Η κόρη του επιζώντα του Άουσβιτς μας θύμισε εκείνα που ντρεπόμαστε να σκεφτούμε
Μια κουβέντα με την συγγραφέα του Βραχιολιού της Φωτιάς
Όταν κυκλοφόρησε στο Ertflix η σειρά το “Βραχιόλι της Φωτιάς” την παρακoλούθησα σε μία ημέρα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που δεν γνωρίζουν την ιστορία των Εβραίων καθώς μένω σε μία πόλη που έχασε 56.000 ανθρώπους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Επίσης, οφείλω να πω πως τα περισσότερα νεοκλασικά που έχουμε την τύχη να θαυμάζουμε σήμερα σε αυτή την πόλη, η αρχιτεκτονική της και φυσικά τα πολιτιστικά της στοιχεία έχουν χτιστεί πάνω στις ζωές αυτών των ανθρώπων.
Των ανθρώπων που εξευτελίστηκαν στην Πλατεία Ελευθερίας κι εμείς κοιτούσαμε, των ανθρώπων που στοιβάχτηκαν σαν ζώα σε βαγόνια ο ένας πάνω στον άλλον για να ταξιδέψουν εννέα ημέρες προς τον θάνατο, τον αργό και βασανιστικό θάνατο τους. Την απόλυτη ταπείνωση τους. Να σταθούν με λινές ριγέ πιτζάμες, και ξύλινα τσόκαρα στην παγωνιά, να γίνουν πειράματα επιστημόνων, να λιώσουν και να γίνουν σαπούνια. Και τελικά όσοι καταφέρουν να επιβιώσουν από την πραγματική κόλαση να επιστρέψουν στις πόλεις τους και να φτιάξουν την ζωή τους από την αρχή, χωρίς να έχουν ξεχάσει ποτέ.
Η κ. Βεατρίκη Μαγρίζου, είναι η κόρη ενός επιζώντα του Άουσβιτς, και είναι η γυναίκα που φρόντισε να καθηλώσει το κοινό, να του θυμίσει να μην ξεχάσει ποτέ, μέσα από μερικές σελίδες που σήμερα έγιναν σειρά. Μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη ωστόσο τα τελευταία χρόνια ζει στην Λάρισα όπου και βρέθηκε σαν ερωτική μετανάστρια. Έχει σπουδάσει Οικονομικά ωστόσο, δεν ασχολήθηκε, παρακολούθησε μαθήματα ψυχολογίας και διακόσμησης και κάποια στιγμή της προέκυψε μία εσωτερική ανάγκη για την συγγραφή.
“Πάντα μου άρεσε να γράφω σε λευκές κόλλες. Στα 16 μου είχα πάρει βραβείου για την καλύτερη έκθεση από την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης. Το βραβείο ήταν ένα ταξίδι στο Ισραήλ και ήταν μοιραίο γιατί εκεί γνώρισα τον άντρα μου. Αυτά τα ταξίδια γινόντουσαν ανέκαθεν από τις ισραηλιτικές κοινότητες όλες της Ελλάδας, μάλλον με σκοπό την γνωριμία των Εβραίων παιδιών. Ο πατέρας μου ήταν επιζώντας του Άουσβιτς, δεν μας μιλούσε για το θέμα ιδιαίτερα. Όταν αρρώστησε βαριά και αφού εγώ είχα εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο με κάλεσε στο σπίτι του στην Θεσσαλονίκη και μου είπε “τώρα ήρθε η ώρα να στα πω και να τα γράψεις.”
Ήταν πολύ δύσκολο, κλαίγαμε και αγκαλιαζόμασταν, σταματούσαμε ανά διαστήματα γιατί ζοριζόταν με το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζε και κάπως έτσι μου εξιστόρησε όλες τις λεπτομέρειες. Εγώ τις είχα κρατήσει στο μυαλό μου, δεν είχα σημειώσει τίποτε και όταν ένιωσα έτοιμη τις έγραψα. Η συγγραφή τους έγινε επίσης με μεγάλη δυσκολία γιατί όλο αυτό μου θύμιζε εκείνη την εξιστόρηση, τις μικρές-μικρές στιγμές που έφτιαχνα εικόνες και έβαζα τον πατέρα μου ως πρωταγωνιστή μιας κόλασης. Θυμάμαι πως μου είχε περιγράψει τα βαγόνια προς το Άουσβιτς. Τον απόλυτο εξευτελισμό. Σε ένα βαρέλι είχε νερό και στο άλλο οι άνθρωποι έκαναν την ανάγκη τους μπροστά σε όλους. Πήρε ο πατέρας μου μία κουβέρτα και δημιούργησε ένα παραβάν γύρω από αυτό το βαρέλι-τουαλέτας. Μου έλεγε “πέθανε ο διπλανός και χάρηκα ενδόμυχα γιατί πήρα το ψωμί του”.”
Στην σειρά παρακολουθούμε σκηνές γροθιά στο στομάχι, ωστόσο στο βιβλίο υπάρχουν ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες με γλαφυρές περιγραφές. Η κ. Μαγρίζου διάβαζε βιβλία για το Ολοκαύτωμα και ο πατέρας της της εξιστορούσε ανά διαστήματα ελάχιστα πράγματα.
“Ο πατέρας μου μας έλεγε πολύ λίγα πράγματα, τον έπιανε ένας κόμπος στον λαιμό και σταματούσαμε. Η ιστορία του καθενός είναι τελείως διαφορετική. Ο πατέρας μου την ημέρα της εξιστόρησης μου είπε “η λησμονιά πονάει περισσότερο από την θύμηση” κάτι το οποίο ισχύει. Όλα αυτά τα χρόνια που το Ολοκαύτωμα είναι παραγκωνισμένο και κρυμμένο κάτω από το χαλί είναι σαν να τους σκοτώνουμε δεύτερη φορά. Όλες οι εξιστορήσεις ήταν το ίδιο οδυνηρές. Πήγα στο Άουσβιτς, έκανα με την αδερφή μου ένα προσκήνημα, οφείλαμε να το κάνουμε. Ήταν συγκλονιστικό να είσαι στον χώρο.
Σε έναν γερό χειμώνα της Πολωνίας, εμείς κουκουλωμένες, να σκεφτόμαστε ότι όλοι οι Εβραίοι εκείνα τα χρόνια φορούσαν την λινή ριγέ μπιτζάμα και ήταν ξυπόλυτοι με τα τσόκαρα. Ήμασταν συγκλονισμένες, αγαπήσαμε περισσότερο τον πατέρα μας και γυρνώντας κουβαλήσαμε τις εικόνες και τις μεταφέραμε σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Θέλαμε να το μοιραστούμε. Ο πατέρας μου ήταν ένας χαρούμενος άνθρωπος και απορούσαμε πως είναι δυνατόν, ήθελε πάντα να μας κάνει να γελάμε, μας έλεγε “ζήστε την ζωή σας, την κάθε της ημέρα, είναι ανεκτίμητο δώρο η ζωή.” Θεωρώ πως η αγάπη που είχε ο πατέρας μου για την ζωή προήλθε από τα στρατόπεδα. Επίσης, μας έλεγε “ότι επιβιώσαμε σημαίνει πως νικήσαμε τον Χίτλερ.”
Ήθελε το βιβλίο να είναι μυθοπλαστικό. Όπως εξηγεί, είχε πέσει στα χέρια της τότε ένα λεύκωμα που λεγόταν “Οι Τσιγγάνες”. Όπως εξηγεί οι Τσιγγάνοι είχαν την ίδια μοίρα με τους Εβραίους στα στρατόπεδα και αποδεκατίστηκαν επίσης.
“Κανείς δεν το έθιξε ποτέ αυτό το ζήτημα. Οπότε μια πρωτιά του βιβλίου είναι αυτή. Διαβάζοντας αυτό το λεύκωμα που αποτελούνταν από φωτογραφίες, και την καταγραφή της φιλοσοφίας ζωής τους. Άρχισε να μου φεύγει η ελάχιστη προκατάληψη που μπορεί να είχα απέναντι τους. Είχα πάει να τους επισκεφθώ στον καταυλισμό της Νέας Σμύρνης στην Λάρισα. Έτσι συνειδητοποίησα πως ο φόβος προς το άγνωστο είναι αυτός που σε κάνει να έχεις προκαταλήψεις, όταν το γνωρίσεις αυτό το άγνωστο γίνεται πιο οικείο. Έτσι θέλησα να γράψω για την οικογένεια μου τους Εβραίους, με τα ήθη, τα έθιμα, την κουλτούρα τους για να αγαπήσει το κοινό τους ήρωες, να καταλάβει πως είναι ίδιοι και το μόνο που διαφέρει είναι η θρησκεία. Με έναν μυθοπλαστικό και έξυπνο τρόπο συνδέω τους τσιγγάνους και τους Εβραίους στην Πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης.”
Κοντεύουμε τα 80 χρόνια από το Ολοκαύτωμα, όπως εξηγεί η κ. Μαγρίζου για περίπου 70 χρόνια υπήρχε μία πλήρης σιωπή στην Θεσσαλονίκη. Επί Μπουτάρη ξεκίνησε να ανακινείται το θέμα και να έρχεται στην επιφάνεια.
“Θα μπορούσαν να γίνουν κι άλλα πράγματα. Εγώ, είμαι αισιόδοξη πως κάποια στιγμή έστω και αργά αυτοί οι άνθρωποι θα δικαιωθούν. Η Θεσσαλονίκη έχασε 56.000 ανθρώπους, είναι τραγικό. Ήταν Έλληνες, είχαν συμβάλει στην πολιτιστική κληρονομιά της πόλης, έφτιαξαν την Θεσσαλονίκη. Η Σεφαραδήτες, που ήρθαν διωγμένοι από την Ισπανία εγκαταστάθηκαν στην πόλη που τότε δεν είχε πληθυσμό και έφτιαξαν την πόλη.
Ήταν άδικο που ξεχάστηκε. Η Θεσσαλονίκη πρέπει να κάνει κι άλλα βήματα, έκανε την αρχή αλλά οφείλει να έρθει η συνέχεια. Αρχικά πρέπει να χτιστεί η συνείδηση των Θεσσαλονικιών, να μάθουν την ιστορία της πόλης τους. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της εκπαίδευσης. Ο Δήμος οφείλει να προχωρήσει σε πράξεις. Η Πλατεία Ελευθερίας έπρεπε να είναι χώρος προς φόρο τιμής. Να έχει μία αξιοπρέπεια, το μνημείο εκεί ούτε καν φαίνεται. Είμαι χαρούμενη που θα γίνει το μουσείο του Ολοκαυτώματος. Θα είναι πόλος έλξης επίσκεψης τόσο ελλήνων όσο και ξένων.”
Η σειρά μετρά 1.000.000 θεατές αυτή την στιγμή, θεατές κάθε ηλικίας που την παρακολούθησαν παγωμένοι. Η κ. Μαγρίζου λέει πως αυτό που την χαροποιεί περισσότερο είναι πως παρακολουθείται από νέα παιδιά.
“Είμαι ενθουσιασμένη. Και λίγοι άνθρωποι να βλέπανε αυτή την σειρά θα ήταν κέρδος, θα ήταν ακόμη μία νίκη ενάντια στον φασισμό. Είμαι πολύ συγκινημένη. Με χαροποιεί που μου έρχονται μηνύματα από παιδιά Λυκείου, Γυμνασίου και φοιτητές κάθονται και βλέπουν την σειρά και μαθαίνουν ιστορία μέσα από την σειρά. Είμαι συγκλονισμένη με τους πολέμους που συνεχίζονται στον κόσμο. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι μετά το Ολοκαύτωμα γίνονται ξανά πόλεμοι, με ξεπερνάει. Βρίσκω κοινά στοιχεία με την ιστορία της οικογένειας μου. Όπου πόλεμος οι άνθρωποι τραβάν τα ίδια. Στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων υπάρχει κάτι που το ξεχωρίζει, ήταν μία εκβιομηχάνιση θανάτου αθώων θυμάτων. Mία μηχανή εξολόθρευσης ενός λαού και προσπαθούσαν να βρουν, με ποιον τρόπο θα εκμεταλλευτούν τα δόντια τους, τα μαλλιά τους, ακόμη και το λίπος τους για να κάνουν σαπούνια. Αυτό δεν το έχεις ξανακούσει ποτέ. Να κάνουν πειράματα; Σε έναν πόλεμο σκοτώνονται οι στρατιώτες και ίσως παράπλευρα κάποια αθώα θύματα. Τραγικό, είναι κρίμα που οι λαοί αφήνουν να γίνονται πόλεμοι.”
Αυτό που χαιρόταν στον πατέρα της ήταν η μεγαλοψυχία.
“Στο μαγαζί του είχε ανάπηρο υπάλληλο, τσιγγάνους που κάνανε παρέα. Ήταν η χαρά της ζωής πάντα απορούσα. Εγώ γράφω και παιδικά βιβλία και θέατρο, διηγήματα και μυθιστορήματα. Σε αυτή την φάση είμαι στην διεργασία ενός μυθιστορήματος. Αυτό τον καιρό εκδόθηκε ένα παραμύθι μου “Το Όνειρο”, που γράφτηκε για την τράπεζα τροφίμων, μιλάει για την πείνα και την κατασπατάληση της τροφής. Είναι μεταφρασμένο και στα αγγλικά. Πιστεύω πως θα βοηθήσει τα μικρά παιδιά να το δουν καλύτερα από μας που είμαστε υπερκαταναλωτικοί.”