Παγκόσμια μέρα φωτογραφίας: Οι εικόνες που κάποτε μας «είπαν» τις πιο τρυφερές ιστορίες

Μία στήλη που αγαπήθηκε πολύ και ίσως επιστρέψει, με έναν φακό στο χέρι, φωτογράφοι της Θεσσαλονίκης αποτύπωναν περαστικούς, τις μικρογραφίες της ζωής τους και ζωντάνευαν τις εικόνες με λέξεις. 

Μυρτώ Τούλα
παγκόσμια-μέρα-φωτογραφίας-οι-εικόνε-1363855
Μυρτώ Τούλα

Παγκόσμια ημέρα φωτογραφίας σήμερα και η Parallaxi, θυμάται τις πιο τρυφερές ιστορίες από εικόνες που της μίλησαν!

Μία στήλη που αγαπήθηκε πολύ και ίσως επιστρέψει, με έναν φακό στο χέρι, φωτογράφοι της Θεσσαλονίκης αποτύπωναν περαστικούς, τις μικρογραφίες της ζωής τους και ζωντάνευαν τις εικόνες με λέξεις.

Οι ιστορίες είναι όλες φανταστικές.

Η Παγκόσμια Ημέρα Φωτογραφίας καθιερώθηκε από το 2010 στις 19 Αυγούστου, με στόχο να παροτρυνθούν φωτογράφοι διεθνώς να επικοινωνήσουν μέσω της τέχνης της φωτογραφίας.

Εικόνες: Μηνάς Τσίτσης – Μυρτώ Τούλα

#1 Είχανε να την δούνε μήνες

εικόνα: Μηνάς Τσίτσης

Έφτασε η παραμονή Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια είχε μαζευτεί στο σπίτι, στρώσανε το γιορτινό τραπέζι, ανάψανε τα λαμπάκια και περιμένανε. Είχαν να δουν την γιαγιά τους μήνες, εκείνη ταλαιπωρήθηκε πολύ την περασμένη χρονιά, πέρασε λίγους μήνες στο νοσοκομείο κι εκείνοι επέλεξαν να μείνουν μακριά της για ασφάλεια. Μόλις έφτασε η γιαγιά έξω από το σπίτι, βγήκε από το αμάξι και είπε στον σύζυγό “επιτέλους θα δω τα εγγονάκια μου.” Εκείνοι περίμεναν στην πόρτα για να την σφίξουν στην αγκαλιά τους, σαν να ήταν η τελευταία φορά ή η πρώτη. Περπάτησε ως την πόρτα με το μπαστούνι της και ρώτησε “πώς είμαι; είμαι όμορφη;” o  σύζυγος της είπε “μια ζωή είσαι όμορφη και τώρα και πάντα.” Χαμογέλασε και χτύπησε το κουδούνι, εκείνοι φώναξαν και όρμηξαν πάνω της, σαν να χαν χάσει μια ζωή και μόλις την ξαναβρήκανε.

#2 Πολλοί θέλουν να με σκοτώσουν

Ένα χέρι που με ταϊζε, μου έβαλε καρφιά στο φαγητό, σώθηκα ή με έσωσε κάποιος που με λυπήθηκε. Μόλις γέννησα τα παιδιά μου μου τα πήρανε και τα κλείσανε σε πλαστικές σακούλες τα έχασα, δεν πρόλαβα να τα δω να μεγαλώνουν, άλλαξα γειτονιά. Βρήκα κάποιον που με αγαπούσε και του γουργούρισα, μέχρι που σήκωσε το χέρι του επάνω μου με μανία νόμιζα πως ήθελε να με σκοτώσει, έτρεξα, το εσκασά και γλίτωσα. Kαι τώρα εσύ που με κοιτάς με φωνάζεις, αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να σε πλησιάσω και να σε εμπιστευτώ, οι άνθρωποι είστε κτήνοι με εμάς. Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;

#3 Το βλέμμα που κοιτάει στην ψυχή σου

Είχε απλώσει ένα λευκό φθαρμένο σεντόνι στην Τσιμισκή, το θερμόμετρο έγραφε μόλις 0, τα λαμπάκια κάλυπταν την ησυχία της πόλης, η ώρα ήταν 23:00. Ήταν Τετάρτη κι εκείνος καθόταν πλάι στα παλιά αντικείμενα υπομονετικά χαμογελώντας σε όποιον περνούσε. Τα μάτια του κουρασμένα, τα χέρια του γερασμένα, φαινόταν σαν να είχε ζήσει χίλιες ζωές. Τον ρώτησε αν μπορεί να τον φωτογραφίσει, εκείνος χαμογέλασε σηκώθηκε από το κάθισμα και ξεκίνησε να μαζεύει ένα-ένα τα αντικείμενα σε αργούς ρυθμούς. Του απήντησε “φυσικά αγόρι μου, κάνε την δουλειά σου κι εγώ αυτό κάνω.”  Το αγόρι τον ευχαρίστησε κι εκείνος του είπε “να έρθεις και αύριο να φωτογραφίσεις τα αντικείμενα μου, το καθένα έχει την δική του ιστορία όπως οι άνθρωποι. Σε ευχαριστώ πολύ χρειαζόμουν την κουβέντα σου.” “Καλές γιορτές παππού θα τα ξαναπούμε.”

#4 Για καφέ

Συναντιούνται μία φορά την εβδομάδα στην Καμάρα, εκεί έδιναν ραντεβού από τότε που ήταν μικρές, εκεί συναντήθηκαν και πρώτη φορά με τους συζύγους τους. Μία ολόκληρη ζωή περπατήσαν την πόλη, είδαν την Εγνατία να γεμίζει από διαδηλωτές χιλιάδες φορές, μαγείρεψαν στις κουζίνες τους στην Κασσάνδρου, πηγαίνανε τακτικά cinema στον Έσπερο και για φαγητό στο Ντορέ, από το Πανεπιστήμιο μέχρι σήμερα είναι αχώριστες. Ξεγέννησαν παιδιά και εγγόνια, τα παιδιά τους μεγαλώσανε, αλλάξανε χώρες για ένα καλύτερο μέλλον, κάνανε την δική τους ζωή, κι εκείνες μείνανε οι δυο τους.

Κάθε Κυριακή παίζουν μπιρίμπα στο μπαλκόνι με θέα την Ροτόντα και θυμούνται. Κάθε Τρίτη, βγαίνουν μία μικρή βόλτα στην γειτονιά τους, παίρνουν κουλούρι Θεσσαλονίκης από τον κυρ Σταύρο που κοντοστέκεται στην Καμάρα, ταΐζουν τα περιστέρια κι εκείνα πετούν γύρω τους και μετά κάθονται στα περίγυρα καφενέ. Ελληνικός με καϊμάκι, της παρηγοριάς, και το λουκούμι με την άχνη ζάχαρη από δίπλα για μια γλύκα της αιώνιας ζωής που κρατά αυτή η φιλία, όσα χρόνια και αν πέρασαν. Στα 20 τους φορούσαν γόβες και κοντές φούστες, είχαν τον αέρα των νιάτων, διαβάζανε στην Φιλοσοφική. Σήμερα κρατά αγκαζέ η μία την άλλη, έτσι κυλούν οι μέρες.

Την Τετάρτη πάνε για ψώνια στα super market και στις λαϊκές, την πέμπτη τρώνε μαζί μεσημεριανό, συνήθως ψαρόσουπα ή παπουτσάκια με φρέσκια μελιτζάνα που ψώνησαν από τον κυρ Γιάννη, τον Μανάβη της περιοχής. Την Τρίτη είναι η έξοδος, μία συνήθεια αγαπημένη, 10 το πρωί, πρώτη στάση στο περίπτερο για να αγοράσουν εφημερίδα, επόμενη στάση στο φαρμακείο για τα φάρμακα του μήνα και έπειτα βρίσκουν τις πιο αναπαυτικές καρέκλες με θέα την Καμάρα και ξεκινούν τις αφηγήσεις από χρόνια μακρινά μιας Θεσσαλονίκης που έχει ξεθωριάσει.

#5 Της ανάστασης φως

Της είπε να βγούνε, να πάνε να χαζέψουν τα παιχνίδια που κάνει ο ουρανός με τον ήλιο, της είπε να περπατήσουν όλη την πόλη, να χαζέψουν τον ήλιο να τσαλαβουτά στην θάλασσα, να αγαπηθούν για πάντα, τα σώματα τους να γίνουν σκιές σαν σύννεφα. Ετοιμάστηκε πήρε την φωτογραφική της μηχανή και τον συνάντησε στο Μέγαρο Μουσικής, ξεκίνησαν να περπατούν και μιλούσαν για πράγματα μικρά, μιλούσαν για πληγές και τραύματα που δεν είχαν καταφέρει να πουν σε κανέναν, μιλούσαν για τις αγαπημένες τους συνήθειες. Φτάσανε στον Λευκό Πύργο, πήραν έναν ζεστό καφέ στο χέρι και άρχισαν να κάνουν σχέδια ενώ ο ήλιος έπεφτε, εκείνος την αγκάλιαζε και γελούσε, είχε καιρό να αισθανθεί τόσο οικεία, τους έβλεπες να κάνουν σαν μικρά παιδιά που ανοίγουν ένα καινούριο παιχνίδι, αλλά στην πραγματικότητα άνοιγαν τον χαρακτήρα τους. Συνέχισαν την βόλτα τους, εκείνη τον έβγαζε φωτογραφίες στο ηλιοβασίλεμα, εκείνος αισθανόταν αμήχανα και τις έκανε γκριμάτσες, σχεδίασαν να πάνε ένα ταξίδι στην Ασία μαζί το φθινόπωρο, φαινόταν και οι δύο απόλυτα ελεύθεροι. Σαν ο έρωτας να τους αγκάλιασε τόσο δυνατά όσο η ανάσταση. Ο κόσμος στην παραλία πολλής, αλλά φαινόταν σαν ναναι μόνοι τους. Είπαν τόσα πολλά εκείνο το απόγευμα που έμοιαζε πως θα ναι μαζί για μία αιωνιότητα. Είχαν κουραστεί από τις λάθος περιπτώσεις που έπεφταν με φόρα πάνω τους, τώρα ήρθε εκείνη η περίπτωση που ήταν κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους.

#6 Η γιαγιά στο μπαλκόνι

Σ’ ένα μπαλκόνι, άπλωνε τις νυχτικιές της, σιωπηλή και σκεπτική. Με μία κούραση στο βλέμμα σαν να χε ζήσει το πέρασμα 4 γενιών. Αναμένοντας να χτυπήσει ένα τηλέφωνο, με μία φράση αγάπης. Μόνη, έχοντας αποχωριστεί πολλούς. Τα ρούχα στην λεκάνη τελείωσαν απλώθηκαν στα σχοινιά, με αργό βήμα κλείνει την μπαλκονόπορτα και μπαίνει στο σπίτι, κάθεται στον καναπέ που μεγάλωσαν παιδιά και εγγόνια και χαζεύει τα νέα στην μικρή οθόνη, πίνει τον ελληνικό της και περιμένει μία επίσκεψη, με ένα παράπονο του στιλ «με ξέχασαν και δεν έρχονται πια να με δουν».

#7 Σε ξαναβρήκα

Εκείνος έλεγε πως είχε βρει τον άνθρωπο του, δεν ήθελε αλλού ήθελε μόνο μαζί της. Εκείνη του φώναζε που της έλεγε μεγάλα λόγια. Αμέτρητες βόλτες, χιλιάδες αγκαλιές, λόγια πικρά, λόγια αιωνιότητας. Ερωτεύτηκαν κι ακόμη μέσα τους υπάρχει αυτή η φλόγα. Μα από αυτούς έμειναν απλά οι φωτογραφίες. Νύχτες ατελείωτες που τα δάκρυα γέμισαν τα μαξιλάρια, μία άδεια πλευρά στο κρεβάτι, ένα κενό που κανένας δεν εξέφρασε ποτέ. Γιατί; Γιατί τελικά ο φόβος νίκησε. Είχαν πει πως δεν θα νικήσει μα ήταν ισχυρός και όπως ήταν αναμενόμενο επικράτησε. Ήταν δυο άνθρωποι που φτιάξανε την δική τους ιστορία. Πέρασε ο καιρός κι όλο αυτό σταμάτησε να τους πληγώνει. Την βρήκε στο πλήθος, πήγανε την βόλτα που δεν κάνανε όσο ήταν μαζί. Χαζέψανε τα χρώματα που γέμισε ο ουρανός τους. Επέλεξαν να μην μιλήσουν για το τι συμβαίνει και πως φτάσανε στο σημείο αυτό. Εκείνος όμως ανοίχτηκε, της είπε όλα όσα της έκρυβε βαθιά μέσα του όσο ήταν μαζί. Εκείνη, του γέλασε. Τον αγκάλιασε και τον άφησε να φύγει. Εκείνος όμως γύρισε για το τελευταίο τους φιλί, που τελικά ήταν η αρχή για κάτι που μόνο οι δυο τους ξέρανε. Ήταν απλώς δυο άνθρωποι χωρίς τέλος που καθυστερούσαν τον χρόνο.

#8 Μόνο με χάδια και αγάπη ξεπλένεται…

Ξημερώματα Δευτέρας ένα παιδί σκοτώνεται στην παραδίπλα γειτονιά, εκείνος δεν το γνωρίζει ακόμη, κατεβαίνει να μιλήσει στις φίλες του. Έχει πάψει να εμπιστεύεται τους ανθρώπους τον πόνεσαν πολύ τελευταία. Η παρηγοριά του μερικές γάτες που γεμίζουν την αυλή και τα περβάζια του σπιτιού, τον κοιτούν στα μάτια κάθε φορά που τους απλώνει το χέρι, πίνουν μαζί καφέ, πηγαίνουν πίσω του όταν βγαίνει να πετάξει τα σκουπίδια. Η ασχήμια των καιρών αβάσταχτη, μόνο με χάδια και αγάπη ξεπλένεται.

#9 Θέλω κάποιον να με σύρει

Δεν της αρέσει ο χειμώνας, λέει πως είναι πολύ μουντός για να αντέξει τις ζωές μας. Κάθε χρόνο περιμένει τις αλκυονίδες, πιστεύει πως είναι μία ανάσα για μικρή δόση καλοκαιριού. Την πήρα τηλέφωνο την Κυριακή και της είπα να πάμε να ξαπλώσουμε στον ήλιο, μου γέλασε και είπε σε πέντε λεπτά να περάσω να την πάρω, την ρώτησα “με το αμάξι;”, μου φώναξε “είσαι τρελός τέτοια μέρα θα κλειστούμε ανάμεσα σε δυο τζάμια;”. Την περίμενα κάτω από το σπίτι της ήταν τόσο φωτεινή, γυάλιζαν τα μάτια της, πήγαμε σε όλα τα πάρκα της πόλης, ξαπλώσαμε στο γρασίδι, μου είπε “μου λείπει ένας άνθρωπος να είναι εδώ, να ξυπνάμε αγκαλιά, να με αντέχει τον χειμώνα, να με σέρνει σε όλα εκείνα που φοβάμαι να κάνω μόνη.” Είμαστε τόσα χρόνια κολλητοί, δεν ήξερε όμως πως πλέον εγώ αισθάνομαι διαφορετικά για εκείνη, έτσι την πλησίασα και την φίλησα. Πάγωσε, ένιωσα την καρδιά της επάνω μου, φοβήθηκα, μου χαμογέλασε πάλι και με τράβηξε από το χέρι. Ήταν απλά η αφορμή για την αρχή μας, στην ιστορία που αλλάξαμε μόλις την τροπή.

#10 Μία τζούρα και πάλι σπίτι

Μένει με την κόρη της, από τότε που βγήκε από μία σοβαρή επέμβαση. Την προσέχει πολύ δεν της επιτρέπει να καπνίζει και να πίνει. Εκείνη όμως το κάνει κρυφά, το σκάει κάθε μέρα για 10 λεπτά όσο η κόρη της είναι στην δουλειά και κάνει ένα τσιγάρο, είναι το μεγαλύτερο μυστικό της. Κάθε τζούρα και μία μικρή ανάμνηση, κρατά τα σπίρτα καθ’όλη την διάρκεια της μικρής της βόλτας. Γυρνά σπίτι βάζει τη νυχτικιά της πλένεται και την περιμένει να γυρίσει. Η κόρη ξέρει εκείνη όμως φέρεται σαν μικρό κορίτσι, αντιστροφή ρόλων, αυτός είναι ο καπνός της ζωής της.

#11 Εδώ είναι το σπίτι μου

Πίσω από την Ροτόντα, εκεί είναι το σπίτι του, πολλές φορές του έχουμε πει να πάει στο κοιμητήριο δεν θέλει, λέει πως δεν μπορεί να αφήσει την γωνιά του. Τον δρόμο τον επέλεξε, τον αγάπησε, ήταν εκεί όταν τα έχασε όλα, σε εκείνο το πεζούλι κοιμήθηκε πρώτη φορά. Οι τσάντες που κουβαλά είναι όλη του η ζωή. Το κασκέτο του δώρο από έναν έρωτα στην φοιτητική ζωή. Λέει πως όσοι επιλέγουν τον δρόμο ξέρουν να ζουν. Έναν φίλο είχε, έναν φίλο που ζούσε στην Αριστοτέλους, τον έχασε, από κρύο, τότε ήθελα να τον πάρω και να πάμε να κοιμηθεί κάπου ζεστά τότε φοβήθηκα πολύ για εκείνον. Η καρδιά του πάγωσε και εκείνος είπε, “ο δρόμος επιλέγει το σημείο που θα δούμε το τέλος, όχι εμείς.”

#12 Βόλτα στο τετράγωνο της ζωής

Πάντα περιμένει να πέσει ο ήλιος, γύρω στις 20:00 δύο φορές την εβδομάδα βγαίνει με το μπαστούνι και το καροτσάκι της για να πάει στο μπακάλικο της γειτονιάς. Παίρνει όσα χρειάζεται μα πάντα ξεχνά κάτι, δεν θυμάται πια καλά. Το βήμα της αργό, το πρόσωπο της γερασμένο και ταλαιπωρημένο, κρύβει ένα γλυκό μειδίαμα, μια παρηγοριά του “όλα βρίσκουν τον δρόμο τους στο τέλος.” Κάθε κυριακή την επισκέπτονται για να της θυμίσουν ιστορίες της ζωής της, εκείνη για λίγο ανατρέχει στο παρελθόν, γελά, συγκινείται και λίγα λεπτά μετά ξεχνάει. Αυτό που δεν έχει φύγει ακόμη από το μυαλό της είναι η μορφή του αγαπημένου της, περνά τους δρόμους που κάποτε διασχίζανε μαζί και θυμάται την αιωνιότητα.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα