Ο κυρ Στέφανος, ο ράφτης
Η ωραία ιστορία ενός ράφτη που αγαπούσε τη δουλειά του.
Για πολλούς ανθρώπους που χρόνια ξυπνάνε από τα χαράματα για τη δουλειά, ακόμα και τις μέρες που το ξυπνητήρι είναι απενεργοποιημένο, τα Σάββατα ή τις Κυριακές -όταν αυτά συμπίπτουν με το ρεπό τους- το σώμα, αλλά και το μυαλό τους, ξυπνάνε από μόνα τους. Ακόμα και αυτοί που είναι πλέον συνταξιούχοι και δεν έχουνε κανένα λόγο να μην κοιμούνται παραπάνω, συνεχίζουν να ξυπνάνε πολύ νωρίς το πρωί.
Οι τελευταίοι βρίσκονται σε μία ιδιαίτερη εγρήγορση. Φοβούνται πως αν αρχίσουν να ξυπνάνε αργά θα διασαλευτεί η σύμφωνα με τους ίδιους ισορροπία που είχαν τόσα χρόνια στη ζωή τους, θα κινδυνεύσουν να γνωρίσουν κάτι νέο και άγνωστο που ίσως δεν θα μπορούν να κουμαντάρουν και έτσι το αποφεύγουν. Ασφαλώς μπορεί να μάχονται ενάντια στον πειρασμό της ραθυμίας που εύλογα ένας τέτοιος τρόπος ζωής θα συνεπαγόταν. Γι αυτό μερικοί από αυτούς αρχίζουν να ασχολούνται με κάποιο πάρεργο ή συνεχίζουν την κύρια δουλειά τους όταν αυτό είναι εφικτό.
Ένας από αυτούς είναι ο κυρ Στέφανος, ο ράφτης. Ο κυρ Στέφανος τις Κυριακές δεν ανοίγει το ραφείο και είναι σαν να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα. Έχει πάρει σύνταξη εδώ και χρόνια αλλά το μαγαζί δεν λέει να το παρατήσει. Αν το αφήσει θα μαραζώσει. Θα πεθάνει πριν την ώρα του, παραδέχεται στο τέλος μιας μίνι πρέτ-α-πορτέ εξομολόγησης που έχει έτοιμη για κάθε τυχαίο περαστικό ή πελάτη που πιάνει συζήτηση μαζί του. Θέλει να κατεβαίνει στο μαγαζί κι ας μην έχει τι να κάνει, να πίνει το καφεδάκι του, με την εφημερίδα του. Έρχεται και ο κυρ Θόδωρος ο κουρέας από δίπλα και παίζουνε καμιά παρτίδα τάβλι μέχρι να έρθει το μεσημέρι.
Ανυπομονεί να έρθει η Δευτέρα. Να βρει τον ρυθμό του. Να πει τις ιστορίες του. «Τον πρώτο καιρό που άνοιξα το ραφείο, δεν είχα πολύ δουλειά. Έκανα όμως το εξής κόλπο. Την ημέρα το κρατούσα κλειστό και ό,τι ψιλοδουλειά είχα την έκανα το βράδυ με τη λάμπα αναμμένη, για να φαίνεται ότι έχω φούριες και ότι δουλεύω μέχρι αργά.»
Έχει το δείκτη του χεριού του κολλημένο στον κρόταφο, χειρονομία που υποδηλώνει – και επιβεβαιώνει- την «αποτελεσματικότητα της μηχανοραφείας» του, και τα μάτια του σπινθηροβολούν προεξοφλώντας την έξαψή μου στο άκουσμα του επιτυχημένου λογοπαίγνιου που όμως δεν ήταν μόνο λόγια του αέρα. «Το βλέπεις εκείνο το κτίριο;» δείχνοντας απέναντι το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης. «Είναι το μόνο καινούργιο στην πλατεία Ιπποδρομίου.
Όλα τα κτίρια εδώ είναι από το ’50-60. Όπως κι οικοδομή που έπεσε από το σεισμό του 78 και στη θέση της χτίστηκε αυτό. Το βλέμμα μου κάνει μια γύρα σε όλη την πλατεία. Ψηλά κτήρια με εφτά – οκτώ ορόφους το καθένα, βαμμένα στα χρώματα της ώχρας ή του κυανού. Πράγματι παλιά κτήρια, τόσο που κοντεύουν να γίνουν ιστορικά. Μα μήπως δεν είναι ιστορικά αφού κουβαλούν την ιστορία μιας πόλης μέσα από τις καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων της. Αφού οι άνθρωποι που τα πρωτοκατοίκησαν περνούν σιγά – σιγά στην ιστορία και μένουν τα σπίτια τους να μαρτυρούν το πως εκείνοι κάποτε έζησαν.
«Στην οικοδομή που λες αυτή, έμενε ο μαιευτήρας ο Σερεφίδης. Τον έχεις ακουστά; Και την γυναίκα μου και την κόρη μου αυτός τις ξεγέννησε. Έβγαινε τα μεσάνυχτα στο μπαλκόνι με τη ρόμπα και κάπνιζε το πούρο του. Τον έβλεπα που κοίταζε κατά δω. Του έκανε εντύπωση πως ακόμη δούλευα. Ανέβαινα στην εκτίμησή του γιατί κι αυτός ήταν δουλευτάρης. Έτσι τον έπιασα πελάτη. Του έραβα τότε δύο κοστούμια το χρόνο. Ένα καλό κι ένα καθημερινό. Τώρα μένει στο Πανόραμα.»
Στο βλέμμα του δεν διέκρινα κανένα ίχνος φθόνου ή απογοήτευσης. Χωρίς να λείπει ο ενθουσιασμός στα λόγια του, αφηγούνταν τις ιστορίες του με τέτοια ουδετερότητα στο συναίσθημα, θαρρείς πως μιλούσε γι’ αλλουνού τη ζωή. Ένας επαγγελματίας που όσο απλός και καθημερινός κι αν ήταν στο φέρσιμό του, κατάφερνε να καλλιεργήσει μια απόσταση με τους πελάτες του: οι δε αφηγήσεις του όσο κι αν έδιναν την εντύπωση προσωπικής εκμηστήρευσης είχαν φιλτραριστεί από την επανάληψη και είχαν διατηρήσει τις απαραίτητες δόσεις χιούμορ, μελοδράματος και μυστικότητας τέτοιες που αναλογούσαν στην περίσταση της πελατειακής σχέσης. Δόσεις συναισθημάτων που συχνά, αν και τα αναγνώριζες στο λόγο του, καταλάβαινες από τις δικές σου μετριοπαθείς αντιδράσεις πως τελικά παίζατε κι οι δυο ένα ρόλο.
«Εγώ παρέμεινα εδώ» συνέχισε «Δεν ήθελα να φύγω τότε αν και μπορούσα να πάρω σπίτι όπου ήθελα εκείνο τον καιρό. Η γυναίκα μου γκρίνιαζε. Εγώ ανένδοτος. Δεν της έκανα το χατήρι…Που να τρέχουμε στα τσαΐρια της έλεγα. Γιατί τότε όλα ήταν άκτιστα γύρω από το κέντρο. Που να ξέραμε τι θα γινόταν το Πανόραμα και το Ωραιόκαστρο; Τότε μόνο πρόβατα βοσκούσαν εκεί πάνω. Εγώ ήθελα να μένω στον πολύ κόσμο μέσα. Και πήραμε το σπίτι εδώ από πάνω.» Ένα βαθύ κίτρινο φώς, σαν το ίδιο χρώμα της ώχρας που ήταν βαμμένη η πλατεία, χτυπούσε τώρα πάνω στην οικοδομή. Θαρρείς ο ήλιος, έχοντας κάνει τους δικούς του απόκοσμους υπολογισμούς, ήθελε να απελευθερώσει όση ζέστη και φως θα έλειπαν στην πλατεία ύστερα από την πρώτη πρώιμη δύση του πίσω από τις πολυκατοικίες. Τα έλουζε έτσι όλα στο κίτρινο και τα γέμιζε ασφυκτικά με την παρουσία του. Βαρούσε κατακούτελα κι οι κάτοικοι της πλατείας, αγνώμονες, αμπαρώνονταν πίσω από τα κλειστά παντζούρια και τις κατεβασμένες τέντες περιμένοντας μάταια πολλές φορές το σούρουπο λιγάκι να φυσήξει αεράκι δροσερό.
Κοιτάει μια φωτογραφία της γυναίκας του, κρεμασμένη πάνω από την ραπτομηχανή, με ευλάβεια σχεδόν όπως κοιτάνε οι πιστοί την εικόνα ενός Αγίου. «Τώρα πέθανε κι αυτή και μ’άφησε μονάχο.» Μοιάζει να θέλει να ανοίξει συζήτηση για το πώς συνέβη το μοιραίο, αλλά την κλείνει μόνος του, ψιθυρίζοντας κοινότυπες εκφράσεις που λέγονται για τους πεθαμένους.
«Για πες μου νεαρέ μου λοιπόν τι έχεις φέρει μαζί σου;» Του πήγα ένα τζιν παντελόνι που είχε σκιστεί στα γόνατα απ’ το πολύ φόρεμα. Το περιεργάζεται αργά αλλά όχι βαριεστημένα. Στα χέρια του βλέπω μια επιδεξιότητα και τα μάτια του προδίδουν μια οικειότητα απέναντι στο άψυχο ρούχο. Μοιάζει να ψηλαφεί κάτι που δεν θα μπορούσε κάποιος ανίδεος και απαίδευτος στην τέχνη της ραπτικής. «Αυτά είναι αμερικάνικα υφάσματα κι εμείς αν και του επαγγέλματος δεν ξέραμε από τζιν. Άσε που δούλευα μόνο για κοστούμια, με πολύ ντελικάτα υφάσματα.»
«Είτε το πιστεύεις είτε όχι, ακόμα μου φέρνουν να επιδιορθώσω ρούχα που είχα φτιάξει πριν από τριάντα χρόνια και βάλε. Προχτές, ένας νεαρός, έτσι ψηλός σαν και του λόγου σου, μου έφερε ένα σακάκι, ήτανε λέει του πατέρα του, το γαμπριάτικο, και του το ‘χα ράψει εγώ. Είναι κοντό μου λέει στα μανίκια, μπορείς να το μακρύνεις; Δυστυχώς το ύφασμα αυτό δεν μπορεί να βρεθεί τώρα. Κι ήταν πράγματι πολύ ωραίο κομμάτι, άφθαρτο ακόμα. Πότε να το ξαναφορέσει ο άνθρωπος, εξόν από το γάμο του; Άντε το πολύ πολύ στα βαφτίσια του παιδιού του. Τον λυπήθηκα και στενοχωρήθηκα και για το σακάκι βέβαια, που θα το φάει ο σκόρος. Δεν τόλμησα να ρωτήσω τι απέγινε το παντελόνι» είπε γελώντας.
«Πολλές φορές τα ρούχα κρατάνε πιο πολύ από τους ανθρώπους» είπε με ένα τόνο παραπονετικό που συναγωνιζόταν την ανάγκη του να περηφανευτεί λιγάκι Δεν το γύρισε όμως πάλι στο μετρημένο του μελόδραμα αλλά έκανε στροφή στην μεταφυσική φιλοσοφία: «Να σου πω, όμως και κάτι; Τα ρούχα που έφτιαχνα είχανε ψυχή και μάλλον το λέει ακόμα η ψυχούλα τους. Γι’ αυτό και κρατήσαν στο χρόνο!»
Χαμογελούσε περήφανα. «Αλήθεια στο λέω. Ξέρεις τι κόπο θέλανε, τι ιδρώτα έριχνα νύχτα και μέρα; Επειδή όμως μου άρεσε και αγαπούσα την τέχνη μου, δεν καταλάβαινα την κόπωση. Το ρούχο που έβγαινε από τα χέρια μου, το άφηνα να φύγει σαν περιστέρι από τις χούφτες μου», κατέληξε με μια ποιητική επωδό που συνέπεσε με την καμπάνα της παραδιπλανής εκκλησία που καλούσε σε εσπερινό. «Πέρασε η ώρα και πάλι δεν έκανα τίποτα! Καλύτερα να σταματήσω την κουβέντα και να γυρίσω στην ραπτομηχανή μου», μουρμούρισε κι έδωσε την σκυτάλη στους ψαλμούς και τα τροπάρια.
Ομολογουμένως, είχε κάνει πολύ καλή δουλειά. Το τζιν έμοιαζε σχεδόν καινούργιο και κράτησε για κανά δύο χρονάκια ακόμα. «Με το μπάυ-πας που τους κάνω, παίρνουν ακόμα μια ζωή. Βλέπεις κάποτε ήμουν ο δημιουργός μα τώρα γίνηκα ο γιατρός τους. Δεν πειράζει που κατά κάποιον τρόπο κατέβηκα κατηγορία. Το επάγγελμα του γιατρού είναι λειτούργημα στο κάτω κάτω.»
Κατέβηκε τα σκαλοπατάκια κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Μέσα στο μικρό ημιυπόγειο, ο κυρ Στέφανος φαινόταν κι αυτός μικρότερος, κι όλοι εμείς που περνούσαμε από πάνω κάθε μέρα, ρίχναμε κλεφτές ματιές και τον κοιτούσαμε να κινείται ρυθμικά μέσα στα λίγα τετραγωνικά του ραφείου του, σαν να βλέπαμε κάποια ταινία. Πίσω από την οθόνη-τζαμαρία, ο κυρ Στέφανος βλέπει κι αυτός τον ρόλο του να μικραίνει σπιθαμή προς σπιθαμή και κανείς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει, όσο κρατάει μια μεζούρα γύρω από το λαιμό του, ότι κάποτε μέτραγε πολύ, μα τώρα όσο πάει, μετράει όλο και λιγότερο και φαντάζει μικρότερος στα μάτια όλων. Τώρα πια, χωράει μια χαρά στο μικρό του μαγαζάκι.
Πηγή: mepureblog.wordpress.com