Κριτική: Πόσο καλό είναι τελικά το “Tenet” του Christopher Nolan;
Η πολυαναμενόμενη ταινία του Βρετανού σκηνοθέτη μόλις βγήκε στους κινηματογράφους και έχει προκαλέσει αντιδράσεις στο κοινό
«Tenet»
Σκηνοθεσία: Christopher Nolan Ηθοποιοί: John David Washington, Robert Pattinson, Elizabeth Debicki
Ένας πράκτορας της CIA, ο Πρωταγωνιστής, ενώνει τις δυνάμεις του με έναν Βρετανό κατάσκοπο με το όνομα Νίλ κι αναλαμβάνει μια μυστηριώδη αποστολή για να σώσει ολόκληρο τον κόσμο από τον απόλυτο εφιάλτη, με φόντο τον αινιγματικό κόσμο της διεθνούς κατασκοπείας, σε συνθήκες που τέμνουν αντίστροφα τη διάσταση του χρόνου.
Παρότι φτάνεις να αμφιταλαντεύεσαι λιγάκι ως προς το μισό αστεράκι που αναμένεται τελικά να κάτσει προς τα πάνω και όχι προς τα κάτω, εντούτοις δεν μπορείς παρά να καταλήγεις λιγάκι πιο επιεικής απέναντι σε ένα φιλμ που αν μη τι άλλο η θέασή του αποτελεί μια σχεδόν ιστορική στιγμή στην εξέλιξη του σινεμά του 21ου αιώνα (άθελά του προφανώς), αφού πρόκειται για την πρώτη πολύ μεγάλη παραγωγή που έρχεται στους κινηματογράφους μετά το πρώτο (τουλάχιστον) κύμα της πανδημίας του κορονοϊού, η οποία έκλεισε έναν ολόκληρο πλανήτη στα σπίτια του και σχεδόν σταμάτησε το χρόνο να κυλά.
Τόσο αυτόν που σχετίζεται με την πραγματικότητα όσο και αυτόν που ξεδιπλώνεται μέσα στις οθόνες, που εκφράζεται μέσω της δημιουργικότητας του κάθε καλλιτεχνικού έργου.
Και σαν ειρωνεία της τύχης, είναι ο χρόνος και η γραμμικότητα του (η καλύτερα η στρέβλωση αυτής) που απασχολεί για ακόμη μια φορά τον διασημότερο και εμπορικότερο σκηνοθέτη του Χόλιγουντ αυτή τη στιγμή, ο οποίος αποφασίζει να μας ξανακάνει μαθήματα κινηματογραφικού εντυπωσιασμού, αφήνοντας όμως αυτή τη φορά ακόμη περισσότερο στο περιθώριο (ξεκάθαρα εις βάρος του) την ουσία, τον πυρήνα της αφήγησης – το «υπόκεντρο» της, όπως χαρακτηριστικά ακούγεται στην ταινία – το οποίο διαμορφώνεται από το στέρεα δομημένο στόρι, τα κίνητρα και την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων, τις αμφιβολίες και τις αποφάσεις που φέρνουν τον ανάλογο αντίκτυπο, αλλά και την εμβάθυνση στον συναισθηματικό τους κόσμο που τελικά θα φέρει την ταύτιση ή έστω το δέσιμο με τον θεατή και την πολυπόθητη εμβύθιση.
Αντ’ αυτού, ο Νόλαν επιμένει να περιπλέκει κυρίως τα στολίδια της αφήγησης του (σαν θαρρείς κορδέλες που σχηματίζουν διαρκώς λωρίδες του Μέμπιους) με την ουσία της να είναι συγκλονιστικά, ίσως και παιδιάστικα απλοϊκή, αφού τελικά η ιστορία δεν αντιπροσωπεύει τίποτε άλλο από μια ξεκάθαρη κατασκοπική-κοσμοπολίτικη ταινία δράσης, στα πρότυπα (για να μην πούμε τίποτε χειρότερο) όλων των σεναρίων του Τζέιμς Μποντ από το 1960 έως σήμερα.
Αν προσέξει κανείς, μπορεί να διακρίνει ακόμη και την κλασική σκηνή στην οποία μία αντίστοιχη «Q» αναλύει τα νέα gadgets που έχει στη διάθεσή τoυ ο ακούραστος και πάντα ατσαλάκωτος πράκτορας. Οι διάλογοι είναι κλισαρισμένοι έως εκεί που δεν πάει, οι χαρακτήρες παρουσιάζονται μονοδιάστατοι (με τον Ρόμπερντ Πάτινσον μάλλον να κλέβει την παράσταση, ενώ τον ταλαντούχο Τζον Ντέιβιντ Ουάσινγκτον να δίνει την εντύπωση ότι προσπαθεί να μιμηθεί λίγο περισσότερο απ’ ότι χρειάζεται τον διάσημο πατέρα του Ντένζελ), σχεδιασμένοι απλά για να εκφωνούν βαρύγδουπες και ακαταλαβίστικες ατάκες και αυτό που σχεδόν ευλαβικά κυριαρχεί είναι ένα κεντρικό σκηνοθετικό εύρημα, εντυπωσιακότατο και τεχνικά πληρέστατο ομολογουμένως, που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα και σε κάνει, μπερδεμένο από τον καπνό, τις εκρήξεις και την ταχύτητα της εναλλαγής των πλάνων (σχεδόν σαν το μαγικό τρικ στο σπουδαίο «Πρεστίζ») να αναρωτιέσαι τι είναι τελικά αυτό που είδες, ασχολούμενος αποκλειστικά με τη λεπτομέρεια, ενώ στην πραγματικότητα οι κανόνες είναι πασίγνωστοι.
Αυτό που συμβαίνει, αυτό που εξελίσσεται, είναι τόσο απλό και τόσο στερεοτυπικό που τελικά περνάει στην αφάνεια. Αυτό όμως που τελικά μένει, στα πρότυπα πάντα του μεγαλειώδους και μεγαλόπνοου «Νολανικού» οράματος, είναι η τεράστια ικανότητα και οξυδέρκεια του σκηνοθέτη να αποσυναρμολογεί το crosscutting στα βασικά δομικά του συστατικά με φινέτσα και αναλυτικότητα που φτάνει στα όρια του ψυχαναγκασμού, αλλά και να πειθεί εσφαλμένα το κοινό του για κάτι, ένα γεγονός, μια συνθήκη, μια εικόνα ή ένα συναίσθημα, χωρίς τελικά να του δίνει όλα τα στοιχεία της εξίσωσης, ακριβώς όπως το (απλούστατο τελικά) μαγικό τρικ των ταχυδακτυλουργών στο «Πρεστίζ» ή τη λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά στο συγκλονιστικό «Μεμέντο». Στην προκειμένη περίπτωση, ο εμβρόντητος θεατής παραπλανάται εξ αρχής επενδύοντας -με τις ευλογίες προφανώς του σκηνοθέτη- στην ύπαρξη δύο βασικών παραμέτρων στην χρονική αλληλουχία (την ευθύγραμμη και την ανάστροφη) αφήνοντας πεισματικά απ’έξω μια τρίτη και βασικότατη διάσταση που είναι αυτή της προοπτικής, οπτικής γωνίας ή της υποκειμενικότητας με την οποία βιώνει τον χρόνο (ευθύγραμμο ή ανάστροφο) ο κάθε ένας από τους πρωταγωνιστές του φιλμ.
Αν τελικά βάλει κανείς σε ένα καζάνι όλες αυτές τις μεταβλητές μαζί με την ευφυΐα στην απαθανάτιση αλλά και την κινηματογραφική πειθαρχία του σκηνοθέτη, τότε καταλαβαίνει από πού πηγάζει το αποτέλεσμα των ιδιαίτερα εντυπωσιακών σκηνών (μία ειδικά, πάνω απ’ όλες) τις οποίες, επενδυμένες με ένα εξαιρετικά εύστοχο soundtrack, βλέπει να ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια του. Κι αν καταφέρει να αφήσει λιγάκι στην άκρη την δεδομένη επιδειξιομανία του Νόλαν (εδώ ακόμη περισσότερο), την αίσθηση υπερβολής αλλά και ψυχρότητας που αποπνέει ένα πανάκριβο μπλοκμπάστερ, την επιτηδευμένη κενότητα που αναδίδεται σε στιγμές ή την λιγάκι κούφια ουσία στο κινηματογραφικό δια τάυτα, θα περάσει καλά, ίσως και πολύ καλά. Αν πάλι όχι, ίσως θα πρέπει να προσπεράσει, σε μια ταινία που μάλλον αποτελεί τις λιγότερο δυνατές στιγμές του Βρετανού σκηνοθέτη.
3/5 *