Πανδημία: 5 λάθη που συνεχίζουμε να κάνουμε
Είναι καιρός να μάθουμε από τα λάθη αυτά.
Όταν ανακοινώθηκε ότι το εμβόλιο κατά της πολιομυελίτιδας είναι ασφαλές και αποτελεσματικό, ο κόσμος είχε υποδεχτεί το νέο με μεγάλο ενθουσιασμό σε όλες τις ΗΠΑ. Γιορτινές καμπάνες ήχησαν, κόσμος χόρευε στους δρόμους, άλλοι έκλαιγαν από χαρά και οι εφημερίδες έκαναν λίγο για μία “ιστορική”, “μνημειώδη” νίκη.
Κάποιος θα περίμενε ότι η αρχική έγκριση των εμβολίων κορονοϊού θα προκαλέσει παρόμοιο ενθουσιασμό- ειδικά μετά από μια “σκληρή” πανδημία. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, οι συνεχόμενες καλές ειδήσεις σχετικά με τα εμβόλια αντιμετωπίστηκαν μάλλον με απαισιοδοξία.
Κι αυτό γιατί ούτε οι μεταδόσεις των ειδήσεων ούτε τα μηνύματα της Δημόσιας Υγείας αντικατοπτρίζουν την πραγματικά αξιοθαύμαστη αλήθεια αυτών των εμβολίων. Αντί μίας ισορροπημένης αισιοδοξίας από την έναρξη των εμβολιασμών, στο κοινό έχει μεταφερθεί μία λανθασμένη ανησυχία για νέες παραλλαγές του ιού, που πηγάζει από παραπλανητικές συζητήσεις σχετικά με την αποτελεσματικότητα ορισμένων εμβολίων. Παράλληλα παρουσιάζεται ένας μακρύς κατάλογος όσων οι εμβολιασμένοι συνεχίζουν να μην μπορούν να κάνουν, την ίδια ώρα που τα μέσα ενημέρωσης αναρωτιούνται αν η πανδημία θα τελειώσει ποτέ.
Πέντε βασικά λάθη-παγίδες έχουν επηρεάσει τα μηνύματα δημόσιας υγείας, καθώς και την κάλυψη των μέσων ενημέρωσης, και έχουν διαδραματίσει μεγάλο ρόλο στον εκτροχιασμό μιας αποτελεσματικής απόκρισης στην πανδημία. Αυτά τα προβλήματα εμβαθύνθηκαν από τους τρόπους τους οποίους εμείς – το κοινό – αναπτύξαμε για να αντιμετωπίσουμε μια φοβερή κατάσταση υπό τη σκιά της μεγάλης αβεβαιότητας. Και τώρα, ακόμη και όταν τα εμβόλια προσφέρουν λαμπρή ελπίδα, ορισμένοι αξιωματούχοι και μέσα ενημέρωσης επαναλαμβάνουν πολλά από τα ίδια λάθη κατά την έναρξη των εμβολιασμών.
Οι τελευταίοι 12 μήνες ήταν μία απίστευτη πρόκληση για σχεδόν όλους. Οι αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας μάχονταν μια καταστροφική πανδημία, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας δεν ήταν δομημένη ή χρηματοδοτούμενη για ανεξαρτησία ή ευελιξία, αλλά συνέχισε να εργάζεται σκληρά για να περιορίσει την ασθένεια. Πολλοί ερευνητές και ειδικοί εντόπισαν την απουσία έγκαιρων και αξιόπιστων κατευθυντήριων γραμμών από τις αρχές και προσπάθησαν να καλύψουν το κενό κοινοποιώντας τα ευρήματά τους απευθείας στο κοινό στα social media. Οι δημοσιογράφοι προσπάθησαν να κρατήσουν το κοινό ενήμερο παρόλους τους περιορισμούς χρόνου και γνώσης. Και οι υπόλοιποι προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε όσο καλύτερα γινόταν, ψάχνοντας για καθοδήγηση όπου μπορούσαμε, και μοιράζοντας πληροφορίες όταν μπορούσαμε, αλλά πάντα κάτω από δύσκολες, σκοτεινές συνθήκες.
Ωστόσο, παρά τις καλές προθέσεις, μεγάλο μέρος της ανταλλαγής μηνυμάτων δημόσιας υγείας ήταν εξαιρετικά αντιπαραγωγική. Με πέντε συγκεκριμένους τρόπους, οι παραδοχές που έγιναν από δημόσιους λειτουργούς, οι επιλογές που έγιναν από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, ο τρόπος λειτουργίας της ψηφιακής δημόσιας σφαίρας και τα πρότυπα επικοινωνίας μεταξύ ακαδημαϊκών κοινοτήτων και του κοινού αποδείχτηκαν προβληματικά.
Αποζημίωση Κινδύνου
Ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα που υπονομεύουν την πανδημία είναι η δυσπιστία και ο πατερναλισμός που έχουν επιδείξει ορισμένοι οργανισμοί δημόσιας υγείας και εμπειρογνώμονες απέναντι στο κοινό. Ένας βασικός λόγος για αυτήν τη στάση είναι πως πίστευαν ότι θα συμπεριφερθεί απρόσεκτα απέναντι στα μέτρα πρόληψης και προστασίας όπως μάσκες, rapid tests ή εμβόλια. Ανησυχούσαν ότι καθώς ο κόσμος θα νιώσει υψηλή αίσθηση ασφάλειας θα εκτίθεται σε κινδύνους που όχι μόνο θα υπονόμευαν οποιαδήποτε οφέλη, αλλά και θα τα αντέστρεφαν.
Η θεωρία ότι αυτά που προάγουν την προστασία μας μπορεί να παρέχουν μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας και οδηγούν σε απερίσκεπτη συμπεριφορά είναι ελκυστική – και τέτοιοι φόβοι χαιρέτισαν κατά καιρούς τις προσπάθειες να πειστεί το κοινό να υιοθετήσει σχεδόν κάθε πρόοδο στην ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων των ζωνών ασφαλείας, των κρανών και των προφυλακτικών.
Ωστόσο, ξανά και ξανά, οι αριθμοί αποκαλύπτουν μια διαφορετική ιστορία: Ακόμα κι αν οι βελτιώσεις στην ασφάλεια έχουν ως αποτέλεσμα λίγοι πολίτες να συμπεριφέρονται απερίσκεπτα, τα οφέλη ξεπερνούν τα αρνητικά αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονται εξαρχής να παραμείνουν ασφαλείς από έναν επικίνδυνα παθογόνο ιό.
Κανόνες αντί για ενημέρωση
Οι αρχές επικεντρώθηκαν κυρίως σε μία σειρά από σαφείς κανόνες προς το ευρύ κοινό, αντί να εξηγήσουν λεπτομερώς τους μηχανισμούς μετάδοσης του ιού. Η εστίαση στην εξήγηση των μηχανισμών μετάδοσης και η συνεχής ενημέρωση που θα αύξανε τη γνώση μας απέναντι στο θέμα με την πάροδο του χρόνου, θα μας βοηθούσε να κάνουμε σωστές εκτιμήσεις σχετικά με τον κίνδυνο, ανάλογα με το περιβάλλον που βρισκόμαστε. Αντ ‘αυτού, τόσο τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών όσο και ο ΠΟΥ επέλεξαν να προσφέρουν σταθερές οδηγίες που δίνουν μια ψευδή αίσθηση ακρίβειας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κοινό θεώρησε ότι “στενή επαφή” σήμαινε να έρθει σε απόσταση ενάμισι μέτρου από ένα μολυσμένο άτομο, για 15 λεπτά ή περισσότερο. Αυτό το μήνυμα οδήγησε σε ένα γελοίο παιχνίδι κανόνων. Για παράδειγμα εργαζόμενοι σε εσωτερικούς χώρους με άλλους, αλλά σε απόσταση μεγαλύτερη από το 1,5 μέτρο , πίστευαν ότι μπορούσαν να βγάλουν τη μάσκα τους! Κάποιες επιχειρήσεις μετακινούσαν τα άτομα στο 14o λεπτό για να προλάβουν το όριο! Κανένα από αυτά δεν είχε ουσιαστικό νόημα. Τί θα συνέβαινε το 16ο λεπτό; Τα 2 μέτρα είναι εντάξει;
Όλα αυτά περιπλέχθηκαν από το γεγονός ότι βασικοί οργανισμοί δημόσιας υγείας όπως ο ΠΟΥ καθυστέρησαν να αναγνωρίσουν τη σημασία ορισμένων βασικών μηχανισμών μόλυνσης, όπως η μετάδοση μέσω αιωρούμενων σταγονιδίων. Ακόμη και όταν το έκαναν, δεν υπήρξε ανάλογη αλλαγή στις οδηγίες ή στα μηνύματα – ήταν εύκολο για το ευρύ κοινό να χάσει τη σημασία του.
Ισως το χειρότερο απ ‘όλα, τα μηνύματα και οι οδηγίες παρέλειψαν τη διαφορά μεταξύ εξωτερικών και εσωτερικών χώρων, όπου, δεδομένης της σημασίας της μετάδοσης μέσω αιωρούμενων σταγονιδίων, δεν θα έπρεπε να ισχύουν οι ίδιες προφυλάξεις. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς αυτός ο ιός διασπείρεται πολύ εύκολα. Μεγάλο μέρος της εξάπλωσης οφείλεται σε ορισμένα άτομα που μολύνουν πολλούς άλλους ταυτόχρονα, ενώ οι περισσότεροι δεν μεταδίδουν καθόλου τον ιό.
Είναι πολύ σημαντικό το ότι η υπερδιάδοση δεν κατανέμεται εξίσου. Οι ανεπαρκώς αεριζόμενοι εσωτερικοί χώροι μπορούν να διευκολύνουν την εξάπλωση του ιού σε μεγαλύτερες αποστάσεις και σε μικρότερα χρονικά διαστήματα από τις προτεινόμενες οδηγίες και να βοηθήσουν στην τροφοδότηση της πανδημίας. Στο εξωτερικό περιβάλλον συμβαίνει το αντίθετο.
Επίπληξη και Διαπόμπευση
Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, τα παραδοσιακά και τα κοινωνικά μέσα είχαν παγιδευτεί σε έναν κύκλο διαπόμπευσης. Πώς τολμάς να πας στην παραλία; Οι εφημερίδες μας έχουν επιπλήξει για μήνες, παρά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων ότι αυτό αποτελούσε σημαντική απειλή για τη δημόσια υγεία. Δεν ήταν μόνο συζήτηση: Πολλές πόλεις έκλεισαν πάρκα και υπαίθριους χώρους αναψυχής, ακόμα και όταν συνέχισαν να ανοίγουν εσωτερικοί χώροι για φαγητό και γυμναστήρια.
Ακόμα και όταν οι αρχές χαλαρώνουν λίγο τους κανόνες, δεν το κάνουν πάντα με λογικό τρόπο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, αφού κάποια τοπικά μέρη άρχισαν επιτέλους να επιτρέπουν στα παιδιά να παίζουν σε παιδικές χαρές – κάτι που είχε ήδη καθυστερήσει – σύντομα αποφάσισαν ότι οι ίδιοι οι γονείς δεν πρέπει να κοινωνικοποιούνται την ώρα που τα παιδιά τους απολαμβάνουν το παιχνίδι. Γιατί όχι; Ποιός ξέρει;
Ωστόσο, ενώ ορατές δραστηριότητες χαμηλού κινδύνου προκαλούν δυσαρέσκεια, άλλοι πραγματικοί κίνδυνοι – σε χώρους εργασίας και πολυπληθή νοικοκυριά, που επιδεινώνονται από την έλλειψη τεστ ή άδειας ασθενείας από το γραφείο – δεν είναι τόσο εύκολα προσβάσιμες στους φωτογράφους.
Και τα viral βίντεο που απεικονίζουν άτομα που δεν προφυλάσσονται, πχ δε φοράνε μάσκα σε εσωτερικούς χώρους, δεν βοηθούν απαραίτητα. Γιατί το μεμονωμένο άτομο που κάνει σκηνή σε ένα σούπερ μάρκετ επειδή δε θέλει να φορέσει μάσκα, διαστρεβλώνει την πραγματικότητα: Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού συμμορφώνεται με τη μάσκα. Ακόμη χειρότερα, η ντροπή είναι συχνά ένας αναποτελεσματικός τρόπος να ωθήσει τους ανθρώπους να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, ενθαρρύνει την πόλωση και αποθαρρύνει την δημοσιοποίηση, καθιστώντας πιο δύσκολη την καταπολέμηση του ιού. Αντ ‘αυτού, πρέπει να δοθεί έμφαση στην ασφαλέστερη συμπεριφορά και να τονιστεί το πόσος κόσμος έχει συμβάλλει με αυτή στην αντιμετώπιση της πανδημίας, ενθαρρύνοντας τους άλλους να κάνουν το ίδιο.
Μείωση Επιβλαβών Συνεπειών
Μέσα σε όλη τη δυσπιστία και την επίπληξη, μια κρίσιμη έννοια της δημόσιας υγείας πέρασε στα ψιλά γράμματα: Η μείωση των επιβλαβών συνεπειών. Πρόκειται για την αναγνώριση ότι εάν υπάρχει μια ανικανοποίητη αλλά και ζωτικής σημασίας ανθρώπινη ανάγκη, δεν μπορούμε απλά να πιστεύουμε οτι θα εξαφανιστεί δια μαγείας. Πρέπει να συμβουλεύουμε τα άτομα για το πώς να κάνουν αυτό που επιδιώκουν να κάνουν με μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο κίνδυνος δεν μπορεί ποτέ να εξαλειφθεί πλήρως. Η ζωή απαιτεί κάτι περισσότερο από μάταιες προσπάθειες να μειωθεί ο κίνδυνος στο μηδέν. Η προσποίηση ότι μπορούμε να απομακρύνουμε τις πολύπλοκες καταστάσεις και τους συμβιβασμούς με τον απολυταρχισμό είναι αντιπαραγωγική. Για παράδειγμα, το να μην ενημερώνουμε τους εφήβους για τις μεθόδους αντισύλληψης, οδηγεί στο να κάνουν οι περισσότεροι σεξ χωρίς προστασία.
Όπως αναφέρει η Τζούλια Μάρκους, επιδημιολόγος και αναπληρώτρια καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ: “Όταν οι αξιωματούχοι υποθέτουν ότι οι κίνδυνοι μπορούν εύκολα να εξαλειφθούν, ενδέχεται να παραμελήσουν άλλα πράγματα που έχουν σημασία για τον κόσμο: να έχουν στέγη και τροφή, να είναι κοντά σε αγαπημένα πρόσωπα, ή απλά να απολαμβάνουν τη ζωή τους. Η δημόσια υγεία λειτουργεί καλύτερα όταν βοηθά τους ανθρώπους να βρουν ασφαλέστερους τρόπους για να πάρουν αυτό που χρειάζονται και θέλουν”.
Η καλύτερη προσέγγιση είναι η ενθάρρυνση της μείωσης των κινδύνων και χαλάρωση με μέτρο – τονίζοντας ότι κάθε τόσο βοηθά- αναγνωρίζοντας επίσης ότι μια ζωή χωρίς κίνδυνο δεν είναι ούτε δυνατή ούτε επιθυμητή.
Η κοινωνικοποίηση δεν είναι πολυτέλεια – τα παιδιά πρέπει να παίζουν μεταξύ τους και οι ενήλικες πρέπει να αλληλεπιδρούν. Μερικά παιδιά θα παίξουν και μερικοί ενήλικες θα κοινωνικοποιηθούν ανεξάρτητα από επιπλήξεις και διαταγές και θα το κάνουν σε εσωτερικούς χώρους, χωρίς να τους βλέπουν.
Κι αν δεν το κάνουν; Τότε τα παιδιά θα στερηθούν μια ουσιαστική δραστηριότητα και οι ενήλικες θα στερηθούν την ανθρώπινη συντροφιά. Πρέπει να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να κοινωνικοποιηθούν με μεγαλύτερη ασφάλεια, όχι να τους ενθαρρύνουμε να σταματήσουν εντελώς να κοινωνικοποιούνται.
Η ισορροπία μεταξύ γνώσης και δράσης
Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, η απόκριση προς την πανδημία παραμορφώθηκε από μια κακή ισορροπία μεταξύ γνώσης, κινδύνου, βεβαιότητας και δράσης. Μερικές φορές, οι αρχές δημόσιας υγείας επέμεναν ότι δεν υπήρχε αρκετή γνώση για να δράσουμε, την ώρα που πλειοψηφία των αποδεικτικών στοιχείων δικαιολογούσε ήδη προληπτική δράση. Η χρήση μάσκας, για παράδειγμα, είχε λίγα ελαττώματα και έδινε την προοπτική να μετριαστεί η εκθετική απειλή που αντιμετωπίζαμε. Η αναμονή για βεβαιότητα εμπόδισε την ανταπόκρισή μας στην μετάδοση μέσω του αέρα, παρόλο που δεν υπήρχε σχεδόν καμία ένδειξη για τη σημασία των εστιών μικροβίων ή αντικειμένων που μπορούν να μεταφέρουν μόλυνση. Ωστόσο, υπογραμμίστηκε ο κίνδυνος μετάδοσης μέσω επιφανειών ενώ υπήρξε άρνηση να αντιμετωπιστεί σωστά ο κίνδυνος μετάδοσης μέσω αέρα, παρά τα αυξανόμενα στοιχεία.
Μερικές φορές, εμπειρογνώμονες και δημόσια συζήτηση απέτυχαν να τονίσουν ότι εξισορροπήσαμε τους κινδύνους, όπως και στους επαναλαμβανόμενους κύκλους συζήτησης σχετικά με το lockdown ή το άνοιγμα των σχολείων. Θα έπρεπε να κάνουμε περισσότερα για να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπήρχαν καλές επιλογές, μόνο αντισταθμίσεις μεταξύ διαφορετικών μειονεκτημάτων. Ως αποτέλεσμα, αντί να αναγνωρίσουν τη δυσκολία της κατάστασης, πάρα πολλοί άνθρωποι κατηγόρησαν εκείνους από την άλλη πλευρά ότι είναι σκληροί και αδιάφοροι.
Και μερικές φορές, ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούν οι ακαδημαϊκοί συγκρούεται με το πώς το κοινό λαμβάνει τη γνώση. Στην ακαδημαϊκή κοινότητα, οι δημοσιεύσεις γίνονται συχνά με την απόρριψη της μηδενικής υπόθεσης – που σημαίνει ότι πολλά έγγραφα δεν επιδιώκουν να αποδείξουν κάτι απόλυτα, αλλά αντ ‘αυτού, να απορρίψουν την πιθανότητα ότι μια μεταβλητή δεν έχει σχέση με το αποτέλεσμα. Εάν αυτό ακούγεται περίπλοκο, είναι – υπάρχουν ιστορικοί λόγοι για αυτήν τη μεθοδολογία και μεγάλα επιχειρήματα μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο σχετικά με τα πλεονεκτήματά της, αλλά προς το παρόν, αυτό παραμένει συνήθης πρακτική.
Σε κρίσιμα σημεία κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ωστόσο, αυτό οδήγησε σε εσφαλμένες μεταφράσεις και πυροδότησε παρανοήσεις, οι οποίες μπερδεύτηκαν περαιτέρω από διαφορετικές στάσεις απέναντι σε προηγούμενες επιστημονικές γνώσεις και θεωρίες. Ναι, αντιμετωπίσαμε έναν καινούργιο κορονοϊό, αλλά θα έπρεπε να ξεκινήσουμε υποθέτοντας ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάποιες λογικές προβολές από προηγούμενες γνώσεις, ενώ αναζητούσαμε οτιδήποτε μπορεί να αποδειχθεί διαφορετικό. Αυτή η προηγούμενη εμπειρία θα έπρεπε να μας κάνει να έχουμε επίγνωση της εποχικότητας, του βασικού ρόλου της υπερδιασποράς και της μετάδοσης μέσω σταγονιδίων του αέρα. Μία προσεκτική ματιά για αυτό που ήταν διαφορετικό από πριν θα μας είχε προειδοποιήσει νωρίτερα για τη σημασία της προ-συμπτωματικής μετάδοσης.
Έτσι, στις 14 Ιανουαρίου 2020, ο ΠΟΥ δήλωσε ότι “δεν υπήρχαν σαφείς ενδείξεις μετάδοσης από άνθρωπο σε άνθρωπο”. Θα έπρεπε να είχε πει, “Υπάρχει αυξανόμενη πιθανότητα να πραγματοποιείται μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά δεν το έχουμε αποδείξει ακόμη, επειδή δεν έχουμε πρόσβαση στη Γιουχάν της Κίνας”. Ενεργώντας σαν να υπήρχε μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο κατά τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας θα ήταν σοφή και προληπτική.
Αργότερα την άνοιξη, αξιωματούχοι του ΠΟΥ δήλωσαν ότι «δεν υπάρχουν προς το παρόν ενδείξεις ότι άτομα που έχουν αναρρώσει από το COVID-19 και έχουν αντισώματα προστατεύονται από μια δεύτερη μόλυνση», παράγοντας πολλά άρθρα γεμάτα πανικό και απελπισία. Αντ ‘αυτού, θα έπρεπε να είχε πει: “Περιμένουμε ότι το ανοσοποιητικό σύστημα θα λειτουργήσει ενάντια σε αυτόν τον ιό και θα παρέχει κάποια ανοσία για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά είναι ακόμα δύσκολο να γνωρίζουμε τις λεπτομέρειες γιατί είναι πολύ νωρίς”.
Παρομοίως, από την ανακοίνωση των εμβολίων, πάρα πολλές δηλώσεις έχουν τονίσει ότι δεν γνωρίζουμε ακόμη εάν τα εμβόλια εμποδίζουν τη μετάδοση. Αντ ‘αυτού, οι αρχές δημόσιας υγείας θα έπρεπε να είχαν πει ότι έχουμε πολλούς λόγους να αναμένουμε, και αυξανόμενα δεδομένα για να πούμε, ότι τα εμβόλια θα αμβλύνουν τη μολυσματικότητα, ωστόσο περιμένουμε να είναι πιο ακριβή τα πρόσθετα δεδομένα. Αυτό ήταν ατυχές, γιατί ενώ πολλά, πολλά πράγματα πήγαν στραβά κατά τη διάρκεια αυτής της πανδημίας, τα εμβόλια είναι ένα πράγμα που έχει πάει πολύ, πολύ σωστά.
Πηγή: The Atlantic