Αντώνης Καλομοιράκης: «Η ζωή έχει άγρια ομορφιά, αλλά και σκοτάδι. Και πολλοί φοβόμαστε να βουτήξουμε»
Με αφορμή την παράσταση «Ένας Καταπληκτικός Καταθλιπτικός», μιλάμε για τις χαρές και τις δυσκολίες του θεάτρου, καθώς και την ευθύνη της Τέχνης όταν καταπιάνεται με θέματα δύσκολα
Σε έναν κόσμο που συχνά αποφεύγει τη βαθιά ενδοσκόπηση, ο Αντώνης Καλομοιράκης τολμά να κοιτάξει κατάματα το φως και το σκοτάδι της ανθρώπινης ψυχής. Με αφορμή την παράσταση «Ένας Καταπληκτικός Καταθλιπτικός», που υπογράφει και πρωταγωνιστεί, συνομιλήσαμε μαζί του για τις προσωπικές του μνήμες από το Ηράκλειο, τη μετάβασή του στην Αθήνα και τις προκλήσεις του θεατρικού επαγγέλματος. Μιλήσαμε για την ψυχική υγεία, την πίεση της «τοξικής θετικότητας», τη σημασία του παιδικού θεάτρου και τη δύναμη της ομάδας στη δημιουργία. Ο λόγος του είναι άμεσος, αληθινός, και ταυτόχρονα γεμάτος ευαισθησία – όπως και το έργο του.
Η παράσταση παρουσιάζεται αυτό το Σαββατοκύριακο, 3 και 4 Μαΐου, στο Θέατρο Αθήναιον.
Ποιες ήταν οι πρώτες σου μνήμες γύρω από το θέατρο και την τέχνη, στην πόλη του Ηρακλείου; Ή γενικά, άλλες αναμνήσεις που θες να μοιραστείς από εκείνη την περίοδο;
Θυμάμαι παιδάκι, καθισμένος στην τελευταία σειρά στο Πολιτιστικό Κέντρο ή στο Θεατρικό Σταθμό, να βλέπω παραστάσεις και να νιώθω ότι κάτι πολύ μεγαλύτερο από εμένα εκτυλίσσεται μπροστά μου. Οι πρώτες μου εμπειρίες με την τέχνη ήταν σωματικές, σχεδόν ενστικτώδεις. Η μυρωδιά από τα σκηνικά, το σκοτάδι πριν ανοίξουν τα φώτα, ο ήχος του χειροκροτήματος. Αυτές οι μνήμες νομίζω με ακολουθούν μέχρι σήμερα. Το Ηράκλειο ήταν το πρώτο μου «θέατρο».
Μετά τις θεατρικές σου σπουδές στο Ναύπλιο, βρέθηκες στην Αθήνα, όπου σπούδασες στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου των Αλλαγών. Πώς λειτούργησε για σένα αυτό το πέρασμα στην Αθήνα, που εκτός από κανονική, είναι και θεατρική πρωτεύουσα της Ελλάδας;
Ήταν σοκ, με την καλή και την δύσκολη έννοια. Η Αθήνα σε βάζει να τρέξεις, δεν περιμένει κανέναν. Από την ηρεμία και την οικειότητα του Ναυπλίου, ξαφνικά βρέθηκα σε μια πόλη γεμάτη φωνές, ευκαιρίες, αλλά και απόρριψη. Στο Θέατρο των Αλλαγών όμως βρήκα ανθρώπους που με εμπιστεύτηκαν, με πίεσαν, με βοήθησαν να βρω τη δική μου φωνή. Ήταν κομβικό πέρασμα, γιατί με έμαθε να στέκομαι στα πόδια μου.
Ως νέος ηθοποιός, πώς βιώνεις τις βιοποριστικές δυσκολίες που συχνά επιφυλάσσει το επάγγελμα του ηθοποιού αλλά και το συγκεντρωτισμό (άρα και μεγάλο ανταγωνισμό) της Αθήνας στο καλλιτεχνικό κομμάτι; Θα μπορούσες να δεις τον εαυτό σου να δραστηριοποιείται κάποια στιγμή ξανά εκτός Αθήνας;
Η αλήθεια είναι πως είναι δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Πρέπει να αγαπάς παράλογα αυτό που κάνεις για να αντέξεις την αβεβαιότητα, τη σύγκριση, το «δεν ξέρω αν θα έχω δουλειά τον άλλο μήνα». Δεν ξέρω αν θα ήθελα να δραστηριοποιηθώ εκτός Αθηνών αλλά σίγουρα τις δουλειές που κάνω στην ΑΘήνα μού αρέσει να τις ταξιδεύω σε όλη την επαρχία.
Έχοντας περάσει από δύο reboots αγαπημένων τηλεοπτικών και κινηματογραφικών ιστοριών του κοινού, του «Καφέ της Χαράς» και της «Κατάρας της Τζέλας Δελαφράγκα», έχεις αντιληφθεί από πού πηγάζει η τάση του να αναβιώνουν παλιές σειρές και ταινίες; Δείχνει μήπως μία τάση κόπωσης της βιομηχανίας και έλλειψης φρέσκων ιδεών;
Νομίζω πηγάζει κυρίως από την ανάγκη για ασφάλεια. Όταν η εποχή είναι γεμάτη αβεβαιότητα, αναζητάς κάτι γνώριμο. Τα μεγάλα δίκτυα και οι παραγωγοί συχνά προτιμούν την «σίγουρη» συνταγή. Το θέμα είναι πώς κάνεις το reboot: τι καινούργιο φέρνεις, ποια ανάγκη καλύπτεις.
Τι προσφέρει σε έναν ηθοποιό το άνοιγμα στο παιδικό θέατρο, κάτι που έχεις κάνει και εσύ με τη συμμετοχή σου στην παράσταση «Ηρακλής – Οι δώδεκα άθλοι»;
Το παιδικό θέατρο είναι σκληρό… αλλά απίστευτα ειλικρινές. Το παιδί δεν θα κάνει «ότι παρακολουθεί» αν δεν τον κερδίσεις. Είναι μεγάλη πρόκληση και τεράστια σχολή. Και ταυτόχρονα πολύ συγκινητικό. Γιατί έχεις μπροστά σου θεατές που βλέπουν κάτι για πρώτη φορά στη ζωή τους και μπορεί εσύ να είσαι αυτός που θα τους κάνει να αγαπήσουν το θέατρο.
Ας έρθουμε σιγά-σιγά και στην παράσταση «Ένας Καταπληκτικός Καταθλιπτικός». Οι ψυχικές ασθένειες και η αυτοκτονία είναι δύο θέματα πολύ ευαίσθητα. Ποιες προκλήσεις αντιμετώπισες γράφοντας ένα κείμενο για αυτά τα ζητήματα;
Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να μιλήσω με ευθύνη, χωρίς διδακτισμό και χωρίς εύκολες απαντήσεις. Δεν ήθελα να κάνω ένα «θέατρο-διάλεξη», αλλά να δώσω φωνή σε έναν άνθρωπο που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα. Έψαχνα συνεχώς την ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και την αλήθεια. Γιατί ναι, γελάς, αλλά ξέρεις ότι κάπου εκεί μέσα υπάρχει κάτι που σε πονάει κι εσένα.
Στην παράσταση, ο πρωταγωνιστής Ευτύχης, ένας… καταθλιπτικός life coach, καλείται να αντιμετωπίσει αυτό που φοβάται περισσότερο απ’ όλα: τη ζωή. Γιατί τελικά τόσοι άνθρωποι είμαστε τόσο φοβικοί απέναντί της;
Γιατί η ζωή δεν έχει εγγυήσεις. Γιατί δεν μπορείς να την ελέγξεις. Κι αυτό τρομάζει. Είναι πιο εύκολο να κάνεις σχέδια, να φοράς μάσκες, να ακολουθείς συνταγές ευτυχίας, παρά να πεις «Δεν είμαι καλά, αλλά είμαι εδώ». Η ζωή έχει βάθος, έχει άγρια ομορφιά, αλλά και σκοτάδι. Και πολλοί φοβόμαστε να βουτήξουμε.
Στην εποχή μας οι life coach συγκεντρώνουν πολλές φορές τα βέλη λόγω της εμμονής τους να ωραιοποιούν την πραγματικότητα. Και φυσικά, στο καπάκι έρχονται και τα social media. Εσύ έχεις πέσει ποτέ θύμα του “toxic positivity”; Πόσο απέχει τελικά το «όλα θα πάνε καλά» από το «όλα πάνε χάλια»;
Ναι, έχω πέσει. Και σαν θεατής και σαν δημιουργός. Αυτό το «χαμογέλα, μην το βάζεις κάτω» μπορεί να γίνει βαρύ, ειδικά αν είσαι σε μια δύσκολη φάση και δεν έχεις χώρο να είσαι ειλικρινής με το πώς νιώθεις. Το «όλα θα πάνε καλά» δεν έχει αξία, αν δεν αναγνωρίζεις πρώτα ότι τώρα δεν πάνε. Το δύσκολο είναι να επιτρέπεις στον εαυτό σου να νιώθει και τα δύο: και φόβο, και ελπίδα.
Τι ελπίζεις να έχουν αποκομίσει οι θεατές φεύγοντας από την παράσταση και τι αποκόμισες εσύ, μέσα από τη συνεργασία σου με τους υπόλοιπους συντελεστές;
Θα ήθελα να φεύγουν νιώθοντας λιγότερο μόνοι. Να σκέφτονται «κι εγώ έτσι ένιωσα κάποτε» ή «δεν είναι τρελό που νιώθω αυτά που νιώθω». Από τη συνεργασία μου με την Έφη Δράκου στη σκηνοθεσία και το team των ηθοποιών, αποκόμισα έναν βαθύ σεβασμό για τη δύναμη της ομάδας. Ήταν σπουδαίο το ότι πήρα κάτι τόσο προσωπικό και το εμπιστεύτηκα σε άλλους. Και τελικά έγινε κάτι πολύ πιο μεγάλο απ’ όσο είχα φανταστεί.