Οι πραγματικότητες
Ο Γιάννης Αντάμης γράφει ένα αστικό διήγημα με αφορμή ένα σύνθημα σε τοίχο της Θεσσαλονίκης.
*Αστικά διηγήματα με αφορμή τα συνθήματα σε τοίχους της πόλης: Νέοι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης γράφουν στην Parallaxi ιστορίες βγαλμένες από εμπνεύσεις γραμμένες σε δρόμους και σοκάκια, από μια ατάκα της στιγμής που μπορεί να κουβαλά μέσα της αγάπη, πόνο, δάκρυα, ελπίδα, διαψεύσεις ή και τίποτα από όσα προαναφέρθηκαν.
Ο Γιάννης Αντάμης γράφει με αφορμή το εικονιζόμενο σύνθημα:
Οι πραγματικότητες
Σας έχει τύχει ποτέ να περνάτε δίπλα από καρτοτηλέφωνο κι αυτό να αρχίσει να χτυπάει; Και αν ναι, δεν έχετε μπει στον πειρασμό να απαντήσετε; Εμένα μου έχει τύχει δυο φορές.
Η πρώτη ήταν πριν από πολλά χρόνια, τότε που οι περισσότεροι δεν είχαμε κινητά και κυκλοφορούσαμε πάντα με μια τηλεκάρτα στην τσέπη. Ήμουν στην Αθήνα, στην Πλατεία Αμερικής. Άκουσα να χτυπάει ένα καρτοτηλέφωνο, πλησίασα δειλά-δειλά, σήκωσα το ακουστικό και είπα: «Παρακαλώ, ποιος είναι;» Στην άλλη άκρη της γραμμής μια ψυχρή γυναικεία φωνή, σαν κι αυτές που σταδιοδρομούν στις γραμμές εξυπηρέτησης, ζητούσε κάποιον Γιάννη. Της είπα: «Α, κοιτάξτε να δείτε σύμπτωση: Κι εμένα Γιάννη με λένε!» «Καλά, χαλάρωσε, δεν σε λένε και Αναξαγόρα», μου απάντησε και μου το έκλεισε στα μούτρα.
Όταν αφηγήθηκα το περιστατικό αυτό στους φίλους μου, οι πιο πολλοί γέλασαν. Υπήρχαν, όμως, και κάποιοι που μου είπαν ότι πρέπει να είμαι πιο προσεκτικός και ότι δεν παίζουνε με αυτά τα πράγματα και ότι υπάρχουν καρτοτηλέφωνα στην πόλη που λειτουργούν σαν πύλες εισόδου σε άλλες διαστάσεις. Τότε κατάλαβα ότι είχα δώσει λανθασμένη απάντηση σε εκείνην την άγνωστη γυναικεία φωνή και έχασα έτσι μια σπάνια ευκαιρία να ταξιδέψω σε κάποιο παράλληλο σύμπαν πιο διασκεδαστικό από αυτό εδώ το σύμπαν το ξενέρωτο.
Για πάνω από δυο δεκαετίες περνούσα δίπλα από καρτοτηλέφωνα περιμένοντας πώς κ πώς να ακούσω και πάλι κάποιο να χτυπάει. Μέχρι που χθες το βράδυ, καθώς περπατούσα στη Γούναρη, κάτω από την Πλατεία Ναβαρίνου, άκουσα να χτυπάει ένα τηλέφωνο. Αν και περνάω σχεδόν κάθε μέρα από εκεί, δεν είχα προσέξει ποτέ ότι υπάρχει στο σημείο αυτό καρτοτηλέφωνο. Έριξα μια ματιά τριγύρω. Ήταν αργά και έβρεχε. Ο δρόμος ήταν άδειος. Αυτό είναι, σκέφτηκα, το παράλληλό μου σύμπαν εξακολουθεί να συνωμοτεί για να με κλέψει από αυτό εδώ το σύμπαν το αχάριστο. Έτσι είναι τα παράλληλα τα σύμπαντα: Καμιά φορά αργούν να πάρουν μπρος, αλλά στο τέλος την κάνουν τη δουλειά τους.
Μα ενώ έτρεξα όλο χαρά για να σηκώσω το τηλέφωνο, ξάφνου κι από το πουθενά, εμφανίστηκε ένας ακόμα διεκδικητής του εισιτηρίου για το χωροχρονικό ταξίδι: Ένας τύπος, μικρόσωμος και μελαμψός, μάλλον μετανάστης από κάποια χώρα της μακρινής Ανατολής, πετάχτηκε και άρπαξε σχεδόν ταυτόχρονα με μένα το ακουστικό και δεν έλεγε να το αφήσει. Ε, όχι, ρε φίλε! Δεν είναι δυνατόν! Έρχονται οι ξένοι και μας παίρνουν τώρα και τα παράλληλα τα σύμπαντα; Κάτι μουρμούρισε αυτός ικετευτικά, κάτι του γρύλισα εγώ, στο τέλος νίκησα. Άφησε ο ξένος το ακουστικό, έκανε ένα βήμα πίσω, μα δεν έφυγε.
«Παρακαλώ; Ποιος είναι;» είπα σαν έτοιμος από καιρό. Στην άλλη άκρη της γραμμής μια γυναικεία φωνή μελωδική έλεγε κάτι σε κάποια γλώσσα της ινδικής υποηπείρου. Γύρισα και κοίταξα ξανά τον μελαγχολικό αντίζηλο. «Για σένα είναι», του είπα κι αυτός έβαλε σαν μικρό παιδί τα γέλια.
Καθώς απομακρυνόμουν ακούγοντας πίσω μου διάφορα μάλλον πακιστανικά γλυκόλογα, σκέφτηκα ότι τελικά υπάρχουν δίπλα μας άνθρωποι που ήδη ζουν παράλληλα σε δυο, αν όχι και σε περισσότερα, σύμπαντα, κάποια από τα οποία είναι πολύ πιο επείγοντα από το σε γενικές γραμμές μάλλον χαλαρό και ξέγνοιαστο δικό μας.
*Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Αντάμη, “Το Ανταμομπίλ”, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Χαραμάδα.