Οι επιδημίες πίσω από τον πολεοδομικό σχεδιασμό: το Κράτος Πρόνοιας
Πολεοδομικές δραστηριότητες... εν μέσω επιδημιών.
Μετάφραση από τα Γερμανικά: Λένα Χαρσώνη για τα Ημερολόγια Καραντίνας
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, οι συνθήκες στέγασης για τον κόσμο της εργατικής τάξης είχαν γίνει και πάλι φρικτές στις περισσότερες πόλεις του βιομηχανικού Βορρά. Το 1902, η ολλανδική κυβέρνηση αποφάσισε να περάσει έναν στεγαστικό νόμο με αρκετές διατάξεις για την αντιμετώπιση αυτής της κρίσης. Μεταξύ άλλων, οι δημοτικές αρχές έπρεπε να θεσπίσουν οικοδομικούς κώδικες που θα έθεταν τα πρότυπα ποιότητας όσων αφορά τις δομικές κατασκευές, ενώ οι πόλεις άνω των 10.000 κατοίκων έπρεπε να αναπτύξουν σχέδιο επέκτασης που να υποδεικνύει διαφορετικές ζώνες στέγασης. Οσον αφορά την παροχή στέγης, ο νόμος έδωσε στους δήμους το δικαίωμα να υποστηρίξουν οικονομικά μη κερδοσκοπικούς στεγαστικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνταν στον τομέα της κοινωνικής κατοικίας. Έπειτα, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Άμστερνταμ ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Hendrik Berlage την εκπόνηση ενός σχεδίου επέκτασης στο Νότιο Άμστερνταμ και επιδότησε στεγαστικούς οργανισμούς ακόμη και κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου τα ιδιωτικά οικοδομικά έργα είχαν σταματήσει. Ο σχεδιασμός της περιοχής Zuid του Άμστερνταμ ήταν για μια πόλη, όπου το πράσινο βρίσκεται παντού, σε τεράστιες αυλές, δρόμους και πλατείες. Κατοικίες και καταστήματα διαχωρίζονται σε μεγάλο βαθμός και υπάρχει πια και η πολιτική πεποίθηση ότι ακόμη και οι κατώτερες τάξεις αξίζουν επαρκή, προσιτή στέγαση· ο ρόλος του κράτους είναι να την παρέχει.
Ωστόσο, στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις, οι οποίες είχαν εμπλακεί στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάθε οικοδομική δραστηριότητα είχε σταματήσει, επιδεινώνοντας την τεράστια έλλειψη στέγης, κάτι που υπήρχε ήδη στις περισσότερες από αυτές. Έως το τέλος του πολέμου, η Γερμανία υπολείπεται περίπου 1 εκατ.κατοικιών, μετατρέποντας το πρόβλημα της στέγασης σε βασικό ζήτημα κοινωνικής πολιτικής και αφορμή για πολιτική κινητοποίηση. Η περίοδος της Βαϊμάρης (1918 – 1933) ήταν σημείο καμπής όσον αφορά τις παρεμβάσεις σχετικά με τη στέγαση. Το κράτος ανέλαβε ενεργό ρόλο με τουλάχιστον δύο τρόπους: ως ρυθμιστής, με αυστηρότερη προστασία των ενοικιαστών, μαζικό έλεγχο ενοικίων και διαχείριση της κοινωνικής στέγης από τη μία και ως χρηματοδότης μέσω της φορολογίας ακινήτων μετά τη νομισματική μεταρρύθμιση του 1923 από την άλλη. Αυτά τα κεφάλαια διοχετεύθηκαν σε μεγάλο βαθμό σε συνδικάτα, ενώσεις και τοπικές αρχές για εκτεταμένες, νέες κατασκευές.
Το πρόβλημα στέγασης στο Βερολίνο μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ιδιαίτερα καταστροφικές προεκτάσεις. Μέσα σε ένα πλαίσιο που περιελάμβανε εξαιρετικά υψηλές τιμές γης και ως επί το πλείστον σταθερό ρυμοτομικό σχεδιασμό, η ριζική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού ήταν απαραίτητη. Ήδη πριν από τον πόλεμο, το 90% των Βερολινέζων ζούσε σε πολυκατοικίες 4 – 5 ορόφων, όπου 9 στις 10 δεν είχαν μπάνιο και σχεδόν οι μισές τουαλέτες βρίσκονταν σε κλιμακοστάσια ή σε αυλές. Σχεδόν τα μισά από τα διαμερίσματα στεγάζονταν στο πίσω μέρος των κτηρίων χωρίς επαρκή φωτισμό και φρέσκο αέρα, ενώ το 42% ήταν διαμερίσματα ενός δωματίου όπου ζούσαν κατά μέσο όρο τρία άτομα.
Ο πολεοδομικός σχεδιασμός του Βερολίνου τη δεκαετία του 1920 διαμορφώθηκε από τον σοσιαλδημοκράτη Martin Wagner, ο οποίος ήταν δημοτικός σύμβουλος, υπεύθυνος των πολεοδομικών υπηρεσιών της πόλης από το 1926 έως το 1933. Ο σοσιαλιστής και αφοσιωμένος σε θέματα κοινωνικής πολιτικής Wagner ήταν ένθερμος υποστηρικτής του κινήματος Neues Bauen (Νέα Αρχιτεκτονική), που συνδυάζει τα πρότυπα της βιομηχανικής κατασκευής με τις αρχές του πολυκεντρικού αστικού τοπίου της ιδανικής κηπούπολης. O Martin Wagner θεωρούσε πως ένα σύστημα χώρων πρασίνου που θα “ανακούφιζε” τη μεγάλη πόλη και τις πυκνοκτισμένες περιοχές και θα προσέφερε συγχρόνως στους κατοίκους χώρους αναψυχής, ήταν καθοριστικό στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Ο ίδιος διαχώρισε τους χώρους πρασίνου σε υγιεινής και διακοσμητικούς, με τους χώρους πρασίνου υγιεινής να προωθούν τις ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης σε ένα υγιές οικιστικό περιβάλλον. Το συμπέρασμά του ήταν ότι πρέπει να δημιουργηθούν ανοιχτοί χώροι όπου αυτό χρειάζεται, κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Ακολουθώντας τα πρότυπα της ιδανικής κηπούπολης, αποφασιστικός παράγοντας υπήρξε η σύνδεση πόλης και εξοχής, χρησιμοποιώντας έναν υπερδημοτικό χωροταξικό σχεδιασμό. Μέσω της αποκέντρωσης, της δημιουργίας υπο-κέντρων μέσα στην πόλη και της επέκτασης των προαστίων ήθελε να ελέγξει την αύξηση του πληθυσμού και να αποτρέψει την περαιτέρω συσσώρευση αυτού στο κέντρο.
Ο Bruno Taut, με τον οποίο συνεργάστηκε στενά ο Martin Wagner μέχρι το 1933, υπήρξε ο σημαντικότερος αρχιτέκτονας του Neues Bauen, του αρχιτεκτονικού κινήματος που αντιτάχθηκε στην προϋπάρχουσα παραδοσιακή οικοδομική προσέγγιση. Τα κτήρια δεν θα χτίζονταν πια γύρω από στενές, σκοτεινές αυλές αλλά θα έπρεπε να είναι ευάερα και ευήλια μέσα σε ένα καταπράσινο περιβάλλον. To πρώτο μεγάλο συγκρότημα κατοικιών που σχεδιάστηκε από τους Wagner και Taut ήταν το Hufeisensiedlung, στο νότιο τμήμα της πόλης. Εδώ, ο στόχος των αρχιτεκτόνων ήταν να σχεδιάσουν λειτουργικά, βιώσιμα και οικονομικά διαμερίσματα, ενσωματωμένα σε ένα υγιές, πράσινο περιβάλλον. Σύντομα θα ακολουθούσε και η κατασκευή άλλων οικισμών, όπως οι Carl-Legien-Siedlung και Waldsiedlung Zehlendorf.
Ο Hannes Meyer ήταν ο διευθυντής της σχολής Μπάουχαους από το 1928 έως το 1930 και ακολούθησε κι αυτός παρόμοια προσέγγιση. Ο Meyer ήταν εξαιρετικά επικριτικός στον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκε το Μπάουχαους, καθώς θεωρούσε ότι αυτό που υπηρετούσε η σχολή ήταν ήδη πολύ ακριβό και απευθυνόταν στις ανώτερες τάξεις. Η θεωρία του όσον αφορά την κατασκευή υπογράμμιζε την κοινωνική διάσταση του σχεδιασμού και απομακρυνόταν από την έννοια της τέχνης, η οποία ήταν η βασική αρχή του Μπάουχαους. Ο Meyer ώθησε τους σπουδαστές να μελετούν τη διαδικασία της ζωής του μελλοντικού χρήστη. Για τον ίδιο, η κατασκευή, όπως και ο σχεδιασμός του ανθρώπινου περιβάλλοντος, πρέπει να γίνονται με βάση τις κοινωνικές ανάγκες, ενώ στόχος πρέπει να είναι η αρμονική κοινωνική οργάνωση. Τα σχέδια αστικής ανάπτυξης του Hannes Meyer, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του Μαρξιστή, υπηρετούσαν το συνεταιριστικό κίνημα, θέτοντας την ευημερία των κατοίκων στο επίκεντρο του προβληματισμού του.
Με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933 ήρθε και το απότομο τέλος για το Μπάουχαους και το κίνημα Neues Bauen. Αν και το κράτος παρέμεινε ο βασικός πάροχος στέγης, από τη διάταξη αποκλείονται πια μεγάλες ομάδες πληθυσμού που θεωρούνται «μη γερμανικές».
Τον Ιούλιο του 1933, στα πλαίσια των Διεθνών Συνεδρίων Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής (Congress International de l’ Architecture Moderne, CIAM) πραγματοποιήθηκε το 4ο συνέδριο για την «Λειτουργική Πόλη» εν πλω, στα νησιά του Σαρωνικού από τις ακτές της Αττικής. Τα CIAM ιδρύθηκαν το 1928 σε μια ελβετική πόλη από μια ομάδα 28 Ευρωπαίων αρχιτεκτόνων και οργανώθηκαν από τους Le Corbusier, Hélène de Mandrot και Sigfried Giedion. Στόχος ήταν η διατύπωση ενός αρχιτεκτονικού μανιφέστο του μοντέρνου κινήματος. Στα μέλη συμπεριλαμβάνονταν ο Hendrik Berlage (αρχιτέκτονας της περιοχής Zuid στο Άμστερνταμ), ο Hugo Haring (ένας εκ των αρχιτεκτόνων του οικισμού Siemenstadt στο Βερολίνο), καθώς και οι Hannes Meyer και Walter Gropius (διευθυντές της σχολής Μπάουχαους). Κατά την άφιξη στην Αθήνα τον Άυγουστο του 1933 πραγματοποιήθηκε στον Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο έκθεση με θέμα τη «Λειτουργική Πόλη». Η Χάρτα της Αθήνας εκδόθηκε 10 χρόνια μετά, το 1943, αν και ένα σύντομο κείμενο που δημοσιεύτηκε αποτυπώνει περισσότερο προσωπικούς προβληματισμούς του Le Corbusier παρά ένα κοινό κείμενο συμπερασμάτων. Το κείμενο κάνει αρκετές αναφορές στην υγιή διαβίωση (“Residential areas should occupy the best places in the city from the point of view of typography, climate, sunlight and availability of green space”; “The selection of residential zones should be determined on grounds of health”; “A minimum number of hours of sunlight should be required for each dwelling unit”; “Unsanitary slums should be demolished and replaced by open space. This would ameliorate the surrounding areas.”; “The demolition of slums surrounding historic monuments provides an opportunity to create new open spaces.”).
Η Χάρτα της Αθήνας αποτέλεσε το προσχέδιο πολεοδομικού σχεδιασμού για πολλά μέρη του κόσμου στη μεταπολεμική εποχή, οδηγώντας στην κατασκευή νέων πόλεων και συγκροτημάτων κατοικιών με διαφορετικά αποτελέσματα: από την επιθυμητή οικιστική περιοχή (π.χ. το Hansaviertel στο Βερολίνο), έως κοινωνικά διαχωρισμένες περιοχές, όπως π.χ. περιφερειακά των πόλεων. Η εξάλειψη των επιδημιών μεγάλης κλίμακας στην Ευρώπη μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στον αφανισμό τους από τη συλλογική μνήμη, με αποτέλεσμα, σήμερα, η λογική πίσω από τον μοντερνισμό στον πολεοδομικό σχεδιασμό συχνά να λησμονείται και ο ίδιος ο σχεδιασμός να αποτελεί αντικείμενο χλευασμού. Ωστόσο, ο παράγοντας υγεία στον αστικό σχεδιασμό και η παροχή στέγης ως δικαίωμα, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του μοντερνισμού, καθώς και πολιτικές προεκτάσεις που πρέπει να ληφθούν υπ΄όψιν από κοινού. Δεν είναι τυχαίο ότι η υγιής διαβίωση και ο ρόλος του κράτους πρόνοιας στην παροχή επαρκούς στέγασης ήταν στην πρώτη γραμμή των αγώνων κατά της στεγαστικής επισφάλειας από τότε.