Life

Μη μιλάς άλλο σαν να ‘σαι

Μια σειρά διηγημάτων με αφορμή ένα σύνθημα. Γράφει η Αντιγόνη Ηλιάδη.

Parallaxi
μη-μιλάς-άλλο-σαν-να-σαι-308600
Parallaxi
Εικόνα στην Πλατεία Ιπποδρομίου

*Αστικά διηγήματα με αφορμή τα συνθήματα σε τοίχους της πόλης: Νέοι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης γράφουν στην Parallaxi ιστορίες βγαλμένες από εμπνεύσεις γραμμένες σε δρόμους και σοκάκια, από μια ατάκα της στιγμής που μπορεί να κουβαλά μέσα της αγάπη, πόνο, δάκρυα, ελπίδα, διαψεύσεις ή και τίποτα από όσα προαναφέρθηκαν.

Η Αντιγόνη Ηλιάδη γράφει με αφορμή το εικονιζόμενο σύνθημα:

Μη μιλάς άλλο σαν να’ σαι

Οδός Αναγεννήσεως 11. Το βράδυ, κάτω στη Νεάπολη, οι υπόνομοι έχουν περισσότερη ζωή από ό,τι οι δρόμοι. Εδώ έχω μεγαλώσει. Ξέρω τα στενά, τα απόστενα κι όλα τα κατατόπια. Ξέρω τα δένδρα, τα μαγαζιά, τα σπίτια και τους ανθρώπους. Γύρω παντού μια ασήκωτη ερημιά.

Στα αριστερά, τα ερείπια μίας παλιάς πιτσαρίας για παιδικά πάρτι που τώρα λειτουργεί σαν πρεζοπαράδεισος. Δεξιά, πάνω στο παγκάκι μιας άχρηστης στάσης ενός λεωφορείου που έπαψε να περνάει από εκεί, μια πεταμένη στολή Άγιου Βασίλη. Μια ταμπέλα νέον, Ψιλικά-Τσιγάρα, πάνω από ένα ξεπεσμένο ψιλικατζίδικο που είχε κατεβάσει στόρια. Στο τέρμα της οδού, στην κάτω αριστερή γωνία, το εγκαταλελειμμένο στέκι μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Οι οπαδοί απουσίαζαν.

Θαλασσινά κοχύλια κροτάλιζαν απόκοσμα κρεμασμένα από κλωστές στα κλαδιά μια ξερής λεμονιάς. Στο βάθος πνίγονταν οι απόηχοι από μικρά παιδιά που φώναζαν.

Μια γριά σε ένα μπαλκόνι είχε βγάλει ένα πακέτο τσιγάρα και κάπνιζε τυλιγμένη σε μια μεγάλη πορτοκαλί κουβέρτα που σερνόταν στο πάτωμα. Με παρατηρούσε σαν κοράκι. Μου θύμισε τη μητέρα στον τρόπο που κάπνιζε. Την έβλεπα με την άκρη του ματιού μου, αλλά δεν έδωσα σημασία. Πλάι στον σκουπιδοτενεκέ που έζεχνε σαπίλα, δύο πεταμένα γυαλιστερά παπούτσια, ένας γούνινος γιακάς, μία γκρι περούκα κι ένας σπασμένος καθρέφτης αυτοκινήτου. Στη μέση του άδειου δρόμου ένα χαρτοκιβώτιο. Βρεγμένο από τα νερά των υπονόμων. Σφαλισμένο με ταινία.

Ο πατέρας μου μού έλεγε να έχω πάντοτε έναν σουγιά στην τσέπη. Ποτέ δεν ξέρεις πού θα χρειαστεί. Μετά πέθανε και κατάλαβα ότι είχε δίκιο. Πλησίασα διστακτικά. Έβγαλα τον σουγιά. Άνοιξα με μία απότομη κίνηση το μαχαίρι και όρμησα στο κιβώτιο. Έσκισα τις ταινίες με τα χέρια. Τράβηξα τις άκρες του προς τα έξω. Έσκυψα κι έχωσα το κεφάλι μου μέσα.

Μέσα στο κιβώτιο υπήρχε ένα μεγάλο χαρτί με μία ημερομηνία πάνω. Πήρα μια βαθιά ανάσα. Τύλιξα τον σουγιά πάλι στην τσέπη μου και κοίταξα το χαρτί. Στράφηκα να δω γύρω μου. Μόνο η γριά στο μπαλκόνι και τα αυτοκίνητα της Λαγκαδά παρακάτω να αχνοφαίνονται.

Κινούμενα φώτα. Σήκωσα το χαρτί. Έγραφε με μεγάλα μαύρα γράμματα από στυλό, Ημερομηνία Θανάτου και δίπλα είχε μία ημερομηνία. Προσπάθησα να σκεφτώ τι μέρα ήταν. Τι μήνας. Τι χρόνος. Αλλά μάταια. Τα αυτιά μου άρχισαν να κροταλίζουν.

Η γριά με κοίταξε με οπλισμένο βλέμμα από το παράθυρο. Γέλασε συριστικά μέσα από τα λειψά δόντια της. Πήρε την κουβέρτα της, τυλίχτηκε σφιχτά. Έσβησε το τσιγάρο, το πάτησε με την παντόφλα της και μπήκε γρήγορα μέσα στο σπίτι της σαν φίδι. Έκλεισε την μπαλκονόπορτα με έναν εκκωφαντικό γδούπο που έκανε αντίλαλο στη βουβή γειτονιά. Μου κόπηκε η ανάσα. Ήθελα να μιλήσω, να πω κάτι. Αλλά δεν μου έβγαινε η φωνή. Έκανα να ουρλιάξω. Αλλά δεν γινόταν. Πανικοβλήθηκα. Έπιασα το σώμα μου μέχρι τα γόνατα. Είχα παγώσει. Και μου ήρθε πάλι να ουρλιάξω. Κενό. Έτρεξα προς τη Λαγκαδά. Μάταια. Όταν σταμάτησα να τρέχω, βρισκόμουν και πάλι στο ίδιο σημείο από όπου ξεκίνησα. Μπροστά στο χαρτοκιβώτιο. Μπροστά σε μια Ημερομηνία Θανάτου.

Ένιωσα μια αναγούλα. Σε λίγο, ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Πλησίασα τον σκουπιδοτενεκέ. Πήρα τη γκρι περούκα από κάτω και τη φόρεσα. Έβαλα και τον γούνινο γιακά. Φόρεσα και τα γυαλιστερά παπούτσια. Και με το τακούνι τους έσπασα τον καθρέφτη πριν δω τον εαυτό μου μέσα του. Πήρα στην αγκαλιά μου τη στολή του Άγιου Βασίλη και κάθισα στο παγκάκι της στάσης του λεωφορείο που είχε πάψει πια να έρχεται. Είχα τον σουγιά στην τσέπη, δεν ανησυχούσα για τίποτα. Άκουσα τότε το κουδούνι της απέναντι πολυκατοικίας να γκαρίζει. Με γοργά βήματα πήγα προς τα εκεί. Κοίταξα προς τα πάνω το άδειο μπαλκόνι της γριάς. Άκουσα το πνιχτό γέλιο της. Πλησίασα την είσοδο της πολυκατοικίας. Πάνω στο τζάμι φωσφόριζε ένα αυτοκόλλητο διαφήμιση. Μάλλον για κλειδαρά.

«Μη μιλάς άλλο σαν να ‘σαι…»

Ήταν σκισμένο στη μέση. Αδύνατον να καταλάβεις τι έγραφε παρακάτω. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα στην πολυκατοικία. Οδός Αναγεννήσεως 11.

*H Αντιγόνη Ηλιάδη γεννήθηκε το 1992 στη Θεσσαλονίκη. Είναι απόφοιτη Μεταπτυχιακού Ιστορίας της Φιλοσοφίας και φοιτήτρια Κινηματογράφου. Ποιήματα, αφηγήματα, διηγήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά έντυπα. Toν Αύγουστο του 2017 δημοσιεύτηκε η πρώτη της συλλογή με διηγήματα με τον τίτλο «Βενζίνη: Δεκατρείς Ιστορίες για Αγρίες» (Ένεκεν).

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ τα υπόλοιπα διηγήματα της σειράς «Ιστορία στον τοίχο» με ένα κλικ ΕΔΩ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα