Οι νέοι πάνω από τις ασπρόμαυρες σκακιέρες
Τρία άτομα της νέας γενιάς που ασκούν την αγάπη τους για το σκάκι, ως χόμπι και ως άθλημα, μιλούν στην Parallaxi για το μοναδικό παιχνίδι στρατηγικής
Για κάποιους, το σκάκι είναι κάτι που θα δούνε να παίζεται από άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας σε παλιά καφενεία και ίσως να ανήκει σε άλλες εποχές. Μερικοί, πιστεύουν ότι είναι ένα δύσκολο, απρόσιτο και ελιτιστικό σπορ, που το κατέχουν μόνο οι πολύ έξυπνοι άνθρωποι. Για άλλους πάλι, οι σκακιστές είναι παράξενοι και “κολλημένοι”. Όλα τα παραπάνω όμως, δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα του σήμερα για το σκάκι, το οποίο έχει ενσωματωθεί στις ζωές νέων ανθρώπων, ως ένα απλό χόμπι, μέχρι και ένα σοβαρό άθλημα με προοπτικές.
Δημοφιλή βιβλία όπως η «Σκακιστική Νουβέλα», σειρές που μέσα στην καραντίνα απογειώθηκαν και έγιναν viral (ναι, ίσως αναφερόμαστε στο «Γκαμπί της Βασίλισσας»), online εφαρμογές που μπορείς να παίξεις το άθλημα και να ανταγωνιστείς τους φίλους σου ανά πάσα ώρα και στιγμή από την οθόνη του κινητού σου και streamers που μοιράζονται live τους αγώνες τους καθημερινά σε Youtube και Τwitch, «άνθισαν» το πάθος των νέων για το άθλημα πάνω στην ασπρόμαυρη σκακιέρα.
Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, σπουδαίος Αμερικανός επιστήμονας, πολιτικός, στοχαστής και φίλος του σκακιού, σε ένα άρθρο που είχε συμπεριληφθεί στο πρώτο αμερικάνικο σκακιστικό βιβλίο στα 1802, χαρακτήριζε το σκάκι “μια εικόνα της ζωής”.
Τρεις νέοι που ασκούν την αγάπη τους για σκάκι, ως χόμπι στον ελεύθερο τους χρόνο, αλλά και επαγγελματικά, ως άθλημα, μιλούν στην Parallaxi για τον μοναδικό κόσμο του σκακιού.
Η πρώτη επαφή της Κυριακής με το σκάκι, ήταν στη 2α δημοτικού. Στα 24 της, αναγνωρίζει ότι αυτό που κάποτε αποτελούσε ένα απλό επιτραπέζιο για να παίζει με τον μπαμπά της, είναι ένα πνευματικό άθλημα, λογικής και σκέψης:
«Μου έμαθε ο μπαμπάς μου να παίζω σκάκι, ως “επιτραπέζιο” στην αρχή και μετέπειτα ανακάλυψα ότι πρόκειται για ένα άθλημα. Ο μπαμπάς μου, ήθελε να μου μάθει να σκέφτομαι κάποια πράγματα πιο “μπροστά” και ο τρόπος για να το κάνει, ήταν να με εξοικειώσει με το παιχνίδι του σκακιού. Στην αρχή μου άρεσε το παιχνίδι, γιατί περνούσα αρκετό ποιοτικό χρόνο με τον πατέρα μου και όπως κάθε παιδί θέλει να εντυπωσιάσει έναν γονιό με τις γνώσεις του, έτσι και εγώ μέσα από τους αγώνες στο σκάκι, προσπαθούσα να αποδείξω στον μπαμπά μου, ότι είμαι έξυπνη. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι το σκάκι δεν είναι ένα παιχνίδι τύχης. Είναι ένα παιχνίδι καθαρά λογικής και σκέψης, οπότε η πορεία σου εξαρτάται καθαρά από τις κινήσεις σου. Δε χρειάζεται τεράστια επικοινωνία με τον αντίπαλο, παρά μόνο η πλήρης συγκέντρωσή σου. Μου αρέσει να βλέπω τον τρόπο που σκέφτεται και ο άλλος, να εκπλήσσομαι θετικά ή αρνητικά με την τακτική που ακολουθεί ο αντίπαλος».
«Δύσκολα βρίσκω άτομα στην ηλικία μου που να παίζουν σκάκι, ή μάλλον θέλουν να παίξουν», εξηγεί η Κυριακή:
«Υπάρχουν πολλοί που μπορεί να ξέρουν τις βασικές κινήσεις, αλλά λίγοι είναι αυτοί που να προθυμοποιηθούν να παίξουν. Ακόμα και σε πολύ κοντινούς μου φίλους προτείνω συχνά να παίξουμε, αλλά βλέπω ότι “δεν περνάει”. Δεν έχω σκεφτεί να γραφτώ σε κάποια λέσχη ή σύλλογο, γιατί πάντα για μένα το σκάκι ήταν καθαρά ένα χόμπι – επιτραπέζιο. Ένα βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζω, είναι ότι τα άτομα που βρίσκω για να παίξω σκάκι είτε θα έχουν πάει σε κάποια λέσχη και θα παίζουν πιο επαγγελματικά, με συγκεκριμένες στρατηγικές, είτε θα παίζω με άτομα που ξέρουν μόνο τις βασικές κινήσεις και τίποτα παραπάνω. Σίγουρα από τη μία, δεν μπορώ να παίξω σε ένα επαγγελματικό επίπεδο αλλά παράλληλα θέλω να σκέφτομαι και μερικές κινήσεις “μπροστά” και πέρα από τις βασικές. Νιώθω ότι υπάρχει ένα χάσμα, το οποίο δεν έχω καταφέρει να γεφυρώσω με τα άτομα που ξέρω ότι ασχολούνται με το σκάκι».
«Από βιβλία και σειρές που έχω παρακολουθήσει για το σκάκι, αποτυπώνεται πολύ καθαρά το πάθος του κόσμου που ασχολείται με αυτό», αναφέρει η Κυριακή:
«Από τις σειρές που έχω δει και τα βιβλία που έχω διαβάσει για το σκάκι, βλέπω να αποτυπώνεται καθαρά το πάθος, το οποίο νιώθω ότι είναι κάτι πολύ ξεχωριστό. Είναι πολύ ιδιαίτεροι οι άνθρωποι που παθιάζονται με το σκάκι, τους θαυμάζω και μου αρέσει να βλέπω αυτήν την αγάπη που μπορεί να έχει κάποιος για ένα, όχι και τόσο, διαδεδομένο άθλημα. Θεωρώ ότι η απεικόνιση αυτού του πάθους είναι στοχευμένη. Από εκεί και πέρα, θεωρώ ότι στον ευρύ κόσμο το σκάκι έχει την εικόνα ότι είναι για τους “φλώρους” ή ότι δεν θεωρείται “κουλ”, κάτι το οποίο ίσως έχει περάσει και στη δικιά μου γενιά, αλλά δεν το συμμερίζομαι».
Ο Δημήτρης, ξεκίνησε να παίζει σκάκι από την ηλικία των μόλις 5 ετών. Τα ερεθίσματα από την οικογένεια του ήταν αυτά που τον μύησαν στο άθλημα και από την αρχή ακόμα, αναδείχθηκε ένα φυσικό ταλέντο. Στα 28 του, είναι πλέον δάσκαλος σε σκακιστικό σύλλογο, με διακρίσεις, μετάλλια και πάθος να διδάξει στα νέα παιδιά το άθλημα:
«Η πρώτη μου επαφή με το σκάκι ήταν με τον μπαμπά μου, όταν τον έβλεπα να παίζει σκάκι με τον πεθερό του και από μικρός έλεγα ότι θέλω και εγώ να μάθω. Όταν μου έδειξαν πώς παίζεται, άρχισα από πολύ νωρίς να “κοντράρω” τον μπαμπά μου και κάπως έτσι κατάλαβαν ότι υπάρχει κάποιο ταλέντο και τελικά με έγραψαν στον τοπικό σύλλογο σκακιού. Ένα παράδοξο στην πορεία μου είναι ότι ο πρώτος επίσημος αγώνας που έπαιξα σε ηλικία 9 ετών, ήταν ενάντια σε δάσκαλο ομάδας, τον οποίο και κέρδισα. Από εκεί και πέρα άρχισα να παίζω σε αγώνες και πρωταθλήματα, στα οποία αρχικά σε τοπικό και στη συνέχεια σε πανελλήνιο επίπεδο, άρχισα να έχω κάποιες διακρίσεις και μετάλλια. Για ένα διάστημα παρέκκλινα της πορείας μου και έχασα την επαφή μου με το άθλημα, αλλά μετά από κάποια χρόνια ξαναβρήκα το πάθος μου και ανέλαβα τελικά τον σκακιστικό σύλλογο στον οποίο διδάσκω».
«Το σκάκι ξεχωρίζει πολύ από τα υπόλοιπα αθλήματα γιατί είναι πνευματικό», τονίζει ο Δημήτρης:
«Εξασκείς μυαλό και εγκέφαλο. Είναι κάτι δημιουργικό, μιας και κάθε παρτίδα είναι λες και δημιουργείς κάτι από το μηδέν. Υπάρχει πάντα κάτι καινούργιο να μάθεις, δεν σταματάει η γνώση, είναι σαν να λύνεις συνεχώς γρίφους. Το μότο που έχω για το σκάκι είναι ότι δημιουργήθηκε από άνθρωπο και ξεπέρασε τον άνθρωπο, με την πρόοδο της τεχνολογίας. Δεν μπορεί πλέον να το διαχειριστεί ο άνθρωπος, μιας και υπάρχουν οι μηχανές, τις οποίες δεν μπορούμε να κερδίσουμε. Το σκάκι έχει πάρα πολλά συναισθήματα που βγαίνουν σε μία παρτίδα, ένα “κοκτέιλ” έντασης και δημιουργίας. Κάτι που βρίσκω πολύ ωραίο είναι και το aftermath ενός αγώνα. Να αναλύσεις τις κινήσεις και τα λάθη που έκανες, για να μην τα ξανακάνεις, κάτι που δείχνει μία συνεχή εξέλιξη. Είναι ένα πολυδιάστατο άθλημα από όλες τις απόψεις».
«Το σκάκι δεν κάνει διακρίσεις στην φυσική κατάσταση, την ηλικία και το φύλο. Αυτό που χρειάζεται ένα παιδί που θέλει να ασχοληθεί με το άθλημα, είναι σίγουρα ένας καλός προπονητής», όπως εξηγεί ο Δημήρης:
«Στα μικρά παιδιά που διδάσκω, το πρώτο έναυσμα για να ξεκινήσουν να ασχολούνται με το σκάκι, είναι ένας σχολικός αγώνας στον οποίο συνήθως τους έστειλε κάποιο μέλος της οικογένειάς τους. Το θετικό με το σκάκι δεν έχει κατάλληλη ηλικία για να ξεκινήσεις. Δεν κάνει διακρίσεις ούτε στην φυσική κατάσταση, ούτε στο φύλο, ούτε στην ηλικία. Είναι ξεκάθαρα εγκεφαλικό. Τα παιδιά στον σύλλογο μαθαίνουν, αλλά από ένα σημείο και μετά η ενασχόλησή τους με το άθλημα, εξαρτάται στον ζήλο που θα δείξουν. Όταν βλέπω ένα παιδί να έχει απορίες, αυτό σημαίνει αυτόματα για μένα ότι έχει ταλέντο. Γιατί μπαίνει σε μία φάση κατά την οποία δημιουργεί κριτική σκέψη και μπορεί να αμφισβητήσει, κάτι που χρειάζεται το σκάκι. Αν το παιδί συνεχίζει και ασχολείται, κατεβαίνει σε αγώνες, αρχίζει να διακρίνεται και να ξεχωρίζει, τότε από μόνο του δίνει μεγαλύτερη βάση στο άθλημα. Χρειάζεται σίγουρα έναν προπονητή να το καθοδηγήσει και να το συμβουλέψει, κάτι που εγώ δεν είχα. Όταν ξεκίνησα εγώ το σκάκι πριν από 20 χρόνια, δεν υπήρχε ο επαγγελματισμός που υπάρχει σήμερα σε πολλούς συλλόγους».
Ο Δημήτρης θεωρεί πως «το σκάκι δεν αντιπροσωπεύεται σωστά μέσα από τις ταινίες και τα βιβλία που το εκπροσωπούν»:
«Ακόμα και την πιο γνωστή σειρά να πάρουμε ως παράδειγμα, το Queen’s Gambit – που ήταν εξαιρετική – βλέπουμε να παρουσιάζεται το άθλημα πολύ ουτοπικά. Στη σημερινή εποχή, δε συναντάμε άτομα με τόσο σπουδαίο ταλέντο και με το να του δείξει κάποιος μερικά πράγματα, να μπορέσει να φτάσει τόσο ψηλά. Ειδικά με την τεχνολογία που υπάρχει σήμερα. Χρειάζεται η διδασκαλία από κάποιον ειδικό, ο οποίος θα μπορέσει να του μεταφέρει τη γνώση του και φυσικά χρειάζονται τα ανάλογα εφόδια. Ο κόσμος σίγουρα όμως επηρεάζεται από τέτοιες σειρές, οι οποίες δίνουν στο σκάκι μια γοητεία. Παρατήρησα επίσης ότι μεγάλο ρόλο έπαιξε η καραντίνα, κατά την οποία πολλοί φίλοι μου με προσέγγισαν, ενώ παλαιότερα δεν είχαν κάποιον ενδιαφέρον για το άθλημα και μου ζήτησαν να τους μάθω να παίζουν. Ειδικά από τη στιγμή, που στην καραντίνα μπορούσες να παίξεις σκάκι από το σπίτι σου, οπουδήποτε στον κόσμο, άμα είχες λάπτοπ, κινητό και ίντερνετ».
«Η τεχνολογία της εποχής έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το σκάκι από τον νέο κόσμο, αλλά και το ίδιο το άθλημα», σύμφωνα με τον Δημήτρη:
«Παλαιότερα, υπήρχε η άποψη στο ευρύ κοινό ότι το σκάκι το παίζουν ηλικιωμένοι στους καφενέδες. Σήμερα, αν μπεις σε έναν σκακιστικό σύλλογο, θα δεις 45 νέα παιδιά να κάνουν μαθήματα, πολλοί από τους οποίους είναι πρωταθλητές. Κάπως έτσι σιγά σιγά αλλάζει η κοινή γνώμη, σε συνδυασμό με την τεχνολογία και την νέα προβολή που παίρνει.
Ο Magnus Carlsen είναι ένας 33χρονος σκακιστής, ο οποίος σήμερα βρίσκεται στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης. Αποτελεί σίγουρα ένα φαινόμενο και αυτά που έχει καταφέρει ένας τόσο νέος παίχτης, δεν τα έχω δει από κανέναν. Αλλά σίγουρα, τον βοηθά πολύ η τεχνολογία της εποχής μας και τα μέσα που έχει για να δουλέψει, σε συνδυασμό με το απίστευτο ταλέντο που έχει».
Η πρώτη επαφή του Γιώργου με το σκάκι ήταν στην ηλικία των 5. Μέχρι προσφάτως, για αυτόν τον σκάκι αποτελούσε απλά ένα παιχνίδι που περνούσε την ώρα του, παίζοντάς το σπανίως ηλεκτρονικά. Πρόσφατα όμως, το ενδιαφέρον του για αυτό αναζωπυρώθηκε:
«Ο πατέρας μου, μού είχε αγοράσει ένα μικρό, μαγνητικό σκάκι, γύρω στα 5. Αν και ο ίδιος δεν έπαιζε από όσο μου είχε πει, γνώριζε απλώς τις κινήσεις και φαίνεται πως του άρεσε λόγω της καταγωγής του από την Ρωσία και τη μακρά παράδοση που έχει η χώρα σε αυτό. Δεν παίζαμε συστηματικά, είναι η αλήθεια. Θα έλεγα πως είχαμε παίξει λίγες φορές, κάποιες φορές έπαιζα και μόνος μου, αλλά το σκάκι κατέληξε κυρίως διακοσμητικό. Στο πέρασμα των χρόνων έπαιζα σπανίως ηλεκτρονικά για να περνάει η ώρα. Με αφορμή ένα δώρο που έκανα προσφάτως, το ενδιαφέρον μου αναζωπυρώθηκε, με αποτέλεσμα το τελευταίο 5μηνο περίπου να παίζω αρκετά συστηματικά ενώ παράλληλα επανήλθε και το χόμπι του ηλεκτρονικού σκακιού.
«Το στοιχείο που κάνει τόσο ενδιαφέρον το άθλημα για μένα είναι η στρατηγική», εξηγεί ο Γιώργος:
«Νομίζω πως αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον στο άθλημα, ίσως όπως και ο περισσότερος κόσμος, είναι πως δεν συνιστά μια απλή κίνηση πιονιών με βάση την τύχη, όπως εν πολλοίς το τάβλι, αλλά βασίζεται εξολοκλήρου στο μυαλό και την στρατηγική. Κάθε κίνηση χρειάζεται σκέψη και οργάνωση ώστε να προβλεφθούν μελλοντικές κινήσεις, τόσο δικές σου όσο και του αντιπάλου. Αυτό είναι και το στοιχείο που κάνει τόσο ενδιαφέρον το συγκεκριμένο άθλημα.
Έχουν υπάρξει αρκετές φορές που έχω σκεφτεί να εγγράφω σε κάποια λέσχη σκακιού ώστε να μάθω περισσότερα πράγματα, να εξελιχθώ και γενικώς να μάθω να παίζω πιο επαγγελματικά, συναναστρεφόμενος με νέα άτομα που αγαπούν το άθλημα. Βέβαια, έως τώρα τουλάχιστον δεν έχω πραγματοποιήσει αυτήν τη σκέψη, αν και δεν την έχω εγκαταλείψει».
Ο Γιώργος πιστεύει ότι η αντίληψη των νέων για το σκάκι δεν έχει αλλάξει ριζικά σε σχέση με το παρελθόν:
«Δεν νομίζω πως έχει αλλάξει ιδιαιτέρως η αντίληψη των νέων για το σκάκι συγκριτικά με το παρελθόν, θεωρώντας το ακόμη και στις μέρες μας ως ένα άθλημα βαρετό που απευθύνεται σε μεγαλύτερο ηλικιακά κόσμο. Ίσως μάλιστα, η αντίληψη αυτή να έχει ισχυροποιηθεί. Τα ενδιαφέροντα της νέας γενιάς, ιδιαιτέρως όσο κατεβαίνει ο ηλικιακός πήχης, είναι αρκετά περιορισμένα και περιστρέφονται γύρω από το διαδίκτυο και τα γνωστά ιδιαιτέρως προβεβλημένα αθλήματα. Ακόμη και η επίδραση επιτυχημένων σειρών, όπως το “Γκαμπί της Βασίλισσας”, έστρεψε την προσοχή στο σκάκι αλλά μόνο περιστασιακά. Σε αυτό κατά τη γνώμη μου ευθύνεται το γεγονός πως δεν αρκεί μόνο μια επίδραση όταν η γενικότερη παιδεία μας απέχει παρασάγγας από τη φιλοσοφία που διέπει το σκάκι και η αναγνώριση και η ανταμοιβή των αθλητών του σκακιού είναι πενιχρή, ιδίως στη χώρα μας».