν μερικά χρόνια στην περιοχή του κέντρου και στην παραλιακή μπορούσες να κάνεις αμέριμνος την πρωινή σου βόλτα, να πιείς το καφέ στο μπαρ που πήγαινε ο παππούς σου στο Barrio Gòtico και να αγοράσεις την εφημερίδα σου από τον πεζόδρομο La Rambla». Και προσθέτει, ενώ εγώ υποδεχόμουνα μια ομάδα τουριστών που ανέβαινε στο λεωφορείο. «Σήμερα, σχεδόν όλα τα παλιά ιστορικά μαγαζιά και καφέ έχουν μετατραπεί σε αμερικανικά φαστφουντάδικα, ιρλανδικές pub, εστιατόρια αμφίβολης ποιότητας φαγητού και souvenir shops. Η Βαρκελώνη σιγά σιγά χάνει τον χαρακτήρα της.»
Δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω μαζί του γιατί παρότι δεν είμαι Βαρκελωνέζος μετά από τόσα χρόνια παραμονής και εγώ καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα. Και τα ίδια λένε πολλοί άλλοι κάτοικοι. Βέβαια στο συνομιλητή μου αντιπαρέθεσα την άποψη ότι η πόλη ίσως να μην ήταν τόσο περιποιημένη όσο είναι σήμερα και ότι τελικός αμφότεροι, όπως και χιλιάδες άλλοι εργαζόμενοι που άμεσα ή έμμεσα ωφελούνται από τον τουρισμό, να μην είχαμε δουλειά. «Φυσικά –μου είπε- και ο τουρισμός έχει ωφελήσει τη Βαρκελώνη, οι μισθοί άλλωστε είναι υψηλότεροι από τον μέσο όρο της Ισπανίας. Αλλά τι να το κάνω όταν το νοίκι του σπιτιού που μένω με την οικογένεια μου έχει σχεδόν διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια λόγω της μεγαλύτερης ζήτησης και όταν αισθάνομαι σαν τουρίστας στην ίδια μου την πόλη; Η πόλη έχει μετατραπεί σε ένα θεματικό πάρκο για τουρίστες.»
Πράγματι κατά την διάρκεια όλου του χρόνου η Βαρκελώνη ποτέ δεν «ξεκουράζεται». Ιδίως κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, την περίοδο που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών, το ιστορικό κέντρο «βουλιάζει» και οι υποδομές της πόλης καταρρέουν. Αναφερόμαστε σε μια περιοχή στο ιστορικό κέντρο, την Ciutat Vella, που δεν αριθμεί πάνω από 100.000 κατοίκους, στην οποία συρρέουν καθημερινά δεκάδες χιλιάδες τουρίστες.
Και ενώ τουλάχιστον στην αρχή αυτής της ανάπτυξης φαινόταν ότι τα έσοδα από τον τουρισμό θα είχαν άμεσο όφελος για την τοπική κοινωνία, την οικονομία της και το κοινό συμφέρον, σήμερα διαπιστώνεται ότι συνέβη ακριβώς το αντίθετο: η τοπική παραδοσιακή οικονομία αποσυντίθεται, οι τιμές αυξάνονται, η πολιτιστική κληρονομιά αλλοιώνεται και εμπορευματοποιείται μαζικά, το βιοτικό επίπεδο στις γειτονιές πέφτει κατακόρυφα, ο γηγενής πληθυσμός αποκλείεται από την δημόσια συζήτηση για της πολιτικές λήψης αποφάσεων για τον τουρισμό, ο φυσικός δημόσιος χώρος εξαφανίζεται, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό από τα έσοδα που παράγονται από τον τουρισμό παραμένουν στις τσέπες μιας μικρής ομάδας ξενοδοχειακών lobby και decision makers.
Αυτή η συμφόρηση στους δρόμους της πόλης αντανακλάται και στα γραφεία του δήμου Βαρκελώνης. Η πρόσφατα εκλεγμένη δήμαρχος της πόλης, Άντα Κολάου, που ηγείται ενός συνασπισμού οικολόγων και κοινωνικών ακτιβιστών, δήλωσε στο Bloomberg ότι «η αύξηση του τουρισμού έχει καταστήσει τη πόλη μη βιώσιμη» για τους 1,7 εκατομμύρια κατοίκους της. Η Κολάου δεσμεύτηκε ότι θα θεσπίζει ένα μορατόριουμ για τις ξενοδοχειακές άδειες και για τα τουριστικά διαμερίσματα, όπως επίσης ότι θα εφαρμόσει ένα σχέδιο για να διασφαλίσει ότι η Βαρκελώνη «δεν θα γίνει όπως η Βενετία.»
Συμπερασματικά –κι αυτό ας είναι ένα μήνυμα για τη Θεσσαλονίκη, που μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να εμφανίζεται στο διεθνή τουριστικό χάρτη- μόνον όταν το τουριστικό προϊόν είναι συμβατό με τα αυθεντικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής, ενσωματώνοντας όλους τους φορείς και την κοινωνία των πολιτών, μπορούν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις που θα καταστήσουν το επιλεχθέν τουριστικό μοντέλο αειφόρο και βιώσιμο. Μέχρι τότε θα απολαμβάνω το εξαιρετικό καταλανικό κρασί σε κάποιο από τα εναπομείναντα παραδοσιακά μπαρ που έχω ανακαλύψει στο κέντρο της Βαρκελώνης.
Ευχαριστώ τον φίλο μου Αλέξανδρο Μαργαρίτη
και τον πατέρα μου Παύλο