Οι άνθρωποι πίσω από τις εντυπωσιακές στολές των κουδουνοφόρων του Σοχού
Οι μάσκες τους έφτασαν μέχρι και σε μουσεία του εξωτερικού
Ο διαπεραστικός ήχος των κουδουνιών ακούγεται απ’ άκρη σ’ άκρη στους πρόποδες του όρους Βερτίσκου. Στο χωριό Σοχός, κάθε χρόνο τέτοια εποχή, η γη σείεται από τον βαρύ, επιβλητικό βηματισμό των κουδουνοφόρων, που φορούν περίτεχνες στολές, μαστορεμένες με τέχνη και μεράκι. Όλα είναι σχεδόν έτοιμα για την Καθαρά Δευτέρα, οπότε και θα αναβιώσει το έθιμο, που είναι γνωστό ακόμη και στο εξωτερικό και για το οποίο έχουν κατά καιρούς γίνει αφιερώματα και ντοκιμαντέρ από διεθνή μέσα.
Η εντυπωσιακή στολή έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και είναι …βαριά – κυριολεκτικά και μεταφορικά- αφού ζυγίζει έως και είκοσι κιλά, ενώ το ειδικό της «βάρος» τής το εξασφαλίζει η μακρόχρονη πορεία του εθίμου. Κάθε κομμάτι της στολής έχει τον δικό του συμβολισμό, ενώ τα μαύρα δέρματα, τα πέντε κουδούνια, το ζωνάρι, η πλεκτή εσάρπα που διπλώνει στον αυχένα, τα κεντητά μανικέτια, που εφαρμόζονται στους βραχίονες και η πλουμιστή μάσκα – προσωπίδα, που καταλήγει σε υψικόρυφη κεφαλοστολή, έχουν κατασκευαστεί από ντόπιους, που δίνουν κάθε χρόνο τον καλύτερο εαυτό τους.
Κάποιοι από τους πρωτεργάτες της στολής μίλησαν στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων για τη μακρόχρονη ιστορία και το δικό τους δέσιμο με το έθιμο, που έχει τις ρίζες του βαθιά στον χρόνο.
Τα υφαντά μάλλινα ζωνάρια που στηρίζουν τα κουδούνια
Οι αργαλειοί, τέτοιες μέρες δουλεύουν ασταμάτητα για να ετοιμαστούν τα υφαντά ζωνάρια της στολής των Σοχινών. Μία από τις πιο παλιές μηχανές ύφανσης βρίσκεται στο σπίτι της Ευαγγελίας Δερετζής – Δέλλιου. Μετρά πάνω από 150 χρόνια ζωής, πέρασε από τη γιαγιά στην κόρη και έπειτα στην ίδια. Τα τρία τελευταία χρόνια μπορεί να μην υφαίνει και να είναι ανενεργός, ωστόσο από τα χέρια της, όταν δούλευε τον αργαλειό, πέρασαν εκατοντάδες ζωνάρια. Ακόμη περισσότερα από τη μητέρα της, που ήταν από τις πρώτες του χωριού που ασχολήθηκαν με τα υφαντά ζωνάρια και γνωστή για τις υπέροχες αψεγάδιαστες δημιουργίες της.
«Εμείς φτιάχναμε τα ζωνάρια, τα οποία είναι αρκετά μεγάλα, γύρω στα επτά μέτρα το ένα, με βαμβακερή κλωστή. Το συγκεκριμένο μήκος χρειάζεται για να δεθούν τα κουδούνια, τα οποία τα στερεώνουν με σχοινιά στη μέση, οπότε το ζωνάρι βοηθάει και στο να γίνει ελαφρύτερο το βάρος και βέβαια έχει και διακοσμητικό ρόλο», εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η κ. Δέλλιου.
Θυμάται πως η προετοιμασία για τις γιορτές της αποκριάς στο ημιορεινό χωριό ξεκινούσε με το που τελείωναν οι προηγούμενες εκδηλώσεις και διαρκούσε σχεδόν όλο τον χρόνο, μιας και η διαδικασία ήταν χρονοβόρα και η προεργασία ιδιαίτερη.
Όπως αναφέρει, το χρώμα του ζωναριού πρέπει να είναι κόκκινο ή σκούρο βυσσινί και να περιέχει μια απόχρωση του μαύρου. Τουλάχιστον είκοσι μέρες απαιτούνταν για να υφάνει κάθε ζωνάρι που σαν κατασκευή είναι πολύ γερή και φυσικά, αν χρησιμοποιηθεί με προσοχή, μπορεί να συντηρηθεί για πολλά χρόνια και να φορεθεί σε άλλες τόσες εκδηλώσεις.
Η 63χρονη εξηγεί πως το να υφαίνει κάποιος μπορεί να είναι αρκετά εύκολο, αλλά είναι ειδική η τεχνική για τα ζωνάρια της στολής των κουδουνοφόρων. Περιγράφει ως ιεροτελεστία τη διαδικασία από το να φτάσει η κλωστή στον αργαλειό και να τραβηχτούν σωστά οι κλωστές, κάτι που θέλει προσοχή και γνώση. Έξαλλου, η ίδια σημειώνει πως αγαπά τον χαρακτηριστικό ρυθμικό ήχο του αργαλειού και θα τον ξαναπιάσει, όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Οι κεφαλοστολές με το πολύχρωμο λοφίο που έχουν θέση στο μουσείο μασκών του Μονάχου
«Φωτιά» έχει πάρει και το εργαστήριο του κ. Γρούσκου στην πλατεία του Σοχού. Η οικογένεια έχει αναλάβει την κατασκευή της κεφαλοστολής το γνωστό καλπάκι όπως το λένε στην περιοχή, με τις εντυπωσιακές χρωματιστές κορδέλες στο ψηλό λοφίο.
«Έμαθα την τέχνη από τον πατέρα μου, που ήταν από τους παλιούς ράφτες και είναι έως και σήμερα, αφού ακόμη ασχολείται με αυτό το επάγγελμα», λέει ο 36χρονος Άκης Γρούσκος, που περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ βήμα βήμα τη διαδικασία για την κατασκευή. «Παίρνουμε μαύρο ύφασμα, το σημαδεύουμε με ένα ειδικό σταμπό, το κόβουμε περιμετρικά, αφήνουμε κενό για τα τα μάτια, τη μύτη, το στόμα και στη συνέχεια περνάμε γύρω γύρω τα σιρίτια σε διαφορά χρώματα. Αφού ραφτεί, το γεμίζουμε με άχυρο για να πάρει το κωνικό σχήμα και ένα ξύλο για να το κρατάει όρθιο».
Η διαδικασία όμως δεν σταματά εκεί. Στη συνέχεια, όπως εξηγεί, περνιούνται οι κόλλες, που κόβονται σε ίσα κομμάτια, στη συνέχεια τις περνούν με βελόνα και κλωστή, ενώ φτιάχνουν και το σχήμα για το σαγόνι του κουδουνοφόρου ανάλογα με το σχήμα και τα χαρακτηριστικά του καρναβαλιστή. Τέλος, μπαίνει το εντυπωσιακό λοφίο στην κορυφή που αποτελείται από πέντε κορδέλες άσπρου, κόκκινου, μπλε, πράσινου και κίτρινου χρώματος και δένονται όλες, μαζί με μια ουρά αλεπούς. Όπως λέει ο κ. Γρούσκος, τα πέντε χρώματα συμβολίζουν τα στοιχεία της φύσης, που οι παλιοί έλεγαν ότι ευνοούν την καρποφορία και τη σοδειά, ενώ η ουρά συμβολίζει την εξιχνίαση του κακού.
Ο 36χρονος ασχολείται με τη βιοτεχνία από μικρό παιδί και αυτές τις ημέρες …τρέχει και δεν φτάνει, ενώ έχουν ήδη διατεθεί πολλές κεφαλοστολές. Ο πατέρας του έφτιαχνε αρχικά τις πιο παραδοσιακές και βαριές φορεσιές, ενώ στη συνέχεια -ως καλός μάστορας- σκέφτηκε καινούριες τεχνικές και τις εξέλιξε, για να γίνουν ακόμη πιο ευκολοφόρετες από τον καθένα.
Ο Άκης Γρούσκος σημειώνει πως η μάσκα των κουδουνοφόρων είναι εξαιρετικά δημοφιλής και έχει «ταξιδέψει» σε πολλές χώρες του εξωτερικού. Μάλιστα, στο εργαστήριό του βρέθηκε ένα ζευγάρι από το Μόναχο που γύριζε σε όλη την Ελλάδα, στα μέρη που έχουν παράδοση, ψάχνοντας για ιδιαίτερες μάσκες. «Ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ με την πρωτότυπη κεφαλίδα των κουδουνοφόρων, που παρήγγειλαν και πήραν μια ειδική κατασκευή για το μουσείο μασκών στην πόλη τους», αναφέρει ο κ. Γρούσκος.
Μανικέτια και εσάρπες πλεγμένα στο χέρι από 63χρονη που ζωγραφίζει αγιογραφίες
Νύφη στο χωριό από τη Θράκη, η Βέρα Τσιντζόγλου, βρέθηκε στην περιοχή το 1974 και η αγάπη της για την παράδοση την έκανε μια από τις πρωταγωνίστριες του εθίμου. Είναι από τις πιο παλιές και συνάμα ταλαντούχες στα πλεκτά μανικέτια και εσάρπες που κρέμονται με τα περίτεχνα κρόσσια και είναι όλα φτιαγμένα στο χέρι. Έχει περάσει ατέλειωτες ώρες με το βελονάκι και το τσιγκελάκι φτιάχνοντας τα κομμάτια της στολής. Μάλιστα, όπως λέει, ένα δικό της σχέδιο έχει περίοπτη θέση στην εντυπωσιακή φορεσιά.
«Στους κλασικούς ρόμβους που διακοσμούν τη στολή έβαλα και μπουμπούκια για να αλλάξω λίγο το ύφος. Αυτό συνέβη πριν από περίπου τριάντα χρόνια που έφτιαχνα πλεκτά και βλέποντας να έχουν παραμείνει έως σήμερα στις στολές, νιώθω περήφανη», σημειώνει η κ. Τζιντζόγλου, δηλώνοντας ότι θέλει τεχνική το καθετί και η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά. «Για παράδειγμα, η εσάρπα πλέκεται σε δυο κομμάτια και είναι σημαντικό τα μπουμπούκια να κοιτούν στην ίδια κατεύθυνση καθώς το ένωμα γίνεται πίσω στο λαιμό», εξηγεί.
Η 63χρονη πλέκει πάνω από σαράντα χρόνια και μέχρι και σήμερα έχει φτιάξει εκατοντάδες παραδοσιακά μανικέτια για μικρούς και μεγάλους. Με πάθος και έμπνευση, οι χρωματιστές κλωστές στα χέρια της αποκτούν σχήμα και ζωή. Το σπίτι της είναι γεμάτο με τις δημιουργίες της και η ίδια είναι ιδιαίτερα δραστήρια καθώς συμμετέχει σε εκδηλώσεις, χορωδίες αλλά και ως αυτοδίδακτη ζωγράφος έχει φτιάξει δεκάδες αγιογραφίες.
Δερμάτινα κοστούμια από 77χρονη
Κλεισμένη στο εργαστήριό της, στο ισόγειο του σπιτιού της, βρίσκεται αυτήν την περίοδο και η 77χρονη Μαρία Ποϊριάζη, που δένει τα δέρματα της στολής των Σοχινών κουδουνοφόρων. Είναι, όπως λέει, μιλώντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ, η τελευταία χρονιά για την ίδια και φέτος θα κλείσει την ιστορία της.
«Είναι δύσκολη δουλειά. Τα δέρματα είναι βαριά και όσο και αν αγαπώ αυτή τη διαδικασία, είπα αυτή τη χρονιά να κλείσει ο κύκλος μου. Επειδή είναι μια ιδιαίτερη τέχνη και τεχνική, εδώ και λίγο καιρό μαθαίνω τη διαδικασία σε έναν νεαρό του χωριού, που θα συνεχίσει την παράδοση», επισημαίνει.
Η κ. Ποϊριάζη έμαθε να ράβει από μικρή και, όπως επισημαίνει, η διαδικασία είναι αντίστοιχη ενός πατρόν αλλά με τις δυσκολίες του δέρματος. Στην ειδική μηχανή της ράβει εδώ και είκοσι χρόνια τις στολές και μάλιστα τα πρώτα χρόνια υπήρξε και μια γιορτή, όπου έραψε και τριάντα στολές.
«Κάνω όλο το κοστούμι, δηλαδή το παντελόνι και το σακάκι, τα οποία γίνονται από δέρμα τράγων και μεγάλα κατσίκια που έχουν τρίχωμα. Τα παίρνω επεξεργασμένα και τα κόβω στα μέτρα που αντιστοιχούν σε παλικαριά και κοπελιές και τα ράβω, όπως ένα ανδρικό κοστούμι. Υπάρχει όμως και ένα μυστικό. Τα φτιάχνω πάντα πιο φαρδιά, γιατί οι κουδουνοφόροι τρέχουν, γονατίζουν χορεύουν και στόχος είναι να μην καταστραφούν τα ρούχα τους», αναφέρει.
Τα τελευταία χρόνια τής πηγαίνουν δεκάδες στολές για επιδιόρθωση. Μάλιστα, πριν από λίγες ημέρες τής πήγαν τρεις φθαρμένες στολές για να σώσει ο,τι μπορούσε και να φτιάξει τελικά ένα νέο παντελόνι.
Όσο για τα κουδούνια, που κάνουν την …περισσότερη φασαρία και είναι από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια της αμφίεσης, τα προμηθεύονται από διπλανά χωριά και δεν υπάρχει σπίτι στο χωριό που να μην έχει (σε πολλά μεγέθη).
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ ΜΠΕ/ Αναστασία Τελιανίδου