Featured

Όταν ο Yo-Yo Ma έπαιξε Ennio Morricone

Σίγουρα δεν είναι ένα σάουντρακ άλμπουμ, αλλά πάλι, ποιος θα τολμούσε να πει το αντίθετο;

Πάνος Αχτσιόγλου
όταν-ο-yo-yo-ma-έπαιξε-ennio-morricone-622191
Πάνος Αχτσιόγλου

Με αφορμή τον θάνατο ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες μουσικής για το σινεμά όλων των εποχών, ανατρέχουμε στο παρελθόν και σας προτείνουμε μία από τις σημαντικότερες μουσικές του συνεργασίες, αυτή με τον βιρτουόζο σολίστα Yo-Yo Ma, όπου συνθέτης και εκτελεστής επανεξετάζουν και διασκευάζουν μερικά από τα σπουδαιότερα μουσικά θέματα της πολυετούς καριέρας του μεγάλου Ιταλού μαέστρου.

Σίγουρα δεν είναι ένα σάουντρακ άλμπουμ, αλλά πάλι, ποιος θα τολμούσε να πει το αντίθετο; Οι μελωδίες αναγνωρίζονται από τους περισσότερους, αλλά η καινοτομία είναι εμφανέστατη. Αυτή η διασταυρωμένη σπουδή, αν θα μπορούσε έτσι να χαρακτηριστεί, πάνω στα πασίγνωστα έργα του μεγάλου Ιταλού μουσουργού, αφήνει μια υπέροχα γνώριμη αίσθηση και ταυτόχρονα εκπλήσσει με την αυθεντικότητα και την διάθεση για πειραματισμό, χαρακτηριστικό γνώρισμα του κύριου ερμηνευτή της, του Yo-Yo Ma. 

Οι δυο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά στα Όσκαρ του 2001, όπου ο Morricone ήταν υποψήφιος με τη μουσική της ταινίας «Malèna», ενώ ο τσελίστας βρισκόταν ως ο βασικός ερμηνευτής του εξαίσιου «Τίγρης και δράκος», που τελικά κέρδισε και το βραβείο. Εκεί λοιπόν συζητήθηκε για πρώτη φορά η ιδέα ενός μεταξύ τους άλμπουμ, η οποία και μετουσιώθηκε το 2004 οπότε και κυκλοφόρησε. Η ιδιαιτερότητα της συλλογής αυτής έγκειται στην ενεργή ενασχόληση του ίδιου του Ιταλού συνθέτη στη διαμόρφωση και διασκευή των κομματιών. Ο ίδιος ο Morricone, του οποίου η καριέρα ξεκινά περίπου τη δεκαετία του εξήντα γράφοντας μουσική για τα σπαγγέτι γουέστερν, μοιάζει να μετεξελίσσεται, αφήνοντας εκτός τα πολλά ηχητικά εφέ και τις χορωδιακές κορυφώσεις και επιλέγοντας μια γήινη προσέγγιση τα αποτελέσματα της οποίας μόνο υπέροχα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Διευθύνοντας ο ίδιος την ορχήστρα Sinfonietta της Ρώμης (η οποία συνεργάζεται σταθερά μαζί του από τότε και τον ακολουθεί σε πολλές παραστάσεις του), ξεκινά και τελειώνει το έργο με δύο εκ πρώτης όψεως τελείως διαφορετικά αποσπάσματα, που όμως έχουν μια απίστευτη συνοχή, εάν κάποιος τα ακούσει το ένα μετά το άλλο. Το πρώτο είναι τμήμα από το καθηλωτικό «The Mission» και το άλλο από το λιγότερο γνωστό «La califfa». Στη συνέχεια παραθέτει θέματα, αποδίδοντας έναν ιδιότυπο φόρο τιμής στους τρείς σκηνοθέτες που τον σημάδεψαν, αλλά και που ο ίδιος σημάδεψε τα έργα τους με τη μουσική του. Sergio Leone, Giuseppe Tornatore, Brian DePalma. Εκεί πια οι τόνοι εναλλάσσονται άφοβα από θλιβεροί σε χαρούμενοι, η μουσική ανθίζει ανενόχλητη, μετά το αρχικό μούδιασμα της εντύπωσης στο μυαλό μιας εκ των κορυφαίων σκηνών στην ιστορία του σινεμά, και επιτρέπει σε έναν από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές εγχόρδων να διαπρέψει.

Ο Γαλλοαμερικάνος (γεννημένος στο Παρίσι από Κινέζους γονείς) σολίστ, με πλούσιο, όμορφο τόνο και απερίγραπτο συναίσθημα, προσαρμόζει τις γνωστές μουσικές και τις μετατρέπει σε «μαθήματα τσέλου». Η πρώτη φωνή εναλλάσσεται διαρκώς και όργανα του υπόβαθρου έρχονται στην επιφάνεια. Άλλοτε ‘‘τραγουδά’’ την ίδια την ορχήστρα, παίρνοντας την απ’ το χέρι και άλλοτε παίρνει μέρος στο ισοκράτημα, παίζοντας παιχνίδια εξουσίας στο πεντάγραμμο. Η διαφορετικότητα της απόδοσης είναι μοναδική και η περιπλάνηση μοιάζει ταξίδι από νότα σε νότα, σαν χαμηλές πτήσεις πάνω από νερό. Σαν παιχνιδίσματα, ερωτήσεις και απαντήσεις από όργανο σε όργανο, κάθοδοι, βυθίσματα σε βάθη. Αποδόμηση και επεξεργασία βασικών εννοιών, φαντασιώσεις πάνω σε μουσικές γνωστές, βαθιά χαραγμένες στο μυαλό και την καρδιά κάθε ανθρώπου που αγαπά το σινεμά. Οι ίδιες οι αναπνοές του καλλιτέχνη (ακούγονται ευδιάκριτα κάποιες στιγμές), συνδυάζονται τόσο οξύμωρα με την έλλειψη παύσης των εγχόρδων, τόσο που κάνουν την ερμηνεία να συστρέφεται, τους ήχους να μπλέκουν με τις κινήσεις. Οι μινόρε τόνοι είναι γεμάτοι με αυτόν τον μακρόσυρτο ήχο του βιολοντσέλου. Με χορδές που ακουμπούν πάνω σε δοξάρια και τρίζοντας παράγουν άκουσμα τόσο προαιώνιο. Με ξύλινα ηχεία που μεγεθύνουν τις νότες και προσδίδουν μια απόλυτη ρευστότητα, την οποία σε στιγμές διακόπτει διακριτικά άλλοτε η ακέραιη παρουσία του πιάνου, άλλοτε τα μικρά πνευστά της ορχήστρας. Ο ίδιος ο Ma, όντας απόλυτα προσαρμοστικός σε όλα τα μουσικά είδη, μετατρέπει το μπάσο τσέλο σε ανάλαφρο έγχορδο, εύπλαστο, ικανό να μεταπηδά σε ένα δεύτερο, υποσυνείδητο επίπεδο μουσικού ακούσματος, καταφέρνοντας να απογυμνώσει τις μελωδίες από τις εικόνες, καθιστώντας σχεδόν απαραίτητο το άκουσμα του άλμπουμ ως μια ενότητα, χωρίς διακοπές. 

Ίσως το μοναδικό παράπονο, έχει να κάνει με τη σχετικά μικρή διάρκεια της συλλογής αυτής, αν πραγματικά πρέπει να υπάρχει κάτι για να παραπονεθεί κανείς. Κατά τα άλλα η μη διασκευή μερικών από τα πιο γνωστά ακούσματα του συνθέτη, όπως πολλά μουσικά κομμάτια από διάσημα γουέστερν, δεν δείχνει να ζημιώνει το αποτέλεσμα, κάθε άλλο μάλιστα. Την εξήγηση θα τη βρει κανείς στις δύο πιο ανατριχιαστικές εισαγωγές που έχουν ακουστεί εδώ και καιρό: αυτή του «Cockeye’s song» (εδώ είναι τέτοια η ‘‘μετάλλαξη’’ που πολλοί θα αναρωτηθούν ποιος είναι ο συνθέτης) και αυτή του «death theme».

Ακούγοντας για ακόμη μια φορά τις σπαρακτικές τρίλιες του βιολοντσέλου, είναι ξεκάθαρο πια ότι το συγκεκριμένο έργο είναι ένα από τα διαχρονικότερα άλμπουμ που στέκεται υπέροχα και επάξια μπροστά σε έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες μουσικής στην ιστορία του κινηματογράφου.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα