Μια άγνωστη ταινία για… την καραντίνα σου!
Mια ωραία πρόταση για τις ημέρες της καραντίνας.
Λέξεις: Πάνος Αχτσιόγλου
Τι θα μπορούσε να συμβεί στη ζωή σου αν σου είχαν μείνει μόνο τρεις εβδομάδες; πώς θα αντιδρούσες εσύ και κατ’ επέκταση ο κόσμος γύρω σου αν το ούτως ή άλλως αναπόφευκτο τέλος αποκτούσε γνωστή ημερομηνία και ώρα; Με ποιούς θα ήθελες να είσαι και ποιούς θα ήθελες να αφήσεις; Τι από αυτά που θεωρούσες ως τώρα δεδομένα και απαραίτητα έχει πραγματικά νόημα;
Σ’ αυτά κι άλλα εσωτερικά διλήμματα προσπαθεί να δώσει απαντήσεις η αδίκως παραμελημένη πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της μέχρι τότε ηθοποιού και σεναριογράφου Λορίν Σκαφάρια. Μια ταινία που ακροβατώντας ανάμεσα στην μαύρη κωμωδία και το υπαρξιακό δράμα αναλαμβάνει να διαπραγματευτεί με ένα αρκετά γνωστό θέμα εσχατολογίας, προσπαθώντας να μην αναλωθεί σε κοινοτοπίες που χαρακτηρίζουν το είδος και ομολογουμένως τα καταφέρνει αρκετά καλά, χωρίς να ενθουσιάζει αλλά και να απογοητεύει σχεδόν πουθενά.
Ένας γιγάντιος μετεωρίτης με το χαριτωμένο όνομα «Ματίλντα» κατευθύνεται απειλητικά προς τη Γη και όλες οι απέλπιδες προσπάθειες να αναχαιτιστεί έχουν αποτύχει παταγωδώς. Η μοίρα ολόκληρης της ανθρωπότητας είναι πια προδιαγεγραμμένη και κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ο Ντοτζ, ένας μάλλον βαρετός και προβλέψιμος ασφαλιστής, βλέπει την καλά οργανωμένη ζωή του να γκρεμίζεται μέσα σε λίγες στιγμές. Γυναίκα του τον παρατάει, η δουλειά του δεν έχει πια λόγο ύπαρξης, οι φίλοι του όπως και ο υπόλοιπος κόσμος προσπαθούν να κάνουν ό,τι δεν έχουν κάνει τα προηγούμενα χρόνια. Ο κοινωνικός ιστός έχει πλέον διαλυθεί και το τέλος του κόσμου του έχει έρθει πολύ πριν από την τελική σύγκρουση. Μέσα σ’ αυτόν τον πανικό και την συλλογική τρέλα, γνωρίζει την Πένυ, την εξωστρεφή νεαρή του γειτόνισσα, που ένα βράδυ τρυπώνει στο σπίτι του μετά από το νιοστό καβγά της με τον εγωπαθή μουσικό σύντροφό της. Ανάμεσα σ’ αυτό το φαινομενικά απόλυτα αταίριαστο ζευγάρι θα αναπτυχθεί μια ιδιόμορφη σχέση βασισμένη αρχικά στην αλληλολύπηση και έτσι θα ξεκινήσουν μαζί ένα ταξίδι για να πραγματοποιήσουν τις τελευταίες τους επιθυμίες: η Πένυ να είναι κοντά στους δικούς της που κατά καιρούς τόσο έχει παραμελήσει και ο George για να βρει τον νεανικό του έρωτα που πρόσφατα του έστειλε ένα γράμμα ζητώντας επανασύνδεση. Και όλα αυτά καθώς ο χρόνος για τη Γη και τους κατοίκους της μετρά αντίστροφα.
Η Λορίν Σκαφάρια στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο δημιουργεί μια ταινία που είναι κάτι ανάμεσα στο «About Schmidt» του Αλεξάντερ Πέιν (2002) – διατηρώντας τη φιλοσοφία ενός του μελαγχολικού και μαύρου road movie – αλλά και στο «Μελαγχολία» του Λαρς φον Τρίερ (2011), ιδίως στο δεύτερο μισό του, εξελίσσοντάς την σε ένα δράμα που αφορά την ανθρώπινη συμπεριφορά κάτω από οριακά διλήμματα, την έλλειψη της συλλογικότητας και την παράδοση στο αναπόφευκτο. Παρόλη την απειρία της στο χώρο της σκηνοθεσίας, κάτι που γίνεται ελάχιστα αισθητό κατά τη διάρκεια της ταινίας, η Σκαφάρια καταφέρνει να λειτουργεί δημιουργικά, με το σενάριο να αποδεικνύεται αρκετά ασυνήθιστο χωρίς βέβαια να ξεφεύγει τελείως από τους περπατημένους δρόμους των γλυκόπικρων δημιουργιών με θεματικό πυρήνα την οικολογική αποκάλυψη και τις συνέπειές της. Σ’ αυτό σίγουρα βοηθούν και οι μεστές και ολοκληρωμένες ερμηνείες των δύο βασικών πρωταγωνιστών. Στιβ Κάρελ και Κίρα Νάιτλι συνθέτουν ένα άκρως πετυχημένο δίδυμο (πραγματικά χαίρεσαι να τους βλέπεις μαζί) λειτουργώντας ταιριαστά καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, δημιουργώντας παράλληλα ένα είδος αλληλοσυμπληρώματος και εξάρτησης.
Ο Καρέλ στο ρόλο του Ντοτζ μοιάζει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Έχοντας ξεφύγει για λίγο από τους κλασικούς κωμικούς ρόλους που ανέδειξαν τις αρετές του, διατηρώντας όμως αυτό το βλέμμα απορίας που τονίζει την συναισθηματική αστάθεια και την καταθλιπτική διάθεση του χαρακτήρα που ερμηνεύει, ενσαρκώνει έναν ρόλο που προφανώς «του πάει». Όντως, παρότι το τέλος πλησιάζει, αρνείται να ακολουθήσει τους φίλους τους σε αυτό που κάνουν, δεν αντέχει την αποσύνθεση του πολιτισμού, δεν βρίσκει στην επικείμενη καταστροφή ένα πρόσχημα για να κάνει περισσότερο σεξ, στέκεται μόνος του μπροστά στον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, προσπαθεί να κατανοήσει την αλλόκοτη αυτή συμπεριφορά και να εστιάσει ίσως για πρώτη φορά μέσα του, να συνειδητοποιήσει τι είναι αυτό που άξιζε ως τώρα και τι είναι αυτό που αξίζει να παραμείνει μετά. Δειλός και συναισθηματικά εγκλωβισμένος στην αρχή, μετατρέπεται κατά τη διάρκεια της ταινίας, αφήνοντας τις αναστολές χωρίς όμως εξάρσεις και υπερβολές. Όλα αυτά αποτυπώνονται με μοναδικό τρόπο, ιδίως στη σκηνή του φινάλε. Η Πένυ, από την άλλη, αντιπροσωπεύει το ακριβώς αντίθετο. Μια ασυνήθιστη, ελαφρώς νευρωτική, εύθραυστη ύπαρξη που ακούει μόνο δίσκους, που οι συναισθηματικές εξάρσεις είναι καθημερινό φαινόμενο, που ο χαρακτήρας της κυμαίνεται από την απόλυτη ενοχή μέχρι την υπερβολική αισιοδοξία. Η ερμηνεία της Νάιτλι είναι ικανοποιητική αλλά δυστυχώς η Βρετάνη ηθοποιός έχει γίνει πια ανησυχητικά προβλέψιμη. Η εκφράσεις της μοιάζουν ίδιες σε κάθε ρόλο που υποδύεται (αρκετές οι ομοιότητες με την ερμηνεία της στην εντελώς διαφορετική «Επικίνδυνη Μέθοδο» του 2011, ειδικά σε σκηνές συναισθηματικά φορτισμένες) και φαίνεται σα να χρησιμοποιεί επίτηδες κάποια επίπλαστη υποκριτική μανιέρα φτιαγμένη θαρρείς για να την αναδεικνύει. Παρόλα αυτά δείχνει να έχει ένα καλλιτεχνικό θράσος και πολλές φορές φορτώνεται μόνη της όλα τα συναισθηματικά βάρη της ταινίας, χωρίς ποτέ να απογοητεύει. Γίνεται εύκολα συμπαθής εκπέμποντας κάτι γλυκό και εύθραυστο, κάτι που κάποιος νιώθει αυτόματα την ανάγκη να προστατέψει.
Καταλήγοντας, πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι η ταινία σίγουρα δεν πρόκειται να χαρίσει τα εύκολα χαμόγελα που προσδοκά σε στιγμές. Είναι ένα φιλμ που ψάχνει ισορροπίες ανάμεσα στο υπαρξιακό δράμα με πινελιές μαύρο χιούμορ και στο εσχατολογικό sci-fi, μένοντας για αρκετή ώρα χωρίς καθαρές σκηνοθετικές ιδέες, αποφασίζοντας μονάχα προς το τέλος να εντείνει τα στοιχεία του δράματος, να εστιάσει στην εσωτερικότητα και την ευαισθησία και τελικά να γίνει πιο ξεκάθαρο στους στόχους του. Παρόλα αυτά, και κυρίως έχοντας ως σύμμαχο τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών του, το «Seeking a friend for the end of the world» (αυτός είναι ο ακριβής τίτλος του) καταθέτει ένα συναισθηματικά ικανοποιητικό αποτέλεσμα και καταφέρνει εκεί που δεν το περιμένεις – με κάποιες μικρές, απλές ατάκες – ακόμα και να σοκάρει («κανένας δεν είναι πια τίποτα για κανέναν» ομολογεί κάποια στιγμή κυνικά o Ντοτζ). Μια ταινία που μιλά στην καρδιά για την ματαιότητα του κόσμου που ζούμε και για την αξία που δίνει κανείς στο χρόνο. Τον χρόνο που πάντα θεωρείς ότι έχεις άπλετο μπροστά σου, αλλά τελικά μπορεί να τελειώσει από τη μια στιγμή στην άλλη.
3/5 αστέρια