Περιδιαβαίνοντας τα δημιουργικά μονοπάτια του 61ου ΦΚΘ

Δημιουργικοί προβληματισμοί, εικόνες και ήχοι, συγκίνηση, δράση και ένταση. Και πολύ πολύ σινεμά

Πάνος Αχτσιόγλου
περιδιαβαίνοντας-τα-δημιουργικά-μον-683829
Πάνος Αχτσιόγλου

Νέες ιδέες, δημιουργικοί προβληματισμοί, εικόνες και ήχοι, συγκίνηση, δράση και ένταση. Και πολύ πολύ σινεμά. Η μεγάλη διαδικτυακή σινε-γιορτή έρχεται να μας θυμίσει την τεράστια αναγκαιότητα της τέχνης και του πολιτισμού και να μας ταξιδέψει «κάπου, στην άλλη μεριά του ουράνιου τόξου…»

Πολίτης τρίτης ηλικίας του Μαρίνου Καρτίκκη

«Δύσκολη η μοναξιά στην ηλικία μας», μονολογεί ο κύριος Θεοχάρης χαρίζοντάς μας, ίσως και άθελά του, στιγμές αληθινής φιλοσοφίας ζωής, στο αργόσυρτο αλλά βαθιά συγκινητικό δράμα του Κύπριου Μαρίνου Καρτίκκη που αφηγείται ακριβώς την ιστορία ενός πολίτη τρίτης ηλικίας ο οποίος έχοντας χάσει κάθε ελπίδα ή νόημα για ζωή περνάει τις ημέρες της μοναξιάς του στις καρέκλες αναμονής ενός τοπικού νοσοκομείου. Τη ρουτίνα της καθημερινότητας θα διαταράξει μια νοσοκόμα που θα δείξει ειλικρινές ενδιαφέρον για τον κύριο Θεοχάρη και θα προσπαθήσει να τον βοηθήσει με άδολη αγάπη και ειλικρίνεια παρότι ο ίδιος δεν θέλει τίποτε, δεν θέλει «να γίνει βάρος σε κανέναν».

Ο Καρτίκκης προσεγγίζει με μεγάλο σεβασμό και ευαισθησία το κεντρικό θέμα της μοναξιάς των υπερηλίκων, εξερευνώντας παράλληλα ζητήματα όπως η ραγδαία φτωχοποίηση, αλλά και η οδυνηρή καθημερινότητα ενός ανθρώπου που προσπαθεί να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι από εδώ και μπρος το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ζει παρέα με τις αναμνήσεις αλλά και τις απώλειες. Απώλειες ανθρώπων που στο ταξίδι της ζωής έπαψαν να είναι απλά κοντά του και μπήκαν μέσα του, έπαψαν απλά να είναι δύο και έγιναν ένας. Η καταγραφή της σταδιακής απουσίας νοήματος γίνεται με σοβαρότητα και φαντάζει φυσική απόρροια, παρότι στη μονότονη ζωή του κυρίου Θεοχάρη παρεμβαίνουν νότες αισιοδοξίας, όπως και αυτή της απρόσμενης συνομήλικης φίλης του, την οποία στην αρχή ο εξαιρετικός πρωταγωνιστής (Αντώνης Κατσαρής) αντιμετωπίζει με καχυποψία, με αρνητισμό, κρατώντας απόσταση.

Παρότι τελικά το φιλμ δεν μοιάζει να προβαίνει σε τρομερές αποκαλύψεις, ούτε να αλλάζει οπτική γωνία ή προοπτική των ιδεών που θίγει, εντούτοις κατορθώνει να αγγίξει ευαίσθητες χορδές, είτε με την απλότητα (αλλά όχι απλοϊκότητα) του, είτε με την χαριτωμένη προφορά του κεντρικού χαρακτήρα του, είτε με τον αδιόρατο ηρωισμό που κρύβεται στις πιο απλές, τις πιο καθημερινές, τις πιο τετριμμένες κινήσεις, πράξεις ή αποφάσεις ενός ανθρώπου που περιμένει καρτερικά αλλά και με στωικότητα το αναπόφευκτο. Αυτό που αργά ή γρήγορα θα έρθει για όλους εμάς.

Shorta των Anders Olholm και Frederik Louis Hviid

Πνιγμένο στους καπνούς, τα χαλάσματα μιας «πολιτισμένης» πόλης σε αναβρασμό, στις ταραχές αλλά και την αδικία, έρχεται μία ακόμη σκανδιναβική ταινία δράσης που προβληματίζεται βαθιά γύρω από έννοιες (τόσο διαχρονικές όσο και καίριες) όπως αυτές των φυλετικών διακρίσεων, της ελευθερίας και της ισότητας, της αίσθησης της δικαιοσύνης αλλά και της κατανόησης της διαφορετικότητας. Δύο αστυνομικοί, ο μεν σκληρός και ρατσιστής ο δε πιο διαλλακτικός και ευαίσθητος, θα ξεμείνουν εγκλωβισμένοι σε ένα γκέτο μεταναστών, τη στιγμή που ένα περιστατικό αστυνομικής βίας οδηγεί στο θάνατο ενός νεαρού μαύρου από ασφυξία σε μια άλλη μεριά της πόλης.

Το φιλμ ξεκινά με ένα ξεκάθαρο φόρο τιμής στην στυγερή δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ στην Αμερική από αστυνομικούς (ακούγεται ακόμη και το οδυνηρό «δεν μπορώ να ανασάνω» που κόβει και σε εμάς την ανάσα) και στη συνέχεια βυθίζεται στα άδυτα της βίας και του μίσους, δίχως ωστόσο να διαλέγει ξεκάθαρα πλευρά. Προτιμά να παρατηρεί διακριτικά, αλλάζοντας οπτικές γωνίες ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, φέρνοντας διαρκώς τα πάνω κάτω και ανατρέποντας τους συσχετισμούς δυνάμεων, ψηλαφώντας παράλληλα τα όρια ανάμεσα στην δικαιοσύνη και την εκδίκηση, την ελευθερία και την ασυδοσία, την τιμωρία και την κατάχρηση εξουσίας. Το σενάριο δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας (φέρνει στο νου πολλές γνωστές ταινίες του είδους, με αποκορύφωμα τους υπέροχους «Αθλίους» του Λατζ Λι με τους οποίους από ένα σημείο και μετά μοιάζει να μην διαφέρει σχεδόν καθόλου) όμως η ένταση διατηρείται σε υψηλότατα επίπεδα, η φωτογραφία παραπέμπει σε εμπόλεμες ζώνες και η ανάπτυξη των κεντρικών χαρακτήρων – αν και προβλέψιμη – είναι επαρκέστατη.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στον νεαρό Ταρέκ Ζαγιάτ ο οποίος εκφράζει διαρκώς με το βλέμμα του την αγωνία, τον τρόμο αλλά και την έκπληξη για τις φρικαλεότητες που διαδραματίζονται διαρκώς μπροστά του. Ένα παιδί που χωρίς να το θέλει βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα και παρατηρεί σχεδόν αποσβολωμένο την έκρηξη βίας, την ισοπέδωση της ανθρωπιάς, τον ίδιο τον θάνατο. Η κοινωνική και καλλιτεχνική ανάγκη για τέτοιες δημιουργίες (όσο εξωφρενικό κι αν φαντάζει αυτό στις μέρες μας) είναι δυστυχώς επιβεβλημένη.

Charter της Amanda Kernell

Η Άμάντα Κέρνελ, σκηνοθέτιδα και σεναριογράφος του εξαιρετικού «Η καταγωγή των Σάμι», μετά από ένα φιλμ μικρού μήκους επανέρχεται στο φεστιβαλικό προσκήνιο με μια δυνατή ιστορία μητρικής αγάπης αλλά και ενστίκτου, κινηματογραφώντας με ειλικρίνεια, ρεαλισμό αλλά και διακριτικότητα την παράλογη απόφαση μιας μητέρας  – η οποία έχει εγκαταλείψει το σπίτι και τα δύο της παιδιά – να γυρίσει πίσω και ουσιαστικά να απαγάγει τον ανήλικο γιο και κόρη της για να περάσουν κάποιες ημέρες διακοπών σε ένα τουριστικό θέρετρο στην Τενερίφη.

Το νησί απαθανατίζεται μουντό και άκρως εμπορικό (με τη φύση να οργιάζει παρόλα αυτά) καθώς η Άλις οδηγείται από την μία λανθασμένη πράξη στη άλλη, χάνοντας σταδιακά τον έλεγχο και ερχόμενη αντιμέτωπη με τις συνέπειες της απροσδόκητης συμπεριφοράς αλλά και απόφασής της. Η ευστροφία της Κέρνελ, ωστόσο, έγκειται στο γεγονός ότι στο μεγαλύτερο διάστημα της ταινίας αποφασίζει να καταγράψει τα γεγονότα αμερόληπτα, αφήνοντας πολλές φορές τις σκηνές να μιλήσουν από μόνες τους, έχοντας βέβαια πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της ότι οι οικογενειακοί, βιολογικοί αν θέλεις δεσμοί (και συγκεκριμένα αυτός της μητέρας) δεν είναι δυνατόν να σπάσουν εύκολα. Αντιμετωπίζει δε την πρωταγωνίστριά της (μία εξαίσια Αν Νταλ Τορπ του «Κύματος») με ευγένεια και συναισθηματικό τακτ, χωρίς βέβαια να της χαρίζει άφεση αμαρτιών.

Ίσως προς το τέλος το φιλμ να μην ξέρει ακριβώς πώς να ολοκληρώσει το δράμα, χάνοντας λιγάκι τις ισορροπίες που εξαιρετικά διατηρεί καθόλη τη διάρκειά του. Όπως και να χει, πάντως, κατορθώνει να μεταδώσει μια μόνιμη αίσθηση του επείγοντος, ένα ιδιόμορφο σασπένς πλαισιωμένο από μια τεράστια απερισκεψία που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Μια απερισκεψία μέσα στην οποία, μαζί με άλλα τόσο εγωιστικά συναισθήματα, κρύβεται και η ολοκληρωτική αγάπη.

King of Belgians των Peter Brosens και Jessica Woodworth

Μαύρη κωμωδία σκηνοθετημένη σε στιλ ψευδοντοκιμαντέρ που στοχάζεται με επιδεξιότητα και σαρκασμό πάνω στις ιδέες (ή και ιδεοληψίες) της ενωμένης Ευρώπης, της ισότητας αλλά και των στερεοτύπων και της δημοκρατίας. Ο βασιλιάς των Βέλγων («μια χώρα ή απλά ένας γεωπολιτικός συμβιβασμός;» αναρωτιέται ο σκηνοθέτης) επισκέπτεται την Τουρκία τη στιγμή που η χώρα του διαχωρίζεται στα δύο, καθώς η Βαλλόνοι κηρύττουν την ανεξαρτησία τους.

Σαν να μην έφτανε αυτό, μια ηλιακή καταιγίδα απαγορεύει οποιαδήποτε πτήση καθηλώνοντας αυτόν, το επιτελείο του αλλά και τον σκηνοθέτη που αναλαμβάνει να γυρίσει ένα «διαφημιστικού τύπου» ντοκιμαντέρ για τη ζωή του, στην Κωνσταντινούπολή. Εκεί λοιπόν θα ξεκινήσει ένα ιδιόμορφο οδοιπορικό μέσα από τα «ταραγμένα» Βαλκάνια, αφού ο σκηνοθέτης κύριος Λόιντ θα προτείνει να δραπετεύσουν από την Τουρκία κρυμμένοι μέσα σε ένα λεωφορείο που μεταφέρει φολκ Βουλγάρες τραγουδίστριες … Η μία εξωφρενική κατάσταση θα γεννήσει την άλλη καθώς το γκρουπ των καθωσπρέπει Βέλγων χωρίς πατρίδα θα περάσει από το ένα σύνορο στο άλλο, γνωρίζοντας λίγο από τους ανθρώπους με τους οποίους κάτω από διαφορετικές συνθήκες δεν θα συναναστρέφονταν ποτέ στη ζωή τους. Όλο αυτό προφανώς θα κάνει τον βασιλιά σοφότερο, σε ένα φιλμ που στρέφεται λιγάκι προς τον διδακτισμό διατηρώντας ωστόσο το μπρίο και την ελαφρότητά του, πλαισιώνοντας σκηνές απόλυτης ντροπής και αμηχανίας με αληθινά βλέμματα και θίγοντας έμμεσα διαχρονικά προβλήματα που μαστίζουν την κατά τα άλλα μεγάλη και ενωμένη οικογένεια της Ευρώπης.

Δεν επιχειρεί να φτάσει πιο βαθιά (δεν θα μπορούσε άλλωστε εξαιτίας της δομής και της γραφής του) αλλά το φιλμ με τον τρόπο του λέει αυτό που θέλει να πει, επιρρίπτοντας ευθύνες στη σωστή κατεύθυνση και στηλιτεύοντας τα κλισέ που προέρχονται ιδίως από οικονομικά πιο εύρωστες και πιο «πολιτισμένες» χώρες όπως αυτή των πρωταγωνιστών. Μια χώρα που σαν μικρό κουμπί κρατάει τις πλευρές της Βόρειας και Νότιας Ευρώπης ενωμένες και έχει χρέος (κατά τον σκηνοθέτη) να μην αφήσει το πουκάμισο να ξεχειλωθεί και να καταστραφεί.

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα