Πέρασαν 20 χρόνια από το Truman Show και είναι πιο επίκαιρο από ποτέ
Ο Τζιμ Κάρει σε ένα ρεσιτάλ ερμηνείας.
Φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από την πρεμιέρα της ταινίας «The Truman Show»-ένα φιλμικό κείμενο που παραμένει επίκαιρο όσο ποτέ λόγω της θεματολογίας του.
Η ταινία κυκλοφόρησε το 1998 και αποτελεί ένα από τα τελευταία σημαντικά, καινοτόμα φιλμ των ’90s αλλά και το πιο διάσημο mainstream (στην όψη) αριστουργηματικό δημιούργημα του Αυστραλού σκηνοθέτη Peter Weir. Ένα δημιούργημα που όντας εν μέρει μια αλληγορία, προφήτευσε με συγκλονιστική ευστοχία την εποχή των realities, της υπερπληροφόρησης και των social media που ζούμε σήμερα, όπου τα όρια μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής καταπατώνται συστηματικά και εμείς ως άλλοι-ες μετά-Truman, ασυνείδητοι πρωταγωνιστές σε ένα στημένοι από άλλους-ες, θέαμα, πασχίζουμε (;) για μια αυτόβουλη ελευθερία.
Η ταινία αποτελεί μια μελέτη της εξουσίας των μίντια και απεικονίζει τον τρόπο με τον οποίο ο Christof (Ed Harris), ένας ισχυρός τηλεοπτικός παραγωγός, έχει καταφέρει να κάνει τηλεοπτικό σίριαλ τη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου, του Truman Burbank (Jim Carrey), χωρίς όμως ο ίδιος να το γνωρίζει.
Για τριάντα ολόκληρα χρόνια η ζωή του Truman, ακόμη προτού γεννηθεί, ξετυλίγεται στις τηλεοπτικές οθόνες με τη μορφή ενός σίριαλ που βλέπουν εκατομμύρια θεατές. Ο Truman δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το ότι όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους συναναστρέφεται (η γυναίκα του, ο κοντινός του φίλος κ.α) είναι ηθοποιοί και πως το σπίτι στο οποίο κατοικεί είναι στην πραγματικότητα ένα πλατό με κρυμμένες κάμερες που καταγράφουν όλες του τις δραστηριότητες.
Οι βαθύτερες, βασικές ιδέες του σεναρίου είναι αυτές που έκαναν την ταινία κάτι παραπάνω από ένα είδος ψυχαγωγίας, καθώς φέρνουν στο προσκήνιο τις νέες αξίες που η τεχνολογία επιβάλλει στην ανθρωπότητα ενώ καταδεικνύουν και την ικανότητα της τηλεόρασης (και του κινηματογράφου) να δημιουργεί έναν κόσμο ολόιδιο με αυτόν της πραγματικότητας μας.
Παράλληλα, όμως, δηλώνουν ότι η διαφορά μεταξύ αληθινού και ψεύτικου κόσμου μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο όταν δοκιμαστούν οι θεμελιώδεις αρχές της πραγματικότητας, τις οποίες οι άνθρωποι έχουμε την τάση να τις θεωρούμε δεδομένες.
Αξίζει να αναφερθεί πως στις ρίζες του φιλμ συναντούμε τόσο την αλληγορία του Σπηλαίου (Πλάτωνας) όσο και κομμάτια της φιλοσοφίας του Ρενέ Ντεκάρτ (Καρτέσιος). Τον δεύτερο διότι θεώρησε τις ανθρώπινες αισθήσεις ως ανίκανες να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, στη ζωή μας (ο Truman δεν έχει καμία απολύτως επίγνωση της ψεύτικης κατάστασης), ενώ όσον αφορά την αλληγορία του Σπηλαίου, συναντούμε στοιχεία της καθώς ο Truman γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε έναν κόσμο περιορισμένων ορίων, γεμάτο «σκιές», δηλαδή ανθρώπους και καταστάσεις που στην πραγματικότητα αποτελούν μια τεράστια ψευδαίσθηση. Eπίσης γίνεται εμφανής και ένας παραλληλισμός με εμάς τους θεατές: η έξοδος του Truman από τον φανταστικό κόσμο δεν διαφέρει (ίσως) και πολύ με την έξοδο ενός θεατή από μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα.
Ο Jim Carrey δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας και αποδεικνύει το γενναίο ερμηνευτικό σθένος του ως πρωταγωνιστής. Ένας πρωταγωνιστικός χαρακτήρας που αποδεικνύει πως δεν είναι φτιαγμένος από λάστιχο σε ένα τηλεοπτικό σόου που μοιάζει με την πραγματική ζωή, και που θυμίζει ίσως τον Forrest Gump – ένας καλός άνθρωπος, ειλικρινής, ένας χαρακτήρας δηλαδή που εύκολα κερδίζει τη συμπάθεια των θεατών.
Ο σκηνοθέτης Peter Weir διαβρώνει με ιδιοφυή ευαισθησία το mainstream μέσα σε κωμικά αλλά και δραματικά επίπεδα ενώ έπλασε ένα δημιούργημα που κατέληξε να γίνει αντικείμενο ακαδημαϊκής μελέτης ως χριστιανική, φιλοσοφική και υπαρξιστική σπουδή, που στάθηκε ανεκτίμητη πηγή έμπνευσης για σύγχρονα φαινόμενα της ποπ κουλτούρας, όπως για παράδειγμα η τριλογία “Αγώνες Πείνας”.
Αλησμόνητη σκηνή: Ο Truman αποχαιρετά, υποκλίνεται και χάνεται στη σκοτεινή πόρτα, στην άκρη του χάρτινου ορίζοντα, αφού πρώτα δηλώσει “You never had a camera in my head!”.
Αλησμόνητη ατάκα: Christof: We accept the reality of the world with which we’re presented.