Λευτέρης Κογκαλίδης: Η ζωή μου όλη
Η μυθική ζωή του δημοσιογράφου και ραδιοφωνικού παραγωγού που γνώρισε το σύμπαν!
Ο σπουδαίος ραδιοφωνικός και μουσικός παραγωγός με την τεράστια ιστορία αφηγείται τη συναρπαστική ζωή του στο Γιώργο Τούλα.
-Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην περιοχή του Ντεπώ. Μια γειτονιά χωρίς πολλά παιδιά. Όλη μέρα ήμουν μόνος μου, οπότε ή θα ήμουν στον κήπο ή θα άκουγα ραδιόφωνο. Πήγαινα σε ιδιωτικό σχολείο, το πιο κοντινό στην γειτονιά που ήταν τα εκπαιδευτήρια «Ζαχαριάδη». Μετά οι γονείς μου αποφάσισαν να με στείλουν στο Ανατόλια. Σοφή σκέψη. Έμαθα πάρα πολύ καλά αγγλικά και γνώρισα θαυμάσιους καθηγητές, που πολλοί από αυτούς προχώρησαν κι έγιναν καθηγητές στο πανεπιστήμιο. Έμαθα και καλά ελληνικά.Εκεί πέρα, άρχισα να αγαπάω περισσότερο την αμερικανική μουσική.
-Στο σχολείο μας είχαμε τότε διαφορετικούς συλλόγους, τα clubs. Ο όρος pop club δεν υπήρχε τότε. Ονομαζόταν «light music club» δηλαδή σύλλογος ελαφράς μουσικής. Μεταξύ αυτών που ήταν επικεφαλής του club, ο οποίος μας παρουσίαζε τους καινούργιους δίσκους που έφερνε το κολέγιο μέσω των διασυνδέσεων του με την Αμερική, ήταν ο Ρίγας Τσελέπογλου. Θυμάμαι κάθε Τετάρτη απόγευμα μας παρουσίαζαν καταπληκτικά κομμάτια που δεν ακουγόντουσαν στο ελληνικό ραδιόφωνο και δεν τα ξέραμε στην Ελλάδα. Εκεί, άρχισε να με ενδιαφέρει περισσότερο.
-Τα τελευταία χρόνια στο σχολείο, θυμάμαι ότι είχαμε δύο μεγάλους πίνακες που ο κάθε ένας κάλυπτε την μια πλευρά της τάξης. Κάθε Δευτέρα έγραφα τα τα top 20 δημοφιλέστερα τραγούδια στην Αγγλία, που τα άκουγα Κυριακή βράδυ μισό- κοιμισμένος, από το «Ράδιο Λουξεμβούργο» το οποίο μου άνοιξε τα φώτα και τους δρόμους προς την μουσική.
-Άκουγα πάρα πολύ και την φωνή της Αμερικής που είχε πρόγραμμα ελαφράς μουσικής αλλά και τζαζ. Στην τζαζ ήταν ένας άνθρωπος, ο καταπληκτικός Willis Conover, που στην Σοβιετική Ένωση τον θεωρούσαν θεό, γιατί από αυτόν μάθαιναν οτιδήποτε γινόταν στην αμερικάνικη τζαζ. Ο Willis Conover είχε το εξής χαρακτηριστικό: χρησιμοποιούσε περιορισμένο λεξιλόγιο ( περίπου 100 λέξεις) και μιλούσε πολύ αργά. Γιατί 100 λέξεις; Για να μπορεί ακόμα και κάποιος που δεν ήξερε καλά αγγλικά να καταλάβει κάθε τι που λέει. Το ίδιο ίσχυε και για την ταχύτητα.
-Είχα ένα ημερολόγιο που κατέγραφα τα τραγούδια που άκουγα είτε από τον στρατιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό (πριν από την ΥΕΝΕΔ) είτε από το ΕΙΡ. Σιγά-σιγά είχα καταγράψει όλα τα τραγούδια που είχαν οι δύο ραδιοφωνικοί σταθμοί και μετά στράφηκα στο 2ο πρόγραμμα της Αθήνας, το οποίο είχε εντελώς διαφορετικά πράγματα και μουσικές.Ήταν πιο καινούργιες. Τις έπαιρναν κατευθείαν από τις εταιρείες δίσκων.
-Στην συνέχεια, ανακάλυψα το ράδιο «Μόντε Κάρλο» που είχε εξαιρετικό πρόγραμμα κάθε βράδυ και μετά ανακάλυψα τον αμερικανικό σταθμό της Αθήνας «ARS» που ήταν κυρίως για τις οικογένειες των αμερικανών που υπηρετούσαν γύρω από την αμερικάνικη βάση. Σε αυτόν τον σταθμό, που τον επισκέφθηκα σαν μαθητής και είδα πως λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, είδα πως ένας άνθρωπος έκανε όλες τις δουλειές. Διάβαζε ειδήσεις, έπαιζε δίσκους, έκανε τις συνεντεύξεις. Γνωρίστηκα με ανθρώπους του σταθμού και μιλούσαμε στο τηλέφωνο κι όταν κατέβαινα στην Αθήνα τους επισκεπτόμουν. Έτσι προχώρησε και η σχέση μου με το ραδιόφωνο.
-Τα χρόνια περνούν και σιγά σιγά τελειώνω το σχολείο. Από την τελευταία τάξη, γίνομαι καλλιτεχνικός συντάκτης στον « Ελληνικό Βορρά», γράφω και για τους καινούριους δίσκους. Μια μέρα με παίρνει τηλέφωνο ο Άλκης Στέας και με καλεί στο γραφείο του, το οποίο ήταν πολύ κοντά με το δικό μας γραφείο. Πηγαίνω και μου λέει πως έχει πάρει δύο εκπομπές διαφημιστικές, η μια με την εταιρεία «ΙΖΟΛΑ» που υπήρχε και τότε και τώρα, η οποία θα περιείχε διαφημίσεις στην αρχή, στην μέση και στο τέλος, θα είχε τραγούδια. ( όπως συνηθιζόταν τότε στις τηλεοπτικές εκπομπές) Εκεί δέχτηκα να παρουσιάσω την μια από τις δύο ραδιοφωνικές εκπομπές, ενώ την άλλη θα την παρουσίαζε ο Άλκης Στέας. Εγώ του είπα ότι δεν είχα ξανά κάνει ραδιόφωνο και δεν ήξερα πως να μιλάω και πως θα ακουγόταν η φωνή μου. «Μην σε απασχολεί. Ξέρω ότι ξέρεις το αντικείμενο καλά, βλέπω τι γράφεις στην εφημερίδα, άρα νομίζω ότι μπορείς.»
-Έτσι λοιπόν ξεκίνησα, ηχογραφώντας σε ένα στούντιο στην Τσιμισκή, από έναν τεχνικό τότε του στρατιωτικού ραδιοφωνικού σταθμού, τον Ζαφείρη Χολέβα που είχε το δικό τους στούντιο. Η εκπομπή λεγόταν «Ι» και ήταν το ι από την «ΙΖΟΛΑ». Έτσι μπήκα στο ραδιόφωνο και φέτος (2015) έκλεισα 51 χρόνια μέσα σε αυτό. Δε νομίζω πως υπάρχει κανένας άλλος εν ενεργεία που να έχει τόσα πολλά χρόνια μέσα στον χώρο, υπήρχε κάποτε ο Γιώργος Παπαστεφάνου ο οποίος δεν πρόκειται να ξανά κάνει ραδιόφωνο. οπότε μάλλον είμαι ο πιο παλιός εν ενεργεία.
-Στη συνέχεια, έκανα μια άλλη εκπομπή που λεγόταν «Μουσικό Εξπρέσ» και μετά μια εκπομπή που κράτησε 20 χρόνια, την « Χρυσή Δισκοθήκη». Από εκεί με ξέρει κι ο περισσότερος κόσμος στην Θεσσαλονίκη και στα πέριξ. Εκτός αυτού, τα τελευταία 15 χρόνια που ήμουν στον 95.8 fm και παρουσιάζαμε με τους τρεις φίλους μου το «Ράδιο Νοσταλγία». Η εκπομπή αυτή ξεκινούσε από την Θεσσαλονίκη ( μιας και ήταν δική μου πρωτοβουλία), συνέχιζε στην Αθήνα με τον Γιάννη Πετρίδη, μετά ο Γιώργος Παπαστεφάνου από και μετά ο Αλέξης Κοστάλας, που έκανε εκπομπή είτε από εδώ είτε από την Αθήνα. Αυτά είναι τα ραδιοφωνικά μου βήματα. Πάντα το ένα φέρνει το άλλο.
-Κάποια στιγμή ανακάλυψα πως υπάρχει στις Κάννες μια ετήσια έκθεση δίσκων και μουσικής, είναι παρούσες όλες οι δισκογραφικές εταιρείες. Η έκθεση λέγεται «MIDEM» και κάθε Ιανουάριο για περίπου 20 χρόνια βρισκόμουν εκεί. Στην έκθεση αυτή γνώρισα ανθρώπους των μεγάλων μουσικών περιοδικών, όπως τον Dilbert, που ήμουν ήδη συνδρομητής στο περιοδικό του και ήταν η βασική πηγή πληροφόρησης μουσικών νέων για εμένα. Γνώρισα τον διευθυντή του περιοδικού και του είπα πως επειδή έβλεπα πως δεν είχαν ανταποκριτή στην Ελλάδα, τον ρώτησα εάν ήθελαν έναν. Αυτός, μου έκανε πέντε μουσικές ερωτήσεις που για εμένα ήταν παιχνίδι. Μου είπε να του γράψω μια επιστολή και μου είπε πως θα πληρωνόμουν με την ίντσα τότε. Αν θυμάμαι καλά, 1$/ ίντσα ή 2$/ίντσα.
-Έτσι μπήκα στο περιοδικό που έμεινα από το 1970 μέχρι το 1980. Από το περιοδικό αυτό πήρα και την ανταπόκριση του βρετανικού μουσικού περιοδικού «Music Week» που ήταν το επαγγελματικό περιοδικό της Αγγλίας. Έπειτα πήρα την ανταπόκριση του «Record Mirror» και τέλος του «Music and Media» που ήταν αποκλειστικά ραδιοφωνικό περιοδικό. Η γνώση της αγγλικής γλώσσας και οι μουσικές γνώσεις ήταν ο βασικός παράγοντας για να με επιλέξουν και να με κρατήσουν ως ανταποκριτή τόσα χρόνια.
-Θα έλεγα πως ήμουν τυχερός. Το ένα πράγμα έφερε το άλλο. Ξαφνικά, άρχισα να γράφω στίχους τραγουδιών. Εγώ δεν θεώρησα ποτέ τον εαυτό μου στιχουργό, «στιχοπλόκο» τον χαρακτήριζα. Ένα από τα 30 τραγούδια που έχω γράψει, ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του 1968 στην Ελλάδα. Κι όχι σε μια, αλλά σε δύο εκτελέσεις.Βγήκε η πρώτη κι επειδή πουλούσε πάρα πολύ, μια άλλη αντίπαλη εταιρεία είπε να το βγάλει κι αυτή, με τους δικούς μου στίχους. Το τραγούδι ήταν «Η μικρή Ντιλάιλα» βασισμένη στην «Ντιλάιλα» του Τομ Τζόουνς. Η πρώτη εκτέλεση ήταν του Τέρη Χρυσού και η δεύτερη του Δάκη. Ήταν σούπερ επιτυχία. Το πιο ωραίο με αυτό το τραγούδι είναι ότι μια μέρα περπατούσα στις Κάννες και πέφτω πάνω στον Άγγλο στιχουργό του τραγουδιού και του είπα πως έχουμε κάτι κοινό. Του είπα πως είχα γράψει τους ελληνικούς στίχους του τραγουδιού και τότε με ρώτησε πως θα το τιτλοφορούσα το τραγούδι. Του εξήγησα πως η δική του «Ντιλάιλα» για εμένα έγινε « Μικρή Ντιλάιλα» και εκείνος χαμογέλασε με ευχαρίστησε κι έφυγε. Το παράπονο των στιχουργών,ό πως και του Μάνου Χατζιδάκι για «Τα παιδιά του Πειραιά» ( που μου το αποκάλυψε ο ίδιος) είναι πως δεν γίνεται να το παίρνει το τραγούδι κάποιος άλλος σε μια μακρινή χώρα και να το προσαρμόζει, γιατί το συγκεκριμένο τραγούδι μιλάει για τα παιδιά του Πειραιά και μόνο. Για αυτό και ο Άγγλος στιχουργός μου χαμογέλασε,γιατί κατάλαβε πως σεβάστηκα τον τίτλο και το κομμάτι γενικότερα. Έχω γράψει κι άλλα τραγούδια, όπως τα περισσότερα των Up Tight, το «Με ξέχασες», το «Μη φεύγεις» η αλήθεια είναι πως δεν τα θυμάμαι όλα όσα τους έγραψα για να είμαι ειλικρινής.
-Να μιλήσουμε λίγο για τις εφημερίδες στις οποίες έχω γράψει. Αρχικά έγραψα στην «Αλήθεια», μετά στον «Ελληνικό Βορρά», στην «Εσπερινή Ώρα», στις επιλογές της «Μακεδονίας» κι επίσης σε όλα τα μουσικά έντυπα που βγήκαν στην Ελλάδα. Στην «Δισκοθήκη», οι « Μοντέρνοι ρυθμοί», το «Ποκ και Ροκ» και γενικά σε ότι άλλο βγήκε.
-Από δημοσιογράφους που με επηρέασαν και ήταν σοφοί δάσκαλοι για μένα ήταν ο Ηλίας Κύρου, ο Τάκης Ζαφειρόπουλος, ο Νίκος Μέρτζος. Το στυλ που με επηρέασε περισσότερο ήταν πρώτα απ’ όλα αυτό που υπήρχε στην «Μεσημβρινή» της Ελένης Βλάχου. Την είχα γνωρίσει προσωπικά και με είχε εντυπωσιάσει πάρα πολύ.
-Μια φορά πήρα μέρος στο Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης μαζί με τον Άλκη Κακαλιάγκο, ήταν ένα τραγούδι που είχα γράψει τους στίχους και ακούστηκε μόνο την μια βραδιά του Φεστιβάλ γιατί δεν πέρασε στην επόμενη φάση, λεγόταν « Για ποιαν αιτία;» και το τραγούδησαν εναλλάξ η Κανελλίδου και η Κουρούκλη. Έχω παρακολουθήσει όλα τα Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης από το 1ο που είχε γίνει στο γήπεδο της ΧΑΝΘ μέχρι και τα τελευταία χρόνια και στα περισσότερα ήμουν μέλος ή της οργανωτικής επιτροπής ή της επιτροπής πρόκρισης. Είναι μια πολύτιμη εμπειρία κι εκεί βασικά γνώρισα τον Άλκη Στέα και συνεργαζόμασταν πάρα πολύ ωραία.
-Τα χρόνια περνούσαν. Στην τηλεοπτική μου καριέρα, εκτός από ρεπορτάζ έκανα και εκφώνηση δελτίου ειδήσεων ( τα πρώτα χρόνια πριν γίνει η ΕΡΤ3), παρουσίαζα δελτίο ειδήσεων εναλλάξ με τον Γιάννη Λογοθέτη για την ΕΡΤ2. Στην αρχή είχαμε μόνο φίλμ, το οποίο εμφάνιζε ο Νίκος Μπιριλής στο εργαστήριο του,το στέλναμε μέσω του πιλότου της Ολυμπιακής κι έτσι το έπαιρνε η Αθήνα. Σιγά σιγά περάσαμε στο βίντεο.Λυπάμαι μόνο που επειδή αυτό το υλικό ήταν ακριβό, διάφορες εκπομπές ( όπως από την εκπομπή «Χρυσές Μελωδίες» αναγκάστηκαν κάποια στιγμή οι συνάδελφοι μου να τα σβήσουν, γιατί έπρεπε να «γράψουν» ειδήσεις και ρεπορτάζ.
-Βραβεύτηκα από το 3ο Σώμα Στρατού για τα πολλά στρατιωτικά ντοκιμαντέρ που είχα κάνει, κι αυτό γιατί έκανα και στρατιωτικό ρεπορτάζ για τον «Ελληνικό Βορρά» και είχα ανέβει μέχρι την κορυφή του Ολύμπου σε στρατιωτικές ασκήσεις στα χιόνια, στα ποτάμια κλπ.
-Ασχολήθηκα και με τα συγκροτήματα. Είχα στον «Ελληνικό Βορρά» μια σελίδα για την νεολαία και την μουσική και κάθε μέρα έγραφα τα νέα του. Περνούσαν από το γραφείο τα παιδιά και μου έδιναν τις πληροφορίες τους και τα νέα του και έτσι μπήκα στην διαδικασία να γράψω στίχους και για άλλα συγκροτήματα της Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκα πάρα πολύ και με τους «Ντισκ Τζόκει» τότε που έπαιζαν σε ντισκοτέκ και δημιούργησα μαζί με τον φίλο μου τον Γιάννη Γιαλάκο τον σύλλογο των Ντισκ Τζόκει. Προσπαθήσαμε να τους έχουμε ενωμένους και μέσω αυτού να βελτιωθούν και οι οικονομικές συνθήκες.
-Ήμουν πολύ τυχερός γιατί λόγω του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και της εφημερίδας, ήμουν το φαβορί για να παρουσιάσω, όπως και έκανα, όλους τους σπουδαίους και σημαντικούς ξένους καλλιτέχνες που ήρθαν στην Θεσσαλονίκη, ξεκινώντας το 1968 με τους Τζόνι Χαλιντέι και Σελβί Βαρτάν. Ήταν μια αξέχαστη συναυλία, που για πρώτη φορά καταλάβαμε (μέσω των Γάλλων τεχνικών) πόσο καλό ήταν το Pale de Sport. Μετά είχαμε την Νταλιντά και την Βίκυ Λέανδρος. Η Νταλιντά βγήκε στο πρώτο μέρος σαν support act και τότε ήταν διάσημη η Βίκυ Λέανδρος. Το ωραίο ήταν πως όταν έφευγε ο κόσμος, ψιθύριζε τα τραγούδια της υπέροχης Νταλιντά.
-Ήταν κι άλλοι πολλοί καλλιτέχνες τους οποίους είχα παρουσιάσει όπως η Μαρί Λαφορέ,ο Ρόγκι Ρόμπερτς,η Marmelade. Ήμουν εμπνευστής και μιας έκθεσης που έκανε η ΔΕΘ, το «Ηχόραμα», όπου είχαμε φέρει περίπου είκοσι καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο,χωρίς να πληρώσει τίποτα η έκθεση, τους έφεραν οι εταιρείες δίσκων. Εκείνη την εβδομάδα που παρουσιάζαμε την συναυλία ήταν Νο1 τραγουδιστής στην Αγγλία ένας καλλιτέχνης που τον είχαμε στο πρόγραμμα μας, ο Ρικ Άστλεϊ και η νεολαία της εποχής δεν πίστευε πως ο Ρικ Άστλεϊ ήταν μπροστά τους και μπορούσαν να τον χειροκροτήσουν, όπως επίσης και ο Ντόνι Όσμοντ.
-Κοντά σε αυτούς, είχα την ευκαιρία σαν δημοσιογράφος να γνωρίσω μεγάλες προσωπικότητες, όπως ο Ροστρόποβιτς. Είχαμε πάει μαζί στον Άγιον Όρος γιατί ήθελε να ακούσει πως ψέλνουν οι καλόγεροι και ξυπνούσε κάθε μέρα 4 το πρωί και καθόταν μαγεμένος και άκουγε τις ψαλμωδίες. Τον είδα τρία χρόνια αργότερα στις Κάννες κι όταν του το θύμισα μου έλεγε πως ήταν μια εκπληκτική εμπειρία. Είχα γνωρίσει την Τζίνα Μπαχάουερ, τον ίσως καλύτερο ατζέντη που είχαμε ποτέ, τον Θεόδωρή Κρίδα που είχε φέρει πάρα πολλά ονόματα από την Σοβιετική Ένωση. Κι άλλους πολλούς όπως την Νάταλι Κολ, τον Τόνι Μπένετ, τον περίφημο στιχουργό Σάμμι Καν, τον Πολ Μοριά, τον παραγωγό του Michael Jackson τον Κουίνσι Τζόουνς. Για την ακρίβεια, ήμουν καλεσμένος στην Ρώμη σε συναυλία του Michael Jackson και μετά στην δεξίωση που έκανε, στην οποία ελάχιστα τον είδαμε γιατί ήταν απασχολημένος με την σούπερ στάρ Σοφία Λόρεν, ήμουν με τον Γίαννη Πετρίδη κι όταν συναντήσαμε τον Κουίνσι Τζόουνς, είχαν περάσει 45 λεπτά και δεν μας άφηνε να φύγουμε. Το πρώτο πράγμα που μας είχε ρωτήσει ήταν τι έκανε ο φίλος του ο Μίμης Πλέσσας.
-Πολλοί με ρωτάνε πόσους δίσκους έχω. Είναι μια κοινή ερώτηση που την ακούω συνεχώς. Η αλήθεια είναι πως είναι χιλιάδες. Είμαι περήφανος, τόσο για τους δίσκους βινυλίου που έχω στο σπίτι μου όσο και για τα cd. Τα cd, είναι κυρίως από καλλιτέχνες και τραγούδια που αγάπησα πάρα πολύ από μικρός αλλά τότε δεν είχα το χαρτζιλίκι να τα αγοράσω, οπότε τα αγόρασα σε αυτή την μορφή. Έτσι λοιπόν η δισκοθήκη μου αυτή την στιγμή αρχίζει από το 1890, με τα πρώτα ηχογραφημένα τραγούδια, τα οποία ήταν γραμμένα σε κυλίνδρους και κάποιες μικρές εταιρείες τα πήραν και τα καθάρισαν και έβγαλαν καθαρές ηχογραφήσεις.Την δεκαετία του 40’ την έχω ολόκληρη, δεν μου λείπει τίποτα από εκείνη την περίοδο. Έχω επίσης πολύ παλιά γαλλικά και ιταλικά τραγούδια.
-Ένας πολύ σημαντικός σταθμός στην καριέρα μου ήταν όταν έγινα διευθυντής Ευρωπαϊκών Σχέσεων στην ΕΡΤ3 και ανακάλυψα την SIRKOM ,που είναι το ανάλογο της EBU στην Ευρώπη. Αφορά όλους τους σταθμούς που είναι δημόσιοι και περιφερειακοί. Στην Ελλάδα είχε το δικαίωμα να είναι μέλος μόνον η ΕΡΤ3 γιατί είναι ο μοναδικός περιφερειακός δημόσιος σταθμός. Ήμουν στο Διοικητικό Συμβούλιο, έγινα αντιπρόεδρος και για 3 χρόνια ήμουν ο πρόεδρος της SIRKOM. Αυτό σήμαινε πολλά ταξίδια, σε όλη την Ευρώπη, σε όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς, ομιλίες, σεμινάρια, γνωριμίες με πολύ σημαντικούς ανθρώπους μέχρι και Πρωθυπουργούς. Δίναμε κατευθυντήριες γραμμές σε όλους αυτούς τους τηλεοπτικούς σταθμούς για το τι να κάνουν και το βασικό μας μέλημα ήταν εκεί στην εποχή της κρίσης σε όλη την Ευρώπη ήταν το να αρχίσουμε να κάνουμε ανταλλαγές. Αν αυτό γινόταν τότε καταφέρναμε να έχουμε το ωραιότερο πρόγραμμα που θα μπορούσα να έχει κάθε σταθμός στην μικρή μας Ευρώπη.
-Δεν είμαι μόνο συλλέκτης δίσκων, είμαι και ερευνητής. Πολλές φορές ξόδεψα πάρα πολύ χρόνο, ειδικά για το επόμενο τραγούδι, για να βρω ποιες είναι οι ρίζες του. Το τραγούδι αυτό το ξέρουμε στην Ελλάδα ως « Στο Ζάππειο μια μέρα περιπατούσα». Προσπαθούσα να βρω ποιος κρύβεται από πίσω. Οι Έλληνες πήγαιναν στην δεκαετία του 20 και του 30 στο Παρίσι, κι ότι άκουγαν το έπαιρναν, το έφερναν στην Ελλάδα, έβαζαν ελληνικούς στίχους και τα παρουσίαζαν σαν δικά τους κομμάτια. Κανένας δεν μπορούσε να αμφισβητήσει πως το συγκεκριμένο τραγούδι δεν είναι ελληνικό, αφού γινόταν αναφορά στο Ζάππειο.Εγώ έψαχνα στα συνέδρια που πήγαινα στο πλαίσιο της SIRKOM, ρωτούσα και έλεγα την μελωδία αλλά κανείς δεν ήξερε περισσότερα να μου πει. Μέχρι που ένας φίλος μου, διευθυντής της ισπανικής τηλεόρασης μου είπε πως θα ρωτούσε το Υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας.Την ίδια μέρα κιόλας, ( έπειτα όμως από δύο χρόνια έρευνας) ο φίλος μου μου είπε πως το τραγούδι ήταν γαλλικό. Μάλιστα μου είπε πως ήταν βασισμένο σε ισπανικά μοτίβα.
-Ψάχνοντας, ανακάλυψα πως το τραγούδι αυτό ήταν «παραγγελιά» ενός επιχειρηματία καινούργιου νυχτερινού κέντρου στο Παρίσι, που το ήθελε για την πρεμιέρα του τραγουδιστή του στο κέντρο αυτό. Πάντα μιλάμε για το 1905. Βρήκα τον τίτλο του τραγουδιού, μέσω του Ισπανού φίλου μου, ο οποίος ήταν «La Mathciche» και προέρχεται από μια βραζιλιάνικη λέξη που υπάρχει και στην γλώσσα μας και είναι η μαστίχα. Κατά σύμπτωση, αυτό το τραγούδι το είχα στο σπίτι μου αλλά δεν το είχα προσέξει. Ήταν στα πολύ γαλλικά τραγούδια στην πρώτη εκτέλεση. Πολύ πιο πριν αρχίσω να ψάχνω για αυτό το τραγούδι, βλέποντας την ταινία « Ένας Αμερικανός στο Παρίσι» βλέπω μια σκηνή(σχεδόν μπαλέτο) με κάτι στρατιώτες που κινούνται χορευτικά και ακούγεται για 20 δευτερόλεπτα από την συγκεκριμένη μελωδία. Τότε είχα πει πως οι Αμερικανοί μας είχαν κλέψει το ελληνικό τραγούδι. Στις αρχές της δεκαετίας του 50, ανακαλύπτω όχι μια αλλά τρεις εκτελέσεις του τραγουδιού αυτού με τον τίτλο «Choo’n gum» που έτσι λένε τα παιδάκια στην Αμερική την μαστίχα ( chewing gum) και είναι του Ντιν Μάρτιν . Είχα την ευκαιρία κάποια στιγμή, εδώ στον 95.8 να παίξω όλες αυτές τις εκτελέσεις, όπως και την εκτέλεση που βρήκα στην δισκοθήκη μας με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, ο οποίος πήρε εκείνη την ώρα της εκπομπής τηλέφωνο για να μου πει πως δεν ήξερε αυτή την ιστορία του τραγουδιού και είχε χαρεί πάρα πολύ που τα είχε μάθει όλα αυτά.
-Πολλοί με ρωτάνε ποιοι είναι οι αγαπημένοι μου τραγουδιστές. Είναι πάρα πολλοί. Ένας που ξεχωρίζω και πολλοί λένε πως είναι ο κορυφαίος τραγουδιστής του 20ου αιώνα είναι ο Φρανκ Σινάτρα. Είμαι αρκετά ευτυχισμένος γιατί έχω τα άπαντα του. ‘Ότι έχει ηχογραφήσει σε όλες τις εταιρίες που έχει συνεργαστεί, δηλαδή την Columbia, την Capitol,η Reprice. Τα καλύτερα του βέβαια είναι στην Capitol. Εκτός από τον Φρανκ Σινάτρα, η Τζούντι Γκάλαντ πιστεύω πως ήταν μια εκπληκτική φωνή η συναυλία που είχε δώσει το 1961 στο Κάρνεγκι Χολ, παραμένει η καλύτερη ηχογραφημένη συναυλία οποιουδήποτε τραγουδιστή, είναι ζωντανή σαν να είναι σημερινή. Βέβαια είναι κι άλλοι τραγουδιστές.
*Ο Λευτέρης Κογκαλίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Από τα μαθητικά του χρόνια στο αμερικάνικο κολέγιο “Ανατόλια” παρακολουθεί φανατικά κάθε μουσική εκπομπή. Από το 1962 δημοσιογραφεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Γράφει στο πρώτο ελληνικό μουσικό περιοδικό “Μοντέρνοι Ρυθμοί”. Από το 1964 αρχίζει μουσικές εκπομπές στο ραδιόφωνο και από το 1966 καλλιτεχνικά και δημοσιογραφικά προγράμματα και ρεπορτάζ στην τηλεόραση.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 γράφει στίχους τραγουδιών και υποστηρίζει την κίνηση των συγκροτημάτων της Θεσσαλονίκης για ελληνικό στίχο. Από το 1970-80 είναι ανταποκριτής στην Ελλάδα των περιοδικών “Billboard” και “Music Week”. Την ίδια περίοδο συμμετέχει στη FIDOF (Παγκόσμια Ομοσπονδία Οργανωτών Φεστιβάλ), ενώ παρακολουθεί για 30 χρόνια τη διεθνή μουσική έκθεση MIDEM στις Κάννες. Συμμετέχει σε επιτροπές οργανωτικές και πρόκρισης στα”Φεστιβάλ Τραγουδιού Θεσσαλονίκης” και “Eurovision”. Στήνει και διευθύνει ραδιοφωνικούς σταθμούς, ιδρύει -ανιδιοτελώς- σχολή δημοσιογραφίας, δημιουργεί για περισσότερα από δέκα χρόνια εκδηλώσεις για τη νεολαία και μια κυψέλη νέων -μαθητών τότε- που σήμερα δραστηριοποιούνται σ’ όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, αλλά κυρίως στα ΜΜΕ. Ακόμα, παρουσιάζει συναυλίες, ταξιδεύει και συλλέγει δίσκους και βιβλία για τη μουσική και τα μιούζικαλ.
Η πορεία του στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση είναι ταυτισμένη με την ΕΡΤ 3, όπου έγινε Διευθυντής Τηλεόρασης και Διευθυντής Δημοσίων και Διεθνών Σχέσεων. Από το 2000 εκλεγόταν κάθε χρόνο παμψηφεί Πρόεδρος του Δ.Σ. της CIRCOM Regional, της Πανευρωπαϊκής Ένωσης Περιφερειακών Τηλεοπτικών Σταθμών (380 σταθμοί σε 38 χώρες).
Η αφήγηση έγινε στο πλαίσιο της εκπομπής Ξενοδοχείο 958, του ραδιοφωνικού σταθμού 95,8 fm της ΕΡΤ3.