«Ο άνδρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι…»
Γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη.
Γυναίκα. Μητέρα στην αρχή και αδελφή, δασκάλα σύντομα και συμμαθήτρια, ερωμένη για χρόνια πολλά και στο τέλος σύζυγος και κόρη (αν είσαι τυχερός…).
Γυναίκα. Το «άλλο μισό του ουρανού», το σύμβολο της ζωής, η μήτρα. Λένε πως σήμερα γιορτάζει. Λένε πως πρέπει να της πούμε έναν καλό λόγο, να της ανταποδώσουμε λίγη από την ενέργεια που απλόχερα μας σκορπάει, να της κάνουμε ένα αναπάντεχο μικρό δώρο για να χαμογελάσει.
Δεν πιστεύω καθόλου σ’ αυτήν την μέρα, σ’ αυτήν την 8η Μαρτίου που μου θυμίζει έξαλλο μεθύσι μεσήλικων γυναικών την δεκαετία του ’80 και εμπόριο κακόγουστων καρτών σε μαγαζιά της Εγνατίας αλλά… θα κάνω το χρέος μου γιατί έχω τόσα πολλά να πω που φοβάμαι πως ψάχνοντας μια πιο καλή αφορμή θα τα ξεχάσω. Και τα καλά σου λόγια δεν πρέπει να παραλείπεις να τα πεις γιατί στοιχειώνουν και σε κυνηγούν. Έτσι ξέρω, έτσι μου είπε μια γυναίκα ότι γίνεται.
Σήμερα λοιπόν γιορτάζει η γυναίκα (μου). Τη φέρνω στο μυαλό μου συχνά, όπως νομίζω όλοι μας, ανάμεσα στις δήθεν σημαντικές αντρικές ασχολίες, στη δουλειά, στο αυτοκίνητο, στο καφενείο. Γι άλλους έχει τη μορφή της Ομηρικής Αφροδίτης ή της Ελένης και γι άλλους είναι μια γυναίκα του Πικάσο, του Ελύτη, του Λειβαδίτη, με αλογίσια μάτια και σγουρά μαλλιά ή η Στέλλα του Κακογιάννη και η Αλίκη του Φίνου. Για μένα, άγνωστο θαρρώ γιατί, είναι η γυναίκα του Σαββόπουλου, η Κυρά – Άσπα (κι ας τη λένε Αλίκη) σ’ εκείνο το εκπληκτικό τραγούδι από το «Κούρεμα» με τίτλο «Ο άνδρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι».
Πρώτη φορά είδα τον δίσκο «κρεμασμένο» στη βιτρίνα του δισκάδικού μας στην Ευκαρπία κάπου μεταξύ ’89 και ’90. Δεκαπεντάρης περίπου, με το μίσος της απόρριψης κορυφωμένο γιατί ήταν πάντα πιο ψηλή, πιο έξυπνη κι είχε το νου της στα μεγαλύτερα αγόρια. Πρέπει να άκουσα το τραγούδι περισσότερες από 500 φορές σε τρία απογεύματα. Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή. Έκανα την βάρδια του πατέρα που γύριζε τα μεσημέρι από το εργοστάσιο κι έπρεπε να φάει και να φύγει για… «το μαγαζί». Συνήθως δεν του έκανα το χατίρι να τον αντικαταστήσω αλλά εκείνο το καλοκαίρι το πέρασα τραγουδώντας: «Ο άνδρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι / γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη / γι αυτό και η κυρά-Άσπα του Διονύση / πάντα υποχωρώντας τον καθοδηγεί».
Άξαφνα άλλαξε μέσα μου κάθε αίσθημα για τη γυναίκα. Πήρα μολύβι, την ξαναζωγράφισα κι όσο έδινα σχήμα στη μορφή της τόσο έβλεπα το δικό μου εαυτό. Μέσα από τα λόγια του κουρεμένου, άσχημου, αντιπαθητικού για τις πολιτικές του θέσεις εκείνη την εποχή Νιόνιου κατάλαβα ότι: «Το πρώτο που ένας άντρας έχει ανάγκη να αποδείξει / είναι αν τρέμει ή δεν τρέμει τον κυρ θάνατο. / Δεύτερο, η δουλειά του και πώς θα δείξει / έργο πιο σπουδαίο απ’ το φτωχό του εγώ. / Τρίτον, η αγάπη κι εκεί θα ερωτηθεί / μπορεί να αγαπήσει ή μήπως δεν μπορεί; / Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι / γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη».
Συγκλονίστηκα. Δεν είχα ακούσει ποτέ άλλοτε ένα τραγούδι με το οποίο να συμφωνώ τόσο πολύ. Ο Σαββόπουλος σκάρωνε από τότε στο μυαλό και στην ψυχή μου την εικόνα της γυναίκας μου κι έφερνε από το μέλλον στο τότε παρόν μου εικόνες που ευτύχησα να δω τρεις φορές σαν πατέρας. «Παρ’ όλους τους γιατρούς στον τοκετό της / ο θάνατος στο πλάι της με ξεπερνάει./ Στα έργα μου υπάρχει απλή ομοιότης / του θαύματος που σκάει όταν αυτή γεννάει. / Τέλος, στην αγάπη πόσο δοτική / όταν έρθει η ώρα στ’ αλήθεια να δοθεί. / Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι / γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη».
Πέρασαν χρόνια πολλά από τότε αλλά τη γυναίκα αυτή φρόντισε ο Διονύσης να μην την ξεχάσω ποτέ. Την έψαξα, τη βρήκα, τη χάνω και την ξαναβρίσκω. Φεύγω και πάντα γυρίζω, αργώ και στήνει αφτί για να ακούσει τα κλειδιά μου, ξεχνιέται σε κάποιο μαγαζί και τρέμω μέχρι να καταλάβω ότι σήκωσε το κινητό της. Μαλώνουμε συνέχεια, ζητάμε συγνώμη, θυμώνουμε κι αγκαλιαζόμαστε, γελάμε με τα ίδια αστεία, καταλαβαίνουμε με την πρώτη όταν ο ένας δεν είναι καλά. Ένας καφές ενώ τα παιδιά κοιμούνται, μια λίστα με ψώνια, δυο – τρεις κουβέντες στο αυτοκίνητο, ένα άγγιγμα μέσα στο σινεμά, ένα ποτό μετά με φίλους… Κλέβουμε στιγμές από την άχαρη καθημερινότητά μας. Υπεξαίρεση κανονική. Ποτέ δε μου φτάνει ο χρόνος, ποτέ δεν κάνω όλα αυτά που θέλω μαζί της αλλά δε με νοιάζει γιατί ξέρω πως θα είναι πάντα εκεί. «Χνούδι, προσκοπάκι κι ακριβοκαλή του / λάμπα του, εκκλησία και ανατολή / δέχτηκε τον άντρα της στην κούρασή του / κι έγινε αρχηγός του κι υποτακτική./ Άραγε ο Θεός της τι άλλο εγκυμονεί / σε τι άλλες περιπέτειες θα μπλεχτούμε εγώ κι εσύ / ώσπου ο δεσμός μας να φωταγωγηθεί / κάτω απ’ την ταφόπλακα την καθημερινή. / Ο άντρας και η γυναίκα δεν είναι ίσοι / γιατί απλούστατα η γυναίκα είναι ανώτερη…»
Χρόνια πολλά λοιπόν γυναίκες της ζωής μας. Διδάξτε μας το θαύμα, συνεχίστε να μας καθοδηγείτε… υποχωρώντας. Ζητήστε μας πράγματα. Είναι ο μόνος τρόπος να τα αποκτήσετε γιατί εμάς τους άνδρες… δεν μας κόβει και πολύ. Πείτε μας την αλήθεια κι ας μη θέλουμε σχεδόν ποτέ να την ακούσουμε. Αφήστε μας ανώριμους και μη θυμώνετε που μείναμε ακόμη στην παιδική μας ηλικία. Χωρίς εσάς δεν μπορούμε κι ούτε θέλουμε να το περάσουμε όλο αυτό. Εμείς αθώοι κι εσείς ώριμες, εσείς ευαίσθητες κι εμείς αυθόρμητοι, εμείς κουτοί κι εσείς ερωτευμένες. Πάντα μαζί για να πολλαπλασιάζει ο ένας τις στιγμές του άλλου, για να έχουμε εκκρεμότητες συνεχώς. Για να μοιραζόμαστε το τίποτα και την απελπισία του τέλους που έχει νόημα μόνο «μαζί».