Νίκος Μπακόλας: Η ατέλειωτη γραφή του αίματος
Μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις
Σ΄αυτήν την περιοχή εξελίσσονται πολλές από τις ιστορίες των βιβλίων του, καθώς ο πατέρας και ο παππούς του, βασικοί ήρωες αρκετών ιστοριών, εδώ τις έζησαν. Σ’ αυτή τη γειτονιά, συναντούσε για χρόνια στο πάλαι ποτέ café-Ανθέων την παρέα του, την πιο λογοτεχνική συντροφιά των τελευταίων δεκαετιών. Στις μυθικές συναντήσεις της Κυριακής, στο πατάρι της Ανθέων γράφτηκε ένα μεγάλο κομμάτι της νεότερης λογοτεχνίας μας.
Έχοντας σπουδάσει μαθηματικός, άρχισε να γράφει στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και δημοσίευσε την πρώτη του νουβέλα παίρνοντας τον δεύτερο έπαινο ενός λογοτεχνικού διαγωνισμού. Με τα χρήματα του επαίνου βγάζει τον πρώτο του βιβλίο το ’57, το «Μην κλαις αγαπημένη».
Ανάμεσα στα βιβλία του μεσολαβούν συνήθως με μεγάλα διαστήματα αλλά και σοβαρές αλλαγές κοινωνικοπολιτικές που επηρεάζουν σαφώς και τη γραφή. Στα 1966 κυκλοφορεί το «Κήπος των Πριγκήπων», μια αλληγορική παραβολή του μύθου των Ατρειδών στα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής. Ο Στρατής Τσίρκας μίλησε τότε για ρωμαλέα παρατηρητικότητα και ο Μανόλης Αναγνωστάκης για εκπλήσουσα ευρηματικότητα. «Ο κήπος των πριγκήπων» με τη μοντέρνα γραφή έκανε μεγάλη εντύπωση, θεωρήθηκε ένα βιβλίο που άνοιγε καινούργιους δρόμους.
Μέσα στη δεκαετία κυκλοφόρησαν τα «Εμβατήρια» και ο δύσκολος «Ύπνος -Θάνατος», «κινείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, η ακραία του γραφή το κάνει δύσκολο στο διάβασμα, δυσπρόσιτο. Πολλοί με κατέκριναν τότε». Ακολουθεί η περιβόητη «Μυθολογία», το 1977 όπου η γραφή μοιάζει να έχει απαλύνει, να γίνεται πιο κατανοητή. «Είναι 12 αλληλένδετα διηγήματα από τη ζωή του παππού μου, γραμμένα με ένα πιο προσιτό τρόπο. Ξεκίνησα να γράφω 12 παραμύθια που ξεκινούν στα 1880 και φτάνουν στα 1929. Σε τρίτο πρόσωπο πια. Μια εκ των πραγμάτων στροφή».
Δέκα χρόνια απουσίας ακολουθούν. Η ζωή κυλά στα γραφεία της Μακεδονίας στην οδό Μοναστηρίου αφού με τη δημοσιογραφία ασχολήθηκε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1986. «Η «Μεγάλη Πλατεία» κυοφορούνταν χρόνια ολόκληρα, πολλοί νόμισαν πως σταμάτησα να γράφω». Την έγραψε μέσα σε ένα χρόνο και η κυκλοφορία του βιβλίου ήταν το γεγονός της χρονιάς. Το κρατικό βραβείο ήταν το επιστέγασμα και η μεγάλη του χαρά. Καθώς σαν αντίβαρο σε ένα βραβείο που ετοιμάζονταν να του δώσουν το ’67, αλλά τον πρόλαβε η δικτατορία. Το βιβλίο μεταφράστηκε σε έξι γλώσσες και αγαπήθηκε πολύ.
Ο ίδιος αναλαμβάνει στο μεταξύ δυο φορές διευθυντής του Κρατικού θεάτρου και η περίοδος αυτή θεωρείται τις ευτυχέστερες. Γράφει τη συνέχεια και το τέλος των ηρώων της πλατείας στην «Καταπάτηση». «Είναι το τέλος των ηρώων της Θεσσαλονίκης, στην πορεία ενός αιώνα από το 1880 ως το 1980. Όχι η ιστορία της πόλης, ούτε των επωνύμων. Η ιστορία των άσημων είναι, οι σχέσεις, η εξέλιξη, η μετάλλαξή τους». Ακολουθεί η «Κεφαλή», ένα βιβλίο για τις πολλαπλές ταφές του Παύλου Μελά, «Το Ταξίδι που πληγώνει» με ταξίδια που βιώθηκαν ως τραυματικές εμπειρίες.
Η κυκλοφορία του τελευταίου του βιβλίου θεωρήθηκε ένα από τα κορυφαία γεγονότα της χρονιάς. «Η ατέλειωτη γραφή του αίματος» είναι ένας ποταμός 400 σελίδων. Είναι ένα βιβλίο διαφοροποιημένο από το προηγούμενο έργο του Μπακόλα. «Ενώ στις προηγούμενες δουλειές μου το κυρίαρχο ήταν η σύγκρουση με τα γεγονότα, εδώ η σύγκρουση με τη μοίρα, με τη μεταφυσική της έννοια κυριαρχεί». Είναι ένα ταξίδι στο χρόνο απ΄το 1923 ως το 1980, με νέο κυρίαρχο στοιχείο το μεταφυσικό. Τον ρώτησα αν η τωρινή του ηλικία διαμόρφωσε το κλίμα του βιβλίου. «Σίγουρα παίζει μεγάλο ρόλο. Πέρασα μια σοβαρή περιπέτεια με την υγεία μου και έτσι στο ιστορικό και το πραγματικό προστέθηκε το μεταφυσικό. Με φόβιζε πάντα η σύγκρουση με το μεγάλο γεγονός. Υπάρχουν μεγάλα γεγονότα που ζήσαμε από το ’40 ως εδώ, που όταν τα περνούσαμε βιώνονταν με έναν τρόπο, συσσωρεύονταν, τώρα όμως μοιάζουν με ογκόλιθο. Το να συγκρουστείς μ΄αυτά να τα περιγράψεις, να τα αναλύσεις μου δημιουργούσε ένα φόβο. Τον ίδιο φόβο μου προκαλούσε η σύγκρουση με το μεταφυσικό στοιχείο. Αν θα μπορέσω να το δώσω πειστικά στον αναγνώστη. Χαίρομαι γιατί μπόρεσα να το ξεπεράσω».
Κάθε σελίδα του βιβλίου είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι σε εικόνες. Στις ατέλειωτες φράσεις του, ο αναγνώστης βυθίζεται, χάνεται, γεύεται τους καρπούς μιας μακρόχρονης πορείας, ενός συναρπαστικού χρονικού στην Ελλάδα ενός αιώνα. Ίσως για τελευταία φορά. «Μπορεί το καινούριο μου βιβλίο να είναι το τελευταίο, είπα όσα ήθελα να πω, δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι. Δέκα βιβλία είναι αρκετά. Δε γράφω για να κάνω best seller, ούτε για να αναφέρομαι. Δεν με απασχολεί να μιλούν για μένα, να δίνω συνεντεύξεις, να ακούγομαι. Γι’ αυτό υπήρξαν και μεγάλα διαστήματα που δεν έγραψα».
Διαβάζει αρκετά, βλέπει τηλεόραση, ενημερώνεται για την κίνηση της λογοτεχνίας για τα νέα ονόματα, για τις νέες πρακτικές. Του μιλάω για δημόσιες σχέσεις. «Υπάρχουν συγγραφείς συνειδητοί, οργανωμένοι, δημοσιοσχεσίτες. Προωθούν το βιβλίο χάρη στην επιστήμη της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων. Σήμερα βγαίνουν βιβλία που προβάλλονται και δεν αξίζουν, ενώ υπάρχουν άλλα που αξίζουν και δε φαίνονται. Η σκούπα του χρόνου ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Σκεφτείτε πόσοι έγραφαν στην εποχή του Παλαμά και του Καβάφη, του Θεοτοκά, του Βενέζη. Δείτε ποιοι έμειναν. Τα ίδιο θα συμβεί και στο μέλλον».
Μιλάει σιγά, γοητευτικά, θυμάται ιστορίες εκατό χρόνων. Χωρίς να έχει κρατήσει ποτέ ημερολόγιο ή σημειώσεις, διαθέτει μια εκπληκτική μνήμη με οργανωμένες αναμνήσεις που ξεκινούν από αφηγήσεις του πατέρα του και εικόνες των παιδικών του χρόνων. Μιλήσαμε για την ανταπόκριση των βιβλίων του και μου είπε πως η μεγαλύτερη απόλαυση για τον ίδιο είναι η στιγμή που γράφει. «Η έμπνευση σε οδηγεί σε πράγματα που δεν τα περιμένεις”.
Υπήρξε από τους κορυφαίους δημοσιογράφους της πόλης, πέρασε περισσότερες από 4 δεκαετίες στις εφημερίδες. Του ζήτησα να μου σχολιάσει τα νέα δημοσιογραφικά κείμενα που ενσωματώνουν λογοτεχνική αφήγηση. «Στη δημοσιογραφία δεν μπέρδεψα ποτέ τη λογοτεχνία. Η ζωή μου στη δημοσιογραφία επηρέασε το λογοτεχνικό μου λόγο. Οι εφημερίδες είναι χοάνη. Ειδήσεις, φήμες, επίσημοι λόγοι, ανεπίσημα σχόλια, όλα αυτά κατακαθίζουν μέσα σου και βγαίνουν. Κάποτε ο Τρούμαν είχε πάρει ένα πραγματικό γεγονός και το μετέτρεψε στο «Εν ψυχρώ». Παλιά τα αστυνομικά ρεπορτάζ, τότε που οι φόνοι ήταν ελάχιστοι, τα έφτιαχναν έτσι που σε έθελγαν, τα έγραφαν με έναν αφηγηματικό τρόπο που συνάρπαζε».
Δεν δίνει την εντύπωση ανθρώπου που απομονώνεται πίσω από το συγγραφικό του θώκο. «Μπορώ να γράφω μέσα σε πολύ κόσμο. Τη «Μυθολογία» την έγραψα στο Βορρά μετά τις 12 το βράδυ. Τη «Μεγάλη Πλατεία» την έγραψα στη Μακεδονία με συναδέλφους να μιλάνε και το ραδιόφωνο να παίζει. Υπάρχουν κομμάτια που έγραψα σε καφενεία. Έμαθα να δουλεύω έτσι από τη δημοσιογραφία».
Ξαναγυρίζω την κουβέντα στο τελευταίο του βιβλίο. Μια μοίρα κατατρέχει τους ήρωές του. Ένας αόρατος μοχλός που κινεί τα νήματα. Σα μικρή ηρωίδα, του βιβλίου είναι μια μοίρα σωτήρια. Σχεδόν νεράιδα. «Με ενδιέφερε πάντα ο άνθρωπος που ανεβαίνει, φτάνει κάπου και μετά πέφτει. Η παρακμή. Στο νέο μου βιβλίο υπάρχει το θαύμα. Σε άλλους ήρωες η μοίρα είναι καλή, σε άλλους όχι. Ακόμα και η παρακμή όμως είναι φρίκη. Δε μένει στο τέλος η φρίκη του θανάτου, της αποτυχίας. Μένει μια γαλήνη. Έτσι ήταν η ζωή».
Η δική του ζωή πάντως μοιάζει γεμάτη όσο λίγων. Εβδομήντα χρόνια το αίμα της πόλης κυλά στις φλέβες του. Ήθελα να τον ρωτήσω κι άλλα. Για τον Βαφόπουλο, τον Ασλάνογλου, τους τελευταίους μεγάλους που χάνονται. Για το μέλλον μέσα από τα μάτια του. «Δε φοβάμαι για την Ελλάδα. Ο Ελληνισμός είναι γερό κύτταρο που μπορεί να ανθίσταται. Φοβάμαι μόνο μήπως χαθεί το βιβλίο. Μήπως αντικατασταθεί απ΄την εικόνα, το κομπιούτερ. Δεν μπορώ να το φανταστώ».
Κατεβαίνω την πολύβουη Μαρτίου αφήνοντας τον κύριο Νίκο και την κυρία Ελένη να κανακέψουν την Ελενίτσα, την εγγονή που της αφιέρωσε το νέο του βιβλίο. «Εγώ δεν απέκτησα, τότε» μου λέει γελώντας στο διάδρομο.
* Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό best seller το Νοέμβριο του 1996. Ο Νίκος Μπακόλας έφυγε τρία χρόνια αργότερα σε ηλικία 72 χρονών.