Πώς ένα χαμένο πιστοποιητικό γεννήσεως ανακαθόρισε τη ζωή μιας 12χρονης
Όταν η παιδική φτώχεια και η το τροχοπέδη της γραφειοκρατίας, οδήγησε ένα κορίτσι από το Ναϊρόμπι, στην παιδική και εγκληματική εργασία και την κακοποίηση
Ως μια κοπέλα στην προεφηβεία, η Έσθερ*, πλέον 20 ετών, αναφέρει πως ανυπομονεί να έρχονται οι καθημερινές. Το να πηγαίνει στο σχολείο, ήταν η διέξοδός της ως μαθήτρια, από το σπίτι που ζούσε με τη μητέρα της, σε ένα φτωχό μέρος της Makadara, μιας πυκνοκατοικημένης γειτονιάς, στη νότια πλευρά της πρωτεύουσας της Κένυας, Ναϊρόμπι.
Δεν της άρεσε που το σπίτι τους βρισκόταν μπροστά από έναν ανοιχτό υπόνομο και είχε τόσο λεπτούς τοίχους, που άκουγε τι έκαναν οι γείτονές της. Η πλήξη, όμως, μεταξύ ύπνου και αγγαρειών, ήταν αυτό που φοβόταν περισσότερο.
Στο σχολείο είχε φίλους, μια ρουτίνα και μπορούσε να φανταστεί μια καλύτερη ζωή για την ίδια και τη μητέρα της, Mueni*, μια άτυπη εργαζόμενη που έφευγε από το σπίτι της κάθε πρωί αναζητώντας μια παράξενη δουλειά, χωρίς να ξέρει αν θα γυρίσει με χρήματα ή άδεια χέρια.
Το 2014, ο δάσκαλος της έκτης τάξης της Έσθερ*, ανακοίνωσε ότι οι μαθητές θα πρέπει να φέρουν τα πιστοποιητικά γέννησής τους, για να εγγραφούν στις εθνικές εξετάσεις. Η φαινομενικά μικρή απαίτηση, μεταμορφώθηκε σε εμπόδιο που αργότερα θα εκτόπιζε την Έσθερ*, εκτός της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Το πιστοποιητικό της, το είχε ο απόμακρος πατέρας της, όμως οι πιθανότητες να ερχόταν σε επαφή και επικοινωνία μαζί του, ήταν ελάχιστες και αδύναμες, ενώ οι προσπάθειες της μητέρας της για να πάρει ένα αντίγραφο από κυβερνητικά γραφεία, προσέκρουσαν σε γραφειοκρατικά εμπόδια. Οι αξιωματούχοι, την έστελναν πέρα δώθε μεταξύ των γραφείων τους στο Ναϊρόμπι και το Κιτούι, με την Mueni* παράλληλα να αγωνίζεται να πληρώσει το εισιτήριο του λεωφορείου, με τον πενιχρό μισθό της.
Η έλλειψη εγγράφων, είναι ένα κοινό πρόβλημα για τις γυναίκες, τις αγροτικές οικογένειες και τα άτομα με κακές δεξιότητες αλφαβητισμού, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ, η οποία προειδοποίησε ότι τους στερεί βασικές υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση και τους ωθεί σε άτυπη απασχόληση. Η Έσθερ, στάλθηκε επανειλημμένα σπίτι της, επειδή δεν προσκόμισε το έγγραφο, ενώ βλέποντας τις αποτυχημένες προσπάθειες της μητέρας της και την οικονομική τους κατάσταση να γίνεται όλο και πιο επισφαλής, απογοητεύτηκε.
“Δεν έβλεπα το νόημα να πηγαίνω στο σχολείο, όταν δεν μπορούσα να δώσω εξετάσεις. Ένιωσα ότι δεν υπήρχε δρόμος για εμένα προς τα εμπρός”, ανέφερε.
Σε ηλικία 11 ετών, εγκατέλειψε ήσυχα τις επιθυμίες της μητέρας της και αργότερα έφυγε από το σπίτι. Είχε ακούσει από έναν φίλο της, ότι μια οικογένεια σε ένα προάστιο του Ναϊρόμπι, έψαχνε για οικονόμο.
“Η οικογένεια υποσχέθηκε να αντιμετωπίσει την Έσθερ* “σαν κόρη τους”, αλλά σύντομα άρχισε να την καταπονεί και να παρακρατεί μερίδιο του μισθού της”
Η πρώτη οικογένεια για την οποία δούλευε η Έσθερ*, σε ηλικία 12 ετών, υποσχέθηκε να της φερθεί σαν κόρη της και να της πληρώνει 17 λίρες (3.000 σελίνια Κένυας) το μήνα, αλλά σύντομα άρχισε να την καταπονεί υπερβολικά και να παρακρατεί από τον μισθό της.
Η εργοδότης της, της είχε πει: “Γιατί να σε πληρώνω, όταν μένεις και τρως στο σπίτι μου δωρεάν;“, θυμάται η Έσθερ*. “Ξυπνούσα το πρωί στις τρεις το πρωί για να καθαρίσω το σπίτι και να ετοιμάσω τα παιδιά για το σχολείο και να εργαστώ μέχρι η οικογένεια να κοιμηθεί. Πάντα αισθανόμουν πως έπρεπε να ξεκλέψω χρόνο για να ξεκουραστώ. Υπήρχαν μέρες που θα δούλευα μέχρι που ένοιωθα πως αρρώσταινα, αλλά δεν μου επέτρεπαν να φύγω από το σπίτι, όσο άσχημη εξέλιξη και να είχε η υγεία μου.
Η Έσθερ* ανέφερε πως η συμπεριφορά τους προς αυτήν, ήταν γεμάτη περιφρόνηση. Την διέταξαν να φτιάχνει γεύματα ξεχωριστά για τον εαυτό της, συχνά φτωχότερα σε ποιότητα και λιγότερο θρεπτικά, ή να ετοιμάσει τα δικά της στη σόμπα κάρβουνου αντί για κουζίνα αερίου, κάτι που απαιτούσε διπλάσιο χρόνο και προσπάθεια. Κάποτε χτυπήθηκε με μια σωλήνα, μπροστά σε καλεσμένους, επειδή καθυστέρησε να σερβίρει τσάι, μια συμπεριφορά που την άφησε ντροπιασμένη και με φριχτούς πόνους στο σώμα της.
“Κανείς δεν θέλει να κάνει αυτού του είδους τη δουλειά”. Ίσως αν δεν άφηνα το σχολείο, δεν θα χρειαζόταν να υποστώ αυτού του είδους την κακοποίηση.”
Δεν υπάρχουν πρόσφατα στοιχεία, σχετικά με τα ποσοστά των παιδιών οικιακών βοηθών στην Κένυα, αλλά κρίνεται πως η οικιακή εργασία, είναι η δεύτερη μεγαλύτερη συμβολή στην παιδική εργασία στη χώρα. Μια μελέτη του 2023, διαπίστωσε πως τα παιδιά ηλικίας ακόμη και επτά ετών, οδηγούνται στην εργασία λόγω φτώχειας, με πολλά να αντιμετωπίζουν σωματική κακοποίηση και να μην έχουν πρόσβαση στους μισθούς τους.
Ενώ τα σχολεία είναι νομικά υποχρεωμένα να διερευνούν τους λόγους απουσίας ενός παιδιού, ομάδες δικαιωμάτων λένε ότι οι περιπτώσεις εγκατάλειψης του σχολείου, ειδικά στις φτωχότερες περιοχές, παραμένουν ανεξέλεγκτες, αφήνοντας τα παιδιά ευάλωτα σε εργασιακές καταχρήσεις και επιδεινώνοντας τον κύκλο της φτώχειας σε οικογένειες χαμηλότερου εισοδήματος.
Παλιοί φίλοι από το σχολείο, παραγκώνισαν την Έσθερ*, όπως αναφέρει, αφήνοντάς την κοινωνικά περιθωριοποιημένη. Αφού η οικογένεια για την οποία εργαζόταν σταμάτησε να την πληρώνει εντελώς, έφυγε και έμεινε άστεγη, μέχρι που μια μεγαλύτερη οικιακή βοηθός την σύστησε σε μια ομάδα ανδρών του δρόμου και της είπε ότι θα μπορούσε να βγάλει καλύτερα χρήματα, δουλεύοντας “κάτω” από αυτούς.
Η συμμορία λειτούργησε σε μερικές γειτονιές χαμηλού εισοδήματος. Η Έσθερ*, τότε 15 ετών, μετέφερε ναρκωτικά και όπλα, μιας και τα κορίτσια ήταν λιγότερο πιθανό να θεωρηθούν ύποπτα, να συλληφθούν ή να πυροβοληθούν από την αστυνομία. Η συμμορία της αγόραζε φανταχτερά και εντυπωσιακά ρούχα και φρόντιζε τα έξοδά της, όπως φαγητό και στέγαση, καταγράφοντας σχολαστικά της ώρες εργασίας της και υπόσχονταν να την ανταμείψουν, αφότου έφευγε από τη συμμορία. Η ίδια αποφάσισε να φύγει, μόνο όταν δύο από τους άντρες πυροβολήθηκαν και ένας ακόμη συλλήφθηκε, όταν οι Αρχές βρήκαν στην κατοχή του, ένα όπλα και ναρκωτικά.
“Ήμουν πολύ φοβισμένη”, ανέφερε η Έσθερ*. “Η δουλειά γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη”.
“Φοβόμουν πολύ, δήλωσε η Έσθερ*. “Η δουλεία ήταν αρκετά επικίνδυνη, ενώ όταν ζήτησα να φύγω και να πάρω τα δεδουλευμένα μου, μου είπαν πως κανείς δεν φεύγει από τη συμμορία ζωντανός”.
Φοβισμένη για την ασφάλειά της, δραπέτευσε και επέστρεψε στην προηγούμενη εργασία της, ως υπηρέτρια για μια επταμελή οικογένεια, σε μια μεσοαστική γειτονιά. Για άλλη μια φορά, βρέθηκε κακοποιημένη από τον εργοδότη της, μόνο που, όπως δήλωσε, αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πολύ δυσκολότερα.
Μια μέρα, όταν η οικογένεια έφυγε από το σπίτι, ο γιος τους, ο οποίος ζούσε στο σπίτι ενώ σπούδαζε σε τοπικό πανεπιστήμιο, τη βίασε. Όταν το είπε στη μητέρα του, την κατηγόρησε ότι ψεύδεται και τη χτύπησε. Καθώς η Έσθερ* εργαζόταν παράνομα και δεν είχε επισκοπεία ταυτότητας, φοβόταν να απευθυνθεί στις Αστυνομικές Αρχές. Αμφέβαλλε, επίσης, ότι θα αδικούνταν, δεδομένης της τεράστιας ταξικής τους διαφορά και απόκλισης.
Η μητέρα της, επικοινώνησε με την Cana Family Life, μια φιλανθρωπική οργάνωση με έδρα το Ναϊρόμπι, που βοηθά τα παιδιά να ξεφύγουν από την οικιακή εργασία και να επιστρέψουν στο σχολείο. Μετά τη διάσωσή της, έγραψαν την Έσθερ* σε ένα μάθημα κομμωτικής και πλέον προσπαθούν να τη βοηθήσουν να βρει δουλειά σε ένα κομμωτήριο ή να ανοίξει ακόμη και το δικό της.
Ωστόσο, η έλλειψη πιστοποιητικού γέννησης εξακολουθεί να επηρεάζει τις προοπτικές της. Το χρειάζεται για να υποβάλλει αίτηση για εθνική ταυτότητα, προκειμένου να βρει δουλειά ή να ξεκινήσει μια επιχείρηση.
“Θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη ανησυχία και βοήθεια για όσους αγωνίζονται να αποκτήσουν αυτά τα νομικά έγγραφα”, λέει η Mueni*. “Πρέπει να είναι πιο προσιτό, επειδή ο αντίκτυπός του να μην έχεις, είναι τόσο καταστροφικός και έχει εκτροχιάσει τη ζωή της κόρης μου”.
Τα Υπουργεία Παιδείας και Εργασίας, δεν απάντησαν σε αιτήματα για σχολιασμό. Το τμήμα ληξιαρχείου δήλωσε ότι χρειάζεται περισσότερες λεπτομέρειες, σχετικά με την υπόθεση της Έσθερ*, συμπεριλαμβανομένου ενός αντιγράφου του πιστοποιητικού γέννησής της, για να αναλάβει δράση.
πηγή:TheGuardian