Λογοτεχνική πραγματικότητα και πραγματική λογοτεχνία
Δυο λέξεις για το νέο βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη.
Ανατρέχω στο αρχείο της Καθημερινής και συγκεκριμένα στον «Κύριο Γκρι» του 2014-2015, τη μόνιμη στήλη του Ηλία Μαγκλίνη, για να κατανοήσω πόσο καιρό του πήρε να γράψει το τελευταίο βιβλίου του, «Είμαι όσα έχω ξεχάσει», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Βρίσκω κείμενα που συνάντησα και εντός του βιβλίου, αλλαγμένα και προσαρμοσμένα βέβαια στις ανάγκες του. Ακόμη και η επιλογή του εξωφύλλου, έργο του Κίφερ, κρύβει μια εξήγηση μια ιστορία. Η μνήμη και η λήθη, ο παρών-απών πατέρας, το βάρος μιας ιστορίας είναι ζητήματα που ο συγγραφέας προσπαθούσε να ερμηνεύσει, να εξηγήσει και να συνθέσει στο μυαλό του εδώ και καιρό, εδώ και χρόνια. Μόνο αυτός το ξέρει.
Το βιβλίο κάνει κάτι πρωτοφανές. Δεν αποτελεί μυθοπλασία, αλλά αληθινή ιστορία, όπως μαρτυρά και ο υπότιτλος, που δεν της λείπει καθόλου ο καλός λογοτεχνικός λόγος . Φωτίζει τρία πρόσωπα μέσω μιας ιστορίας που έχει το ένα από αυτά ως πρωταγωνιστή, το Νίκο Μαγκλίνη, αλλά επηρέασε όπως φαίνεται τη ζωή των άλλων δύο, ενός πατέρα και ενός γιού, του Κώστα και του Ηλία Μαγκλίνη.
Από ένα προσωπικό αδιέξοδο, μια ακατανόητη συμπεριφορά, πολλά γιατί αναφορικά με τη στάση του πατέρα του απέναντι σε εκείνον, ο Ηλίας Μαγκλίνης στρέφεται στα γιατί και τους προβληματισμούς του Κώστα Μαγκλίνη, βουτώντας στην ιστορία του τελευταίου ψηλαφώντας ενδελεχώς τα γεγονότα που διαμόρφωσαν την εκκωφαντική σιωπή του.
Η έρευνα του συγγραφέα είναι τόσο ακριβής, όσο έντονη είναι η αγωνία, η επιθυμία, η ανάγκη του εν τέλει να καταλάβει τον πατέρα του. Μέσα από την αφήγηση της ελληνικής ιστορίας της Κατοχής και του Εμφυλίου, όπως τη βίωσε η δική του οικογένεια και το Αγρίνιο, εντοπίζει τα γεγονότα που διαμόρφωσαν τον Κώστα. Κι αν δεν είναι μια εν ψυχρώ δολοφονία του πατέρα του τι άλλο μπορεί να είναι πιο έντονο, πιο βίαιο για έναν δεκαεξάχρονο; Ο Νίκος Μαγκλίνης δολοφονείται στο κέντρο του Αγρινίου πιθανότατα με εντολή μιας αριστερής οργάνωσης και γύρισε σπίτι νεκρός πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα.
Το σκληρό και θλιβερό αυτό συμβάν επρόκειτο να ταλαιπωρήσει μέχρι και τον εγγονό του, το συγγραφέα. Τελικά είμαστε πολύ αρχαιότεροι της ηλικίας μας. Ακριβώς αυτή η σκέψη με έκανε να συνδέσω το «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» με ένα παλαιότερο βιβλίο του Ηλία, την «Ανάκριση». Ίσως και τότε να υπήρχε ο ίδιος προβληματισμός.
Στο βιβλίο παρατίθενται και φωτογραφίες, οι οποίες αποτελούν σημείο εκκίνησης μιας ιστορίας ή ενός σχολιασμού των στιγμών πριν και μετά τη λήψη τους. Η γοητεία του οφείλεται, κατά τη γνώμη, μου στο συγκερασμό των διαφορετικών ειδών του λόγου και της γλώσσας. Ανάμεσα στην ιστορική αφήγηση μπλέκονται αρμονικά γραμμές δοκιμίου, σχεδόν, για τη μνήμη, τη λήθη, το αγνάντεμα του νυχτερινού ουρανού, τον πόνο και τον πόνο του να κουβαλάς έναν πόνο. Η γλώσσα παρά ταύτα έχει έντονη λογοτεχνική ομορφιά, ενίοτε σκληρή, ενίοτε σπαρακτική. Ευέλικτη και ικανή να μιλάει για αστροφυσική, φυσική, αεροπλάνα, απώλειες, θανάτους.
Αυτό που ξεχωρίζει, όμως, είναι η δίχως διόρθωση ή φιλτράρισμα αποτύπωση των σκέψεων και των συναισθημάτων του Ηλία στο τέλος κάθε κεφαλαίου. Γράφει ποιήματα, παράπονα, εκδηλώνεται και σπάει τις σιωπές τους. Λέει αυτά που δεν πρόλαβε να πει στον άνθρωπο που επίσης δεν του είπε σχεδόν τίποτα.