Οι Έλληνες του Λιβάνου

Μια ζωντανή κοινότητα με μακραίωνη ιστορία...

Parallaxi
οι-έλληνες-του-λιβάνου-441956
Parallaxi

Ο παππούς του Λιβανέζου (με ελληνικές ρίζες) δημοσιογράφου Τζορτζ Ιντ, μαζί με τον πατέρα του Ιωσήφ και τη μητέρα του Γαλάτεια, έφτασαν στο λιμάνι της Βηρυτού το 1922, όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν άρον άρον τη Σμύρνη, πάνω σε μια μικρή βάρκα, και να αναζητήσουν μια νέα πατρίδα στον Λίβανο.

Η Σμύρνη και η καταστροφή της ήταν αυτή με την οποία «έπλεκαν» τα μοιρολόγια για την πατρίδα που άφησαν πίσω, στο νέο τους σπίτι μιλούσαν μόνο ελληνικά, γλεντούσαν τις χαρές τους με ρεμπέτικα τραγούδια και στα Σαββατιάτικα ανταμώματα …έσπαγαν πιάτα, για να νιώθουν σαν να είναι στην πατρίδα. Ο παππούς του Τζορτζ Ιντ ήταν ένας από τους πολλούς Έλληνες της Σμύρνης που στη μεγάλη καταστροφή βρήκαν μια φιλόξενη «αγκαλιά» στον Λίβανο.

Σήμερα, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους έχουν μείνει πίσω, θεματοφύλακες μιας ιστορίας που ούτε θέλουν ούτε πρέπει να ξεχαστεί, παρότι οι απόγονοι των ανθρώπων που ήρθαν στον Λίβανο ως πρόσφυγες το 1922 είτε μειώνονται, είτε έχοντας ενσωματωθεί πλήρως στις κοινωνίες όπου ζουν, δεν είναι τόσο κοντά όσο ίσως θα ήθελαν στις ρίζες τους. Οι Έλληνες του Λιβάνου «στα χαρτιά» δεν ξεπερνούν τις 4.500-5.000 αλλά, όπως είχε δηλώσει πρόσφατα στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρεσβευτής της Ελλάδας στον Λίβανο Φραγκίσκος Βέρρος, αυτοί οι άνθρωποι αποτελούν «την επιφάνεια ενός ελληνισμού περίπου 30.000 ανθρώπων, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από μικρασιατικές οικογένειες, που κατέφυγαν στον Λίβανο υπό τις γνωστές τραγικές συνθήκες το 1922, κυρίως από την περιοχή της Σμύρνης και κατά δεύτερο λόγο από την περιοχή της Αντιόχειας, της Αλεξανδρέττας, όταν κατελήφθη από τους Τούρκους, στο τέλος της δεκαετίας του ΄30».

Παρότι, ωστόσο, η Ελληνική Κοινότητα του Λιβάνου αριθμεί σήμερα μερικές χιλιάδες μόνο μέλη, είναι μια Κοινότητα «ζωντανή» και, μάλιστα, σύμφωνα με τον Έλληνα πρέσβη στη Βηρυτό, «για την τύχη της Ελλάδας, του ελληνισμού και της πρεσβείας, είναι μια Κοινότητα, η οποία δεν ζητάει βοήθεια αλλά προσφέρει βοήθεια». «Ο Ελληνισμός πάει πολύ καλά, έχουμε πολύ καλές σχέσεις με τους Λιβανέζους και τις λιβανέζικες αρχές», λέει στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Βηρυτού Πάνος Ανδριώτης.

Όπως εξηγεί ο κ. Ανδριώτης, η Κοινότητα καταβάλλει εργώδεις προσπάθειες να κρατήσει αναμμένη τη «φλόγα» του ελληνισμού στον Λίβανο και στις καρδιές των Ελληνολιβανέζων- κυρίως των νέων παιδιών. «Τα νέα παιδιά είναι μάλλον η τέταρτη γενιά πλέον, και οι μεικτοί γάμοι είναι μια φυσική εξέλιξη. Προσπαθούμε, λοιπόν, να διδάξουμε την ελληνική γλώσσα με έναν τρόπο εύκολο ώστε να την κρατήσουμε ζωντανή όπως και την κοινότητά μας», εξηγεί ο κ. Ανδριώτης.

Η Ελληνική Κοινότητα Βηρυτού φροντίζει, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η γενική γραμματέας Σοφία Βαλασίδου, με διάφορες εκδηλώσεις, γιορτές, αλλά και με συχνές συνεστιάσεις στην Ελληνική Λέσχη να κρατήσει στενούς τους δεσμούς μεταξύ των μελών της και κυρίως να εμφυσήσει στα νέα παιδιά την αγάπη για την Ελλάδα. «Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και σε κάθε άλλη περίσταση που προσφέρεται φροντίζουμε να κρατάμε ζωντανές τις ελληνικές παραδόσεις. Μαζευόμαστε συχνά στη Λέσχη, συζητάμε, χορεύουμε, τραγουδάμε… Επίσης εκδίδουμε ένα περιοδικό κάθε 2-3 μήνες με τα νέα της Κοινότητας», επισημαίνει η κ. Βαλασίδου.

Όπως λέει, συμφωνώντας με τον πρόεδρο της Κοινότητας, «ως Έλληνες στον Λίβανο δεν έχουμε βασικά προβλήματα. Ζούμε αρμονικά με τους Λιβανέζους και έχουμε πολύ καλή επικοινωνία με τις Αρχές».

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική…

Στο Σχολείο Ελληνικής Γλώσσας που διατηρεί η Ελληνική Κοινότητα Βηρυτού μισθοδοτώντας δύο Ελληνίδες δασκάλες, οι μαθητές δεν είναι μόνο άτομα με ελληνικές ρίζες αλλά και Λιβανέζοι που αγαπούν την Ελλάδα.

«’Αλλοι έχουν αγοράσει σπίτια στην Ελλάδα και για τον λόγο αυτό θεωρούν χρήσιμη την εκμάθηση της ελληνικής, άλλοι απλώς αγαπούν την Ελλάδα, τον πολιτισμό μας, και θέλουν να μάθουν και τη γλώσσα», εξηγεί ο πρόεδρος της ΕΚΒ κ. Ανδριώτης. «Έχουμε 140 μαθητές και πολλοί μεταξύ αυτών είναι Λιβανέζοι», επισημαίνει, από την πλευρά της, η κ. Βαλασίδου, η οποία έχει γεννηθεί στη Συρία και είναι, όπως λέει, δεύτερη γενιά στον Λίβανο. «Οι μαθητές μας είναι ενήλικες και παιδιά, σε διάφορα επίπεδα. Κάνουν μαθήματα και ανάλογα με το επίπεδο τους χορηγείται ο αντίστοιχο πιστοποιητικό ελληνομάθειας», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ μία από τις δασκάλες του σχολείου, η Αγλαΐα Κοντολαίμου, η οποία ήρθε στη Βηρυτό από την Καλαμάτα για να διδάξει την ελληνική γλώσσα.

Μοιράζοντας τη ζωή σε δυο πατρίδες…

Εκτός από τους Λιβανέζους με ελληνικές ρίζες αλλά χωρίς υπηκοότητα, όπως η περίπτωση του Τζορτζ Ιντ, ο οποίος ήταν ο πρωτεργάτης του 1ου Ελληνικού Φεστιβάλ Λιβάνου, που πραγματοποιήθηκε από 7-9 Ιουνίου στην αρχαία πόλη της Βύβλο, προσελκύοντας χιλιάδες επισκέπτες, υπάρχουν και κάποιες περιπτώσεις, όπως της Ελληνολιβανέζας τραγουδίστριας Μαρίνας Αμπουργέλη (Marina Abourghely), η οποία γεννήθηκε στον Λίβανο, τον οποίο η ίδια και η οικογένειά της εγκατέλειψαν στη διάρκεια του εμφυλίου στην αραβική χώρα και έστησαν μια νέα ζωή στην Ελλάδα. Ωστόσο, μια τυχαία (διαδικτυακή) συνάντηση με κάποια παιδιά από την πολυκατοικία όπου έμενε η οικογένειά της στη Βηρυτό, στο Facebook, πριν από μερικά χρόνια, την παρακίνησε να κάνει το …αντίστροφο ταξίδι, να επιστρέψει στον Λίβανο.

Η Μαρίνα, την οποία συναντήσαμε στο περιθώριο του 1ου Ελληνικού Φεστιβάλ Λιβάνου, όπου τραγούδησε τα δύο πρώτα βράδια ξεσηκώνοντας Έλληνες και Λιβανέζους, επισκέφθηκε τη Βηρυτό, ύστερα από παρότρυνση των παλιών της φίλων για ένα «reunion», αλλά, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η επίσκεψη αυτή έμελλε να της αλλάξεις τη ρότα της ζωής της. «Αισθάνθηκα μια περίεργη έλξη», αναφέρει και επισημαίνει πως αρχικά ασχολήθηκε με την έκδοση ενός περιοδικού αλλά στη συνέχεια ξεκίνησε καριέρα στο τραγούδι. «Παντρεύει» με ιδιαίτερη επιτυχία την ελληνική και την αραβική μουσική, που έχουν, όπως λέει, πολλά κοινά χαρακτηριστικά και στοιχεία, ενώ οι Λιβανέζοι αγαπούν ιδιαίτερα τους ελληνικούς ήχους.

Κοινά στοιχεία σε Έλληνες και Λιβανέζους «βλέπει» η Μαρίνα και στον τρόπο ζωής των δύο λαών, ενώ στην ερώτηση αν οι Λιβανέζοι αγαπούν την Ελλάδα, φέρνει ως παράδειγμα τον σύζυγό της Ηλία Γασάν Καράν, του οποίου η αγάπη για την Ελλάδα εκδηλώνεται όχι μόνο στην πολύ καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, αλλά σε κάθε κίνηση και έκφρασή του. Η περίπτωσή του, δε, είναι ανάλογη των πολλών εθελοντών που συναντήσαμε στο 1ο Ελληνικό Φεστιβάλ Λιβάνου, νέων κατά κύριο λόγο ανθρώπων, που με ζέση και αγάπη για την Ελλάδα, χωρίς οι ίδιοι να έχουν ελληνικές ρίζες, φρόντισαν ώστε να μπουν γερά θεμέλια ώστε το Φεστιβάλ να εξελιχθεί σε θεσμό.

Θεματοφύλακας της μνήμης το ντοκιμαντέρ για τους Έλληνες του Λιβάνου

Την ιστορία του Ελληνισμού στον Λίβανο ανασύνθεσε ο γνωστός Λιβανέζος δημοσιογράφος Τζορτζ Ιντ με το ντοκιμαντέρ που γύρισε πριν από μερικά χρόνια «Kalimera Men Beirut» (Καλημέρα από τη Βηρυτό), δίνοντας «σάρκα και οστά» σε μια υπόσχεση που είχε δώσει στον παππού του, λίγο προτού πεθάνει.

«Η ιστορία (της αναζήτησης των οικογενειακών μας ριζών, αλλά και του ίδιου του ντοκιμαντέρ) ξεκίνησε πριν από 16 χρόνια, όταν πέθαινε ο παππούς μου. Μου είχε αφηγηθεί πώς έφτασε στον Λίβανο και μεγαλώνοντας δίπλα του έμαθα κάποια ελληνικά και πάντα άκουγα τις ιστορίες του. Πριν από την τηλεόραση, διασκεδάζαμε ακούγοντας τις ιστορίες των παππούδων μας», έλεγε λίγα χρόνια πριν, σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Τζορτζ Ιντ, ενώ βρισκόταν στο τελείωμα των γυρισμάτων. Ο παππούς και οι γονείς του δημιούργησαν στη Βηρυτό ένα από τα πρώτα εργοστάσια υποδημάτων το 1927. Έζησαν εκεί, ξεκίνησαν τη δική τους επιχείρηση, έβγαλαν χρήματα αλλά παράλληλα διατήρησαν και δεσμούς με την Ελλάδα, όπου ζούσε η αδελφή της προγιαγιάς του, Μαρία, και ο σύζυγός της, Μιχάλης Λουλιάς. Ήταν μαζί στη Σμύρνη.

Η μισή οικογένεια πήγε στη Σάμο μετά την καταστροφή και σχεδόν η άλλη μισή στην Αμερική με ένα μικρό μέρος της να καταλήγει στον Λίβανο. Την ιστορία αυτή, μαζί με τις παράλληλες ιστορίες των περίπου 30.000 Ελλήνων που έφτασαν ως πρόσφυγες στον Λίβανο, αφηγείται το ντοκιμαντέρ, το οποίο έχει προβληθεί και βραβευτεί και σε φεστιβάλ στην Ελλάδα.

Ο προπάππος του Τζορτζ Ιντ και η προγιαγιά του δεν έμαθαν ποτέ τα αραβικά. Πέθαναν μιλώντας μόνο ελληνικά. Ο παππούς του μιλούσε κυρίως ελληνικά και λίγα αραβικά. Τρίτης γενιάς ο ίδιος, μιλάει ελληνικά, γιατί, όπως λέει, η γλώσσα είναι σημαντική και πρέπει να τη διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού, όπως και τον ελληνικό πολιτισμό, τον οποίο ο ίδιος υπηρετεί με απαράμιλλο ζήλο. Για να μην γίνει η μνήμη …λήθη, όπως χαρακτηριστικά λέει.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ/Σοφία Παπαδοπούλου

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα