Λουκίνο Βισκόντι: O μεγάλος ποιητής του ιταλικού σινεμά
Ο σπουδαίος σκηνοθέτης, φεύγει σαν σήμερα από την ζωή.
Οι δεκαετίες που πέρασαν από το θάνατό του δεν είναι αρκετές για να εμποδίσουν τους σύγχρονους κινηματογραφιστές σε όλο τον κόσμο να εμπνέονται από τον σκηνοθέτη που δίχασε κατά τη διάρκεια της καριέρας του.
Ο Luchino Visconti γεννήθηκε το 1906, σε πλούσια οικογένεια του Μιλάνου και καλλιεργήθηκε σε ένα περιβάλλον υψηλής κουλτούρας, λαμβάνοντας ερεθίσματα από το θέατρο και τη μουσική από μικρή ηλικία.
Μεγαλώνοντας, δεν έκρυψε ποτέ ότι ήταν ομοφυλόφιλος, ένα θέμα που εντοπίζουμε στο έργο του, χωρίς, όμως, να βρίσκουμε χαρακτήρες στις ταινίες του που να είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλοι.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισε να ασκεί κριτική στα πολιτικά δρώμενα και σταδιακά, οδηγήθηκε στην πρώτη του ταινία, η οποία όρισε τη διαδρομή του ιταλικού νεορεαλισμού, με πολύ σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Vittorio De Sica και ο Roberto Rossellini, να ακολουθούν.
Μεταπολεμικά, οι οικονομικές δυσχέρειες ώθησαν τους Ιταλούς κινηματογραφιστές στα γυρίσματα των ταινιών τους σε πραγματικές τοποθεσίες και όχι σε στούντιο, με την εικονογραφία τους να πλησιάζει την «αλήθεια» του ντοκιμαντέρ.
Έτσι, δημιουργήθηκε ο ιταλικός νεορεαλισμός και ο Luchino Visconti, ως βασικός εκφραστής του, εξερεύνησε τα ανθρώπινα συναισθήματα, μέσω της προβολής των ανθρώπων της κατώτερης τάξης της χώρας του και οδήγησε τον κινηματογράφο σε μια νέα πραγματικότητα.
Στην ταινία του, λοιπόν, «Η γη τρέμει» παρουσιάζει την απόπειρα της εξέγερσης των φτωχών Ιταλών ψαράδων. Οι επόμενες δημιουργίες του όπως το «Senso» και το «Μπελίσιμα» ακολουθούν, επίσης, την ατμόσφαιρα του νεορεαλισμού.
Όμως, κατά τη δεκαετία του 1960, η θεματολογία του οδηγήθηκε σε νέο μονοπάτι, με κεντρικό πυρήνα τη μελέτη του κοινωνικού περιβάλλοντος των αριστοκρατών. Οι συνέπειες της καλλιτεχνικής του στροφής ήταν διττές. Πολλοί κριτικοί χαρακτήρισαν τις νέες του ταινίες «υποκριτικές» και θεωρούσαν ότι ο σκηνοθέτης πρόδωσε τις αρχές του ρεαλισμού.
Εξίσου πολλοί ήταν και αυτοί που τον αποθέωσαν για τα καινούργια του κατορθώματα. Η πολυσχιδής ιδιοσυγκρασία του και οι αντικρουόμενες πολλές φορές, πεποιθήσεις του είναι στοιχεία εμφανή, στο αριστούργημά του «Ο Ρόκκο και τ ’αδέλφια του», όπου συμπίπτουν τα είδη του μελοδράματος και του κοινωνικού ρεαλισμού. Πρωταγωνιστούν οι αγαπημένοι Έλληνες ηθοποιοί Σπύρος Φωκάς και Κατίνα Παξινού και ο διάσημος Γάλλος ηθοποιός, Alain Delon.
Παράλληλα, ο σκηνοθέτης γίνεται δημοφιλής και στο χώρο του θεάτρου, ανεβάζοντας παραγωγές γαλλικών και αμερικάνικων θεατρικών. Επίσης, συνέδραμε σημαντικά στην πορεία της Μαρία Κάλλας, με τη σειρά των συνεργασιών τους σε παραστάσεις όπερας.
Oι ταινίες του σε αυτή τη φάση, της καριέρας του επηρεάζονται από την αγάπη του για το θέατρο και την όπερα, δηλαδή το περιβάλλον στο οποίο γαλουχήθηκε και κατ’ επέκταση, αποτελούν έντονα, πολύπλευρα μελοδράματα, με πολυτελή λεπτομέρεια.
Ο «Γατόπαρδος», ταινία που απέσπασε το Palme d’Or στο φεστιβάλ των Καννών σηματοδοτεί τη νέα αυτή εποχή. Παρά τη δυσαρέσκεια ενός μέρους των κριτικών και του κοινού, οι ταινίες της δεύτερης φάσης της καριέρας του αποτελούν εικαστικά αριστουργήματα, με εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας και ερμηνείες από καταξιωμένους ηθοποιούς.
Η κλασσική του μόρφωση και η αγάπη του για τη λογοτεχνία τον οδηγούν στις διασκευές των μυθιστορημάτων, «Ο ξένος» και «Θάνατος στη Βενετία», οι οποίες βραβεύτηκαν παγκοσμίως και αγαπήθηκαν από το κοινό.
Το 1969, η ταινία του «Οι καταραμένοι» παρουσιάζει την ιστορία της κατάρρευσης μιας πλούσιας οικογένειας , υπό την κυριαρχία του τρίτου ράιχ και είναι υποψήφια για το Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου.
Ο πολυβραβευμένος σκηνοθέτης, παρά τον διχασμό που προκάλεσε στον κινηματογραφικό χώρο, έχει μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πιο ποιοτικούς δημιουργούς της Ιταλίας του 20ου αιώνα.
Η πορεία του φανερώνει το πνεύμα και την ποικιλομορφία που χαρακτήρισαν το έργο του, μέχρι και το θάνατό του, στις 17 Μαρτίου 1976.