Life

Πώς γνωρίζονταν τα ζευγάρια όταν δεν υπήρχε το Tinder;

Η κυρία Βασιλική και η κυρία Μαργαρίτα μας ανοίγουν το σπίτι τους και… την ψυχή τους για τη γνωριμία με τους συζύγους τους.

Parallaxi
πώς-γνωρίζονταν-τα-ζευγάρια-όταν-δεν-υ-1119415
Parallaxi

Λέξεις: Βίκυ Κόγια

Η κυρία Βασιλική και η κυρία Μαργαρίτα μας ανοίγουν το σπίτι τους και… την ψυχή τους για τη γνωριμία με τους συζύγους τους. Δύο κυρίες που αδυνατούν να πιστέψουν ότι οι νέοι πλέον γνωρίζονται σε «αυτό το internet».

Οι ερωτικές ιστορίες τους έρχονται να προσθέσουν λίγο ρομάντζο στις ψυχρές οθόνες των κινητών μας και στα απρόσωπα ερωτικά μηνύματα του σύγχρονου Tinder.

«Να σου πω το δικό μου ειδύλλιο με τον παππού» 

Ξεκίνησε όλο χαμόγελο η εβδομήντα τετράχρονη κυρία Βασιλική, αφού πρώτα με κέρασε νηστίσιμα κουλουράκια και μοιράστηκε μαζί μου την συνταγή τους.

«Πού αλλού να γνωριζόμασταν εμείς; Στη δουλειά ή άντε και σε κανένα πανηγύρι. Μας μαζεύαν τότε από τα γύρω χωριά εμάς τους εργάτες. Μαζευόμασταν ίσα με σαράντα άτομα και πηγαίναμε στα χωράφια είτε για τεύτλα είτε για ντομάτες. Εκεί γνώρισα και τον παππού. Ήταν το αφεντικό. «Πόσο χρονών είσαι;» με είχε ρωτήσει τότε. Απόρησα κι εγώ, «γιατί;» του λέω, «για να δω τι διαφορά έχουμε» επέμεινε εκείνος.

«Και τι με αυτό;» ρωτάω, «δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει το μέλλον» μου είπε».

Γελούσε μόνη της με τις αναμνήσεις. Στριφογύριζε στον δεξιό παράμεσο την φθαρμένη από τα χρόνια βέρα της. Πάνε πέντε χρόνια τώρα από το θάνατο του συζύγου της, ωστόσο αρνείται να την αποχωριστεί.

«Εγώ δεν είχα παντρειές στο μυαλό μου. Είκοσι δύο χρονών ήμουν και είχα και μια μεγαλύτερη αδερφή ανύπαντρη. Πρώτα, έλεγε το έθιμο, έπρεπε να παντρευτεί αυτή και μετά εγώ, η μικρότερη».

Πώς έφταναν, όμως, σε αυτό που αποκαλούμε φλερτ; Πώς έδειχνε το ενδιαφέρον του ένας άντρας, όταν δεν υπήρχε το like και τα reactions στο Instagram; Όταν δεν έβγαιναν σε πάρτι για να κεράσουν το επόμενο ποτό στην κοπέλα απέναντι;

«Εκείνη τη χρονιά στη δουλειά, όλο έδειχνε ενδιαφέρον» συνέχισε η κυρία Βασιλική. «Δεν με έβαζε να κάνω βαριές δουλειές, με είχε στα πιο εύκολα. Όταν μας κερνούσαν καραμέλες και, καμιά φορά, πορτοκαλάδες, σε μένα έδινε πιο πολλά σε σχέση με τους άλλους εργάτες. Ε, κάπως έτσι ξεκίνησε το ειδύλλιο». Όσο τα διηγούταν, γελούσε. Έριχνε κλεφτές ματιές στην φωτογραφία που είχε στο τραπέζι. Τραβήχτηκε από επαγγελματία φωτογράφο, όπως συνηθίζονταν, λίγες μέρες μετά τον αρραβώνα τους. «Μου έλεγε θα με παντρέψει με ένα καλό παιδί στη Λαμία». Κούνησε το κεφάλι της. «Έριχνε άδεια για να πιάσει γεμάτα. Σιγά μην τον πίστευα. Α, μου εμπιστευόταν και το ρολόι του όταν έφευγε από το χωράφι για να κρατάω χρόνο για το διάλειμμα των εργατών». Ένα μικρό χαμόγελο περηφάνειας.

«Δεν ξέρεις τι επιφυλάσσει το μέλλον». Βασιλική και Χρήστος μετά τον αρραβώνα τους.

Στη δεκαετία του ’70, δεν γινόταν συζητήσεις τύπου «τώρα είμαστε σε σχέση ή απλώς περνάμε καλά». Όταν έδειχνε ενδιαφέρον ένα αγόρι, η κοπέλα είτε αρνούνταν για να μη δώσει δικαιώματα είτε συμφωνούσε, δίνοντας το πράσινο φως στον αρραβώνα. Πόσο μακριά είναι σήμερα η ιδέα του αρραβώνα από το απλό ενδιαφέρον και την πρώτη κίνηση; Αν δηλαδή ισχύει πλέον η ιδέα του αρραβώνα…

«Μόλις πέρασε ένας χρόνος ήρθε να μου μιλήσει. «Ενδιαφέρομαι» μου είπε «εσύ πώς με βλέπεις;». Σήκωσε τους ώμους της. «Πώς να τον έβλεπα; Αφεντικό μου ήταν, σαν αφεντικό τον έβλεπα. «Έχω γονείς και μια αδερφή ανύπαντρη» μου είπε σοβαρεύοντας την κατάσταση.

Έτσι έκαναν τότε. Έδιναν αναφορά για να δείξουν τι σκοπό είχαν. Μετά ξεκίνησαν οι επισκέψεις και αργότερα ήρθα εδώ, στο σπίτι του παππού. Ε, κι έμεινα. Αρραβωνιαστήκαμε, παντρευτήκαμε και κάναμε παιδιά. Και να μην ξεχάσω το βασικότερο. Ο παππούς μπορεί να με ερωτεύτηκε αλλά ζήτησε και προίκα. Μαζί με εμένα, η μάνα μου του έδωσε κι ένα χωράφι οχτώ στρέμματα και εκατό χιλιάδες δραχμές. Τότε ήταν πολλά λεφτά. Μην βλέπεις τη δραχμούλα, ήταν φτωχή. Τώρα αυτό ισούται με τριακόσια ευρώ. Μπορεί και λιγότερο. Τι λογική είναι αυτή να πληρώνεις για να σε παντρευτούν;».

Δεν ήταν πιο αυστηρά όμως τότε; «Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν μικρό παιδί ακόμα. Αν ζούσε τότε, δεν θα ήταν τόσο εύκολο. Δεν θα άφηνε τον παππού να αποφασίζει μόνος του. Ίσως και να μου ετοίμαζαν κανένα προξενιό, ποιος να ξέρει». Κούνησε τα χέρια της. «Εγώ τουλάχιστον ήμουν τυχερή. Τον ερωτεύτηκα τον παππού. Σε μια άλλη κοπέλα έκαναν προξενιό με έναν που δεν είχε τα λογικά του. Την ξεγέλασαν για να τον παντρέψουν οι γονείς του. Η κοπέλα δεν άντεξε. Σαράντα μέρες μετά τα στέφανα πέθανε από τη στεναχώρια της. Μην το ψάχνεις, καλό είναι να τα βρίσκει το ζευγάρι μόνο του, χωρίς τρίτους».

Οι νέοι σήμερα γνωρίζονται στο Internet, της είπα. Δεν έχουν σταθερές σχέσεις και κοιτάνε να περάσουν καλά. Δεν υπάρχουν αυτά πλέον.

Με κοίταξε πάνω από τα γυαλιά της σα να μην με πίστευε. «Καλό είναι αυτό; Σήμερα θα φας κουραμπιέ, αύριο κουλούρι και μεθαύριο λουκούμι; Καλό είναι να βρεις έναν άνθρωπο να ταιριάζεις. Όχι άλλο χρώμα πουκάμισο κάθε μέρα».

Ο έρωτας περνάει από το στομάχι

Η κυρία Μαργαρίτα ετοίμαζε το μεσημεριανό της χωμένη στην μικρή κουζίνα της. Η μυρωδιά του μαγειρεμένου σκόρδου και κρεμμυδιού είχε πλημμυρίσει το σπίτι. «Ο κυρ Σταύρος έλεγε ότι ήμουν η καλύτερη μαγείρισσα» μουρμούριζε με αυτοπεποίθηση.

Με αργά βήματα, στηριγμένη στην μαγκούρα της, κάθισε στην αγαπημένη της πολυθρόνα δίπλα στην πόρτα, σε κοντινή απόσταση από την κουζίνα. «Που λες, ο κυρ Σταύρος είχε έρθει για δουλειά στο σπίτι του πατέρα μου. Είχαμε κλειδωθεί εμείς οι αδερφάδες στο δωμάτιο όσο μιλούσαν ο πατέρας μας με τον μουσαφίρη για δουλειές. Οι γυναίκες, έλεγαν, πρέπει να λείπουν όταν κουβεντιάζουν οι άντρες. Μας φώναξαν μόνο όταν έπρεπε να σερβίρουμε το βραδινό». Σκούπισε τα χέρια της από την ποδιά που φορούσε. «Είχαμε χυλοπίτες και έστρωσα εγώ το τραπέζι. Εμάς μας έδιωχναν από το τραπέζι, μόνο οι άντρες έτρωγαν, ο πατέρας μας, ο μουσαφίρης και τα αδέρφια μου. Εμένα με ξαναφώναξαν να ξανασερβίρω το μουσαφίρη μας». Γέλασε. «Όχι, δεν τρελάθηκε με τις χυλοπίτες, εμένα ήθελε να ξαναδεί».

«Όχι δεν τρελάθηκε με τις χυλοπίτες, εμένα ήθελε να ξαναδεί». Μαργαρίτα και Σταύρος ταξίδι του μέλιτος στη Θεσσαλονίκη.

Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Μία γάτα είχε καθίσει στο περβάζι, γιατί είχε μυρίσει φαγητό. «Μην με βλέπεις τώρα με τη μαγκούρα και τα μαύρα μου τα χάλια. Εγώ στα νιάτα μου ήμουν πολύ όμορφη». Έσκυψε μπροστά για να βεβαιωθεί ότι την πίστευα. Σα να θυμήθηκε ότι είχαν περάσει εκείνα τα χρόνια, ακούμπησε ξανά πίσω στην πολυθρόνα της κουρασμένη. «Ο κυρ Σταύρος ζήτησε και τρίτο πιάτο. Βλέπεις, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να με δει. Κόντεψε να σκάσει από τις χυλοπίτες».

«Αργότερα, ερωτοχτυπημένος ο κυρ Σταύρος έστειλε την προξενήτρα στο σπίτι να με ζητήσει από τον πατέρα μου. Έτσι γίνονταν τότε. Άλλοι τα συμφωνούσαν. Μην κοιτάς τώρα που παιδιά και κορίτσια γνωρίζονται από μόνοι τους. Ο πατέρας μου συμφώνησε και παντρεύτηκα τον κυρ Σταύρο». Αναστέναξε. «Ήταν ωραίος άντρας ο κυρ Σταύρος. Εμάς τις γυναίκες ποιος μας ρώταγε; Μην κοιτάς σήμερα που οι νύφες κάνουν κουμάντο στο σπίτι τους παρά οι άντρες».

Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Με τη μαγκούρα της έδειξε προς την κουζίνα. «Σύρε να σβήσεις τη φωτιά. Το κάψαμε το φαγητό με την κουβέντα».

Πλούσιος μου στέλνει προξενιό και τον φτωχό θα πάρω;

Το προξενιό φαίνεται ότι ήταν ο πιο διαδεδομένος τρόπος για να παντρευτούν οι άνθρωποι τη δεκαετία του ’70. Στη διαδικασία αυτή κυρίαρχος ήταν ο ρόλος του προξενητή ή της προξενήτρας, του προσώπου δηλαδή που διαμεσολαβούσε μεταξύ των δύο οικογενειών, του κοριτσιού και του αγοριού. Συνήθως οι πατεράδες των αγοριών ήταν αυτοί που αποφάσιζαν για το ποιο κορίτσι θα έδιναν στο γιό τους για γάμο.

Η προξενήτρα ενημέρωνε τον πατέρα του κοριτσιού, κατόπιν συνεννοήσεως με τον πατέρα του αγοριού, ενώ ήταν αυτή που ενημέρωνε και τις δύο οικογένειες για τα περιουσιακά στοιχεία και την προίκα που θα έδινε ο πατέρας του κοριτσιού. Στην καλύτερη εκδοχή του προξενιού, η νύφη και ο γαμπρός είχαν τη δυνατότητα να δουν ο ένας τον άλλο κι έπειτα να συμφωνήσουν σε γάμο. Στη χειρότερη, συναντιούνταν για πρώτη φορά στην εκκλησία.

Επιπλέον, η προξενήτρα μπορούσε να προτείνει στον πατέρα του γαμπρού είτε ένα «καλό» και ηθικό κορίτσι είτε ένα πλούσιο και ο πατέρας αποφάσιζε ανάλογα. Σε περιπτώσεις που η κοπέλα είχε κρυφή σχέση με κάποιο αγόρι και της προξένευαν κάποιον άλλο γαμπρό, εκείνη δίσταζε να αρνηθεί κι ακόμα περισσότερο δίσταζε να προτείνει το αγόρι με το οποίο ήταν ερωτευμένη. Συχνό ήταν το φαινόμενο οι γονείς να παντρεύουν τα παιδιά χωρίς τη θέλησή τους. Η πιο συνηθισμένη περίπτωση ήταν ο γάμος με προξενιό, έτσι ώστε να μένουν ικανοποιημένοι οι γονείς και από τις δύο πλευρές. Ο πατέρας της νύφης έδινε πάντα προίκα στο γαμπρό, προκειμένου να παντρέψει την κόρη του. Η προίκα αυτή ήταν, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση του πατέρα της νύφης και τις απαιτήσεις του πεθερού ή του γαμπρού, είτε στρέμματα γης, είτε ζώα ή ακόμη και χρήματα, συνήθως χρυσές λίρες.

Τα ζευγάρια συνήθιζαν, μετά τον αρραβώνα, να φωτογραφίζονται σε επαγγελματικό φωτογραφείο, έτσι ώστε η πρώτη επίσημη φωτογραφία τους, ως νέο ζευγάρι, να είναι επαγγελματική. Φορούσαν λοιπόν τα καλά τους, πήγαιναν στο φωτογραφείο και στη συνέχεια μοίραζαν τις φωτογραφίες αυτές στους κοντινούς τους συγγενείς για ενθύμιο, σηματοδοτώντας την έναρξη της κοινής τους ζωής.

Η κυρία Μαργαρίτα και η κυρία Βασιλική δυσκολεύονται να καταλάβουν πώς γνωρίζεται ο κόσμος μέσα από το διαδίκτυο. Δεν έχουν ιδέα για τις εφαρμογές γνωριμιών και ίσως ακόμα να τους ξενίζει το γεγονός ότι στις νέες γενιές δεν υπάρχουν προξενήτρες. Πόσο διαφορετικές και μακρινές φαίνονται οι ερωτικές ιστορίες των παππούδων μας σε σχέση με τις απελευθερωμένες σχέσεις των σύγχρονων νέων χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς παρέμβαση γονέων και χωρίς προξενιά;

*Η Βίκυ Κόγια είναι φοιτήτρια του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ

Σχετικά Αρθρα
Σχετικά Αρθρα