Πώς βάζουμε όρια στα παιδιά; Τα συχνότερα λάθη των γονέων
Παιδοψυχολόγος περιγράφει στην Parallaxi τα στάδια σύμφωνα με τα οποία συνιστάται να εφαρμόζονται τα όρια, για να αποφύγουμε τον αυταρχισμό
Κεντρική εικόνα: unsplash
Πόσες φορές το διαχρονικό αίτημα του «πεντάλεπτου», το οποίο ζητούν επίμονα τα παιδιά από τους γονείς τους, έχει ξεφύγει από την αρχική συμφωνία;
Σήμερα, είναι «πέντε λεπτά ακόμα στο κινητό», λίγα χρόνια πίσω θέλαμε «παραπάνω τηλεόραση», κάποιες δεκαετίες πριν «άλλη μια ώρα έξω».
Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι γονείς στο μεγάλωμα των παιδιών τους είναι η δημιουργία και τήρηση ορίων, χωρίς όμως να τα περιορίζουν υπερβολικά.
«Πώς να θέσεις όρια όταν…», «πρέπει να μάθεις να βάζεις όρια στους γύρω σου»· Πλέον, δεκάδες άρθρα, βίντεο συμβουλευτικά στα social media, δημοσιεύσεις από προφίλ στο Instagram, όλοι μιλούν, συνεχώς για τα όρια. Ωστόσο, μικροί και μεγάλοι, συχνά δυσκολευόμαστε να τα κατανοήσουμε, να τα βάλουμε ή ακόμα και να τα δεχτούμε.
«Τα όρια δεν αντιπροσωπεύουν την απαγόρευση ή την άρνηση, δεν είναι ένα στείρο “ΜΗ” ή “ΟΧΙ” και δεν στοχεύουν στην καταπίεση των επιθυμιών ή των συναισθημάτων των παιδιών. Αντιθέτως, τα όρια προσφέρουν στο παιδί ένα προβλέψιμο πλαίσιο διαχείρισης των συναισθημάτων και ελέγχου της συμπεριφοράς, με στόχο την ορθή κοινωνικο-συναισθηματική του ανάπτυξη και προσαρμογή. Μελέτες δείχνουν ότι όταν υπάρχει σαφής δομή και υποστήριξη, τότε το παιδί αναπτύσσει καλύτερη συναισθηματική ρύθμιση, κοινωνικές δεξιότητες και ακαδημαϊκή επιτυχία. Για παράδειγμα, το γονεϊκό στυλ που χαρακτηρίζεται από ζεστασιά και σαφή όρια έχει θετικότερα αποτελέσματα σε επίπεδο διαπαιδαγώγησης από το στυλ που βασίζεται στην αυστηρότητα, δίχως εξηγήσεις ή χωρίς αρκετά όρια.
Με άλλα λόγια, τα όρια λειτουργούν ως μία “αγκαλιά ασφαλείας” για το παιδί, στην οποία ανατρέχει κάθε φορά που το απαιτούν οι περιστάσεις, ώστε να επιλέξει την ιδανικότερη συμπεριφορά που θα του επιφέρει θετικά αποτελέσματα και όχι συνέπειες», εξηγεί αρχικά η Εύη Κωστογλίδου, Ψυχολόγος – Παιδοψυχολόγος με εξειδίκευση στην Ειδική Αγωγή και Διαπαιδαγώγηση.
Στην πραγματικότητα, πολλές φορές, ακόμα και ως ενήλικες, δαιμονοποιούμε λανθασμένα τα όρια, παραλληλίζοντας τα με την άρνηση, τον περιορισμό, την επιβολή και την τιμωρία, που συχνά επιφέρουν φόβο και αντιδραστικότητα, αντί για την ουσιαστική κατανόηση της κατάστασης.
«Τα όρια μπορούν να συνυπάρξουν με την ελευθερία και την αυτονομία του παιδιού. Σύμφωνα με την βιβλιογραφία, η πιο υγιής προσέγγιση γονεϊκότητας δεν είναι ούτε η πλήρης ελευθερία, ούτε η αυστηρή πειθαρχία, αλλά ο συνδυασμός εφαρμογής ορίων και υποστήριξης της αυτονομίας. Αυτό το μοτίβο γονεϊκότητας αναφέρεται σε γονείς που λειτουργούν ως συναισθηματικοί μέντορες, δηλαδή γονείς που εξηγούν τους κανόνες, συζητούν με το παιδί και δίνουν επιλογές κατάλληλες για την ηλικία του. Έτσι, το παιδί νιώθει ότι έχει φωνή και την δυνατότητα να μπορεί να αποφασίσει αυτόνομα μέσα από την πληθώρα ασφαλών επιλογών που του προσφέρεται», επισημαίνει η κα Κωστογλίδου.

Όσον αφορά τα στοιχεία που διαφοροποιούν τα «όρια» από τις «τιμωρίες», η ίδια αποσαφηνίζει πως «τα όρια περιλαμβάνουν ακριβείς κανόνες και συγκεκριμένη δομή. Οι γονείς θέτουν σαφή πλαίσια, εξηγούν τις προσδοκίες και δημιουργούν λογικές συνέπειες όταν ο κανόνας παραβιαστεί, πχ. “Αν δεν μαζέψεις αμέσως τα παιχνίδια σου, θα περάσει η ώρα και μετά δεν θα προλάβουμε να πάμε στο πάρκο”. Ο στόχος είναι η μάθηση, η αυτορρύθμιση, και η υπευθυνότητα. Από την άλλη, οι τιμωρίες αφορούν τον έλεγχο της συμπεριφοράς του παιδιού μέσω φόβου και απειλής, χωρίς κατανόηση και εξήγηση, συνήθως με φωνές και απαγορεύσεις ή υπερβολική στέρηση. Επομένως, τα όρια έχουν καλύτερα μακροχρόνια αποτελέσματα, ενώ αντίθετα οι τιμωρίες δημιουργούν φόβο, αντιδραστικότητα και χειρότερη σχέση γονέα-παιδιού. Εν ολίγοις, τα όρια εκπαιδεύουν, οι τιμωρίες ματαιώνουν και πάντα ο στόχος της διαπαιδαγώγησης είναι η εκπαίδευση».
Υπάρχει κίνδυνος να γίνουμε αυταρχικοί όταν θέτουμε όρια στα παιδιά;
Για κάθε γονέα, αποτελεί πρόκληση να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία και τον αυταρχισμό κατά την ανατροφή των παιδιών, χωρίς να επιβάλλεται με αυστηρότητα και αυθαίρετα εις βάρος των τελευταίων.
«Ασφαλώς υπάρχει κίνδυνος, αλλά μπορεί να ελεγχθεί αναλόγως με το γονεϊκό στυλ που υιοθετείται από τους γονείς. Για παράδειγμα, το αυταρχικό γονεϊκό στυλ χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο απαιτήσεων, χαμηλή ανταπόκριση και κατανόηση και χρήση λανθασμένων επιχειρημάτων, όπως “επειδή το λέω εγώ”, χωρίς εξηγήσεις. Οι παραπάνω πρακτικές συνδέονται με δυσμενή αποτελέσματα για την αναπτυξιακή πορεία του παιδιού, καθώς συνήθως προκαλούν κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, εναντιωματική συμπεριφορά και επιθετικότητα. Αντίθετα, η προσέγγιση “όρια με θερμότητα”, που αφορά το γονεϊκό στυλ “συναισθηματικοί μέντορες” έχει τα καλύτερα αποτελέσματα», τονίζει η ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος και στη συνέχεια περιγράφει τα στάδια σύμφωνα με τα οποία συνιστάται να εφαρμόζονται τα όρια, για να αποφύγουμε τον αυταρχισμό. Συγκεκριμένα:
- Εξηγούμε στο παιδί το γιατί του κανόνα. «Πρέπει να πάμε για ύπνο για να ξεκουραστούμε και να χαλαρώσει το μυαλό και το σώμα μας».
- Θέτουμε το όριο με κατανόηση και υποστήριξη. «Ξέρω ότι θες να συνεχίσεις να παίζεις, αλλά τώρα είναι ώρα ύπνου».
- Δίνουμε επιλογές όπου είναι εφικτό μέσα στο πλαίσιο. «Θα προτιμούσες να παίξεις για ακόμα 10 λεπτά ή να διαβάσουμε ένα παραμύθι πριν κοιμηθούμε;».
- Είμαστε συνεπείς στα όρια που θέτουμε, καθώς όταν αλλάζει η στάση του γονιού ή οι κανόνες, τότε γεννιέται αστάθεια και αβεβαιότητα για το παιδί.
- Αποφεύγουμε τιμωρίες που βασίζονται σε φόβο ή απειλή. Συμπεριφορές όπως «αν δεν το κάνεις θα σε τιμωρήσω» οδηγούν σε φόβο, όχι μάθηση.
Παράλληλα, η ίδια προειδοποίει για τα δύο συχνότερα λάθη που κάνουν οι γονείς, όταν προσπαθούν να βάλουν όρια. «Το πρώτο είναι η ασυνέπεια, όταν δηλαδή, τα όρια αλλάζουν, ή δεν εφαρμόζονται συστηματικά, συνεκτικά και συνεργατικά από τους γονείς. Αυτό δείχνει στο παιδί ότι ανά περιπτώσεις μπορεί να “ξεφύγει” και χάνει έτσι την προβλεψιμότητα και την αξιοπιστία των γονιών, άρα την ισορροπία του. Και το δεύτερο είναι η υπερβολή στην θέσπιση ορίων, κατά την οποία ο γονιός βάζει όρια, αλλά το κάνει με θυμό ή ένταση, χωρίς εξήγηση και επιλογές. Αυτή η γονεϊκή στάση προκαλεί στο παιδί αντιδραστικότητα, αίσθημα αδικίας, θυμό και αντίσταση.
Η συμβουλή μου για την πρόληψη ή αντιμετώπιση των παραπάνω λαθών είναι να προτιμώνται συνεπή, σταθερά και λογικά όρια, παρά απαιτητικές, αυθαίρετες και ανούσιες συναισθηματικές αντιδράσεις. Επιπλέον, να μην ξεχνάμε πως η μάθηση μίας συμπεριφοράς χρειάζεται χρόνο εξάσκησης και μίμησης. Επομένως, πριν απαιτήσουμε από ένα παιδί να “πειθαρχήσει” θα πρέπει πρώτα εμείς να είμαστε πειθαρχημένοι ως προς την συμπεριφορά μας και υπομονετικοί για το αναμενόμενο αποτέλεσμα στο παιδί μας».
Είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε πως ένα παιδί που έχει μεγαλώσει χωρίς όρια, είναι πιθανό να εμφανίσει προβλήματα στο μέλλον. «Η έλλειψη συνεπών ορίων σε νεαρή ηλικία μπορεί να επιφέρει αρκετές αρνητικές συνέπειες στο μέλλον, τόσο για το ίδιο το παιδί, όσο και για το οικογενειακό – κοινωνικό πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα, χωρίς σαφή όρια το παιδί μεγαλώνοντας έχει κενά σε βασικές συναισθηματικές δεξιότητες αυτορρύθμισης, όπως έλεγχος παρορμητικότητας, προσαρμοστικότητα, ενσυναίσθηση, διαχείριση αναμονής, αντιμετώπιση κρίσεων, συναισθηματικά ξεσπάσματα κ.α.. Επιπλέον, εμφανίζει πιο υψηλό ρίσκο παραβατικής ή αντιδραστικής συμπεριφοράς στην εφηβεία ή και στην ενήλικη ζωή. Τέλος, σε επίπεδο αλληλεπίδρασης με τους άλλους εμφανίζονται εξίσου αρκετές δυσκολίες στην ακολουθία κανόνων, στην συνεργατικότητα, την υπευθυνότητα, την αντίληψη επικίνδυνων συμπεριφορών και των συνεπειών τους, με αποτέλεσμα σε μεγαλύτερη ηλικία το άτομο να παρουσιάσει ανικανότητα αποτελεσματικής ένταξης στο κοινωνικό πλαίσιο», η κα Κωστογλίδου διευκρινίζει και προσθέτει:
«Τα όρια που τίθενται με διάλογο, ψυχραιμία, κατανόηση και συνέπεια ενισχύουν την εμπιστοσύνη και την αξιοπιστία των γονιών. Το παιδί μαθαίνει ότι ο γονιός δεν είναι απέναντί του, αλλά δίπλα του, δεν τον αντιλαμβάνεται ως έναν δάσκαλο που του κουνάει το δάχτυλο, αλλά ως συνεργάτη και καθοδηγητή του. Με τον τρόπο αυτό, η σχέση γονέα-παιδιού χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη συνοχή, λιγότερη ένταση και περισσότερο ανοιχτή επικοινωνία. Έτσι, τα όρια ενισχύουν την αμοιβαία αγάπη και εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών της οικογένειας και βελτιώνουν τους δεσμούς τους.
Συνοψίζοντας, τα όρια είναι απαραίτητα σε ένα παιδί, καθώς ενισχύουν την συναισθηματική του ανάπτυξη και την κοινωνική του εξέλιξη. Ο τρόπος που θα εφαρμοστούν τα όρια παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, ώστε να μην μετατραπούν σε τιμωρίες και να μην επηρεάσουν την αυτονομία του. Οι γονείς οφείλουν να λειτουργούν ως συναισθηματικοί μέντορες δείχνοντας κατανόηση, υπομονή και προάγοντας τον διάλογο. Τα όρια εφαρμόζονται για να εκπαιδευτεί το παιδί σε αποδεκτές συμπεριφορές έκφρασης των συναισθημάτων και των αναγκών του και όχι για να ελεγχθεί απλώς το συναισθηματικό ξέσπασμα και η περιστασιακή του ανάρμοστη συμπεριφορά, για αυτό θέλει χρόνο, υπομονή και συνέπεια. Έτσι, η εφαρμογή λογικών ορίων, με κατανόηση, διάλογο και προσφορά επιλογών ενισχύουν την άνευ όρων αγάπη και εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών της οικογένειας και βελτιώνουν τις μεταξύ τους σχέσεις», καταλήγει η κα Κωστογλίδου.

