Κωστής Χατζημιχάλης: Οφείλουμε να παλέψουμε για μια δημοκρατική, κοινή χρήση του χώρου
Μια από τις σπουδαιότερες και πιο γενναίες φωνές σήμερα στην επιστήμη στην Ελλάδα μιλά χωρίς φόβο και πάθος για τις καταιγιστικές εξελίξεις που αλλάζουν τη ζωή μας σήμερα.
Μια από τις σπουδαιότερες και πιο γενναίες φωνές σήμερα στην επιστήμη στην Ελλάδα, καθηγητής πολεοδομίας και περιφερειακής ανάπτυξης στην Αρχιτεκτονική του ΑΠΘ από το 1980-1997 και κατόπιν στο Τμήμα Γεωγραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, μέχρι τη συνταξιοδότηση του 2012, μας μιλά χωρίς φόβο και πάθος για τις καταιγιστικές εξελίξεις που αλλάζουν τη ζωή μας σήμερα.
-Πρόσφατα ένα σκίτσο του The Barcelonian δείχνει ένα ηλικιωμένο ζευγάρι να αποχωρεί από μια πολυκατοικία θλιμμένο και τουρίστες να παίρνουν τη θέση τους χαρούμενοι. Τι ακριβώς κάνουμε πια στις πόλεις μας;
Το σκίτσο δείχνει ένα αντιπροσωπευτικό κλιμακοστάσιο στο ιστορικό κέντρο της Βαρκελώνης, οι ηλικιωμένοι το εγκαταλείπουν γιατί το διαμέρισμα μετατρέπεται μάλλον σε Airbnb. Παρόμοιες αλλαγές συμβαίνουν στις περισσότερες πόλεις της Ευρώπης και έχουν προξενήσει δικαίως αντιδράσεις από τους κατοίκους και ορισμένες δημοτικές αρχές, Αλλάζουν την φυσιογνωμία και την καθημερινότητα των πόλεων, εκτοπίζοντας τους μόνιμους κατοίκους και μετατρέποντας τις κεντρικές περιοχές σε ξενοδοχειουπόλεις. Τον εκτοπισμό των κατοίκων ακολουθούν αλλαγές στις εξυπηρετήσεις καθώς κλείνουν τα μαγαζιά της συνοικίας και ανοίγουν αλυσίδες με συσκευασμένα, τυποποιημένα και πιο ακριβά τρόφιμα ή κάθε ισόγειο μετατρέπεται σε θορυβώδη καφέ που υφαρπάζουν τα πεζοδρόμια με τραπεζοκαθίσματα. Οι αλλαγές αυτές έχουν συμβεί με βίαιο τρόπο τα τελευταία 15 χρόνια και κυρίως μετά την πανδημία COVID-19. O εθισμός με τις πάσης φύσεως ηλεκτρονικές πλατφόρμες, αυτό που ονομάστηκε «καπιταλισμός της πλατφόρμας», βοήθησε ιδιαίτερα την εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων, όπως και η χρυσή βίζα η οποία αξιοποιήθηκε από χιλιάδες «επενδυτές» του εξωτερικού για την αγορά ακινήτων στα κέντρα των πόλεων.
-Οι μακροχρόνιες επιπτώσεις μιας τέτοιας βίαιης αλλαγής στη φυσιογνωμία μιας πόλης ποιες είναι; Μπορεί να αντιστραφεί όλο αυτό με μέτρα όπως της Βαρκελώνης;
Περιέγραψα ήδη κάποιες αλλαγές στις χρήσεις και στην καθημερινότητα. Η σημαντικότερη είναι η απόσυρση από την αγορά ακινήτων κατοικιών για ενοικίαση ή αγορά σε λογικές τιμές, με αποτέλεσμα την κρίση στέγης σε όλες τις περιοχές-θύματα του μαζικού τουρισμού, κάτι που βιώνουμε έντονα και στην Ελλάδα. Ο δήμος της Βαρκελώνης αντέδρασε και αναγκάζει μέχρι το 2028 10.000 βραχυχρόνιες μισθώσεις να ενοικιαστούν σε μόνιμους κατοίκους ή να πωληθούν, μια ενέργεια που φαντάζει απίθανη για δικούς μας δημάρχους γιατί δεν έχουν ούτε την θεσμική δυνατότητα να την επιβάλλουν ούτε και την πολιτική διάθεση για τόσο έντονες αντιδράσεις. Τα ισχνά μέτρα που έχει προτείνει η κυβέρνηση δεν πρόκειται να αλλάξουν κάτι. Είμαστε ακόμη πολύ μακριά από περιπτώσεις όπως το Γκρατς και το Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, όπου εξέλεξαν κομμουνιστές δημάρχους με κύριο αίτημα τη κοινωνικά προσιτή κατοικία, ένα κεκτημένο της Αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας από τις αρχές του περασμένου αιώνα, το οποίο επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Όμως για τις αλλαγές στις πόλεις δεν πρέπει να κατηγορούμε μόνο τον υπερτουρισμό. Έχουν προηγηθεί η παραγωγική αναδιάρθρωση με το κλείσιμο βιομηχανιών, η φυγή των πλουσιότερων προς τα προάστια, η μεταφορά δημόσιων υπηρεσιών εκτός κέντρου, η δημιουργία μεγα-πολυκαταστημάτων στην περιφέρεια με δραματικές επιπτώσεις στο λιανεμπόριο και την απασχόληση, κ.α. Παρακολουθούν ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές μεταλλάξεις καθώς και τις σχεδιαστικές ρυθμίσεις ή την απουσία τους.
Από το 1990 και μετά και κυρίως μετά το 2000, η κερδοφορία των κεφαλαίων στην Ευρώπη (με εξαίρεση τη Γερμανία και τους δορυφόρους της) συγκεντρώθηκε σε μη-παραγωγικές επενδύσεις, στις λεγόμενες «προσοδοθηρικές» δραστηριότητες. Δηλαδή σε τράπεζες, σε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, σε ασφάλειες και κυρίως στο real estate.
Αυτή η μεταστροφή της κερδοφορίας χαρακτηρίζει τις περισσότερες οικονομίες, με σημαντικές όμως διαφορές μεταξύ χωρών, περιφερειών και πόλεων. Ειδικά στη νότια Ευρώπη αποτελούν τον κινητήριο μοχλό των οικονομιών, με πρωταθλήτρια την ελληνική. Ενώ η ελληνική οικονομία μεγεθύνεται από την κατανάλωση και τα έσοδα από τον τουρισμό, η παραγωγικότητα είναι ισχνή και οι επενδύσεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είναι οι χαμηλότερες στην Ευρώπη, συγκεντρωμένες κυρίως στο real estate . Αυτές είναι οι βαθύτερες αιτίες που οδηγούν στην επενδυτική υστερία σε ακίνητα, συμβάλλοντας στην αναβίωση των προ της χρεοκοπίας του 2008 αρνητικών φαινομένων στην οικονομία και κοινωνία.
-Έχει όμως μέλλον όλη αυτή η επενδυτική υστερία σε ακίνητα; Πιστεύετε ότι πρόκειται για χρηματιστηριακή φούσκα; Αν ναι, τι έπεται;
Όχι, δεν έχει κοινωνικά χρήσιμο μέλλον. Δεν γνωρίζω αν πρόκειται για χρηματιστηριακή φούσκα, σίγουρα όμως οι επενδύσεις σε ακίνητα δεν προέρχονται από τις αμοιβές σε εργασία γιατί, σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ (2024), τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα καταγράφετε η μεγαλύτερη ποσοστιαία μείωση του πραγματικού εισοδήματος από την εργασία σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ-27. Οι επενδύσεις προέρχονται από τις προσοδοθηρικές δραστηριότητες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που ανέφερα προηγουμένως, π.χ τα κέρδη στο ελληνικό χρηματιστήριο φορολογούνται μόνο με 5% από τη ΝΔ. Ωστόσο, η συνεχής άνοδος των τιμών στα ακίνητα, το λεγόμενο boom, ενέχει πάντα τον κίνδυνο ξαφνικής «εξισορρόπησης», το λεγόμενο bust.
Αυτό είναι όντως ένα καμπανάκι για το τι έπεται: στις ΗΠΑ το 2005 αλλά και στη Νότια Ευρώπη το 2008, οι μεγάλες χρηματοπιστωτικές κρίσεις είχαν προ-αναγγελθεί από τον έντονο boom-bust στο real estate, κάτι που δεν είχαν αντιληφθεί οι πλουσιοπάροχα αμειβόμενοι οικονομολόγοι-σύμβουλοι. Η συνέχεια με τα μνημόνια είναι γνωστή, τις επιπτώσεις της οποίας σήμερα βιώνουν επώδυνα τα θύματα των πλειστηριασμών κατοικιών και άλλων ακινήτων, μια βίαιη αναδιανομή της γης. Γιατί η άλλη όψη της υστερίας του real estate είναι η διερευνώμενη αστεγία, ορατή και αόρατη, και η συγκεντροποίηση της ιδιοκτησίας της γης, κάτι που αλλάζει ριζικά ένα βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
– Βγαίνοντας από τις πόλεις, αυτό το καλοκαίρι διάφορες περιοχές από τη Λέρο μέχρι το Κάπρι βρέθηκαν σε μια συνθήκη χωρίς νερό. Την ίδια στιγμή που χτίζεται το σύμπαν με βίλες που διαθέτουν πισίνες ακόμα και σε περιοχές που το νερό μεταφέρεται με υδροφόρες από αλλού και ολόκληρες περιοχές με παραδοσιακές καλλιέργειες αναγκάζονται να αλλάξουν προσανατολισμό γιατί δεν μπορούν πλέον να παράξουν. Ταυτόχρονα στη Θεσσαλία, η διαχείριση του νερού περνά στα χέρια μια ολλανδικής εταιρείας προκαλώντας ανατριχίλα στους κατοίκους για το μέλλον.
Οι πόλεις, η ύπαιθρος όλος ο πλανήτης βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω της κλιματικής κρίσης, την οποία η εξουσία, πολιτική και εταιρική, την επικαλείται χωρίς όμως να κάνει κάτι ουσιαστικό. Η λειψυδρία μαζί με τις ακραίες θερμοκρασίες είναι μια από τις επιπτώσεις που βιώνουμε στις πόλεις, στα νησιά ή στην ύπαιθρο της ενδοχώρας. Στην πατρίδα μου τη Νάξο, η αντιμετώπιση της λειψυδρίας γίνεται με γεωτρήσεις και με την υψηλού κόστους αφαλάτωση, δυο επιλογές οικολογικά προβληματικές έως απαράδεκτες.
Οι γεωτρήσεις έχουν προχωρήσει μέχρι τα 600 μέτρα, δηλ. αντλούν νερό από τα αρχαϊκά αποθέματα που έχουν δημιουργηθεί πριν χιλιάδες χρόνια, από υδροφόρους ορίζοντες κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας οι οποίοι δεν μπορούν πλέον να εμπλουτιστούν. Όλα αυτά σημαίνουν ιδιωτικοποίηση του νερού, ενός κοινού φυσικού πόρου που έχει μετατραπεί σε πλασματικό εμπόρευμα. Οι αντιδράσεις οι οποίες άρχισαν από το ιδιαίτερα επιτυχημένο δημοψήφισμα στη Θεσσαλονίκη το 2014, βρήκαν ανταπόκριση στο ΣτΕ το 2021 με την επαναφορά των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στον έλεγχο του Δημοσίου. Όμως οι νεοφιλελεύθεροι της ΝΔ δεν σταματούν ποτέ τα σχέδιά τους. Πριν από τις εκλογές του 2023 είχαν κάνει πρόταση νόμου για την ιδιωτικοποίηση των δικτύων νερού και αποχέτευσης, σε μια προσπάθεια να παρακάμψουν το ΣτΕ και πρόσφατα ανέθεσαν την διαχείριση των υδάτινων αποθεμάτων της Θεσσαλίας σε νεοσύστατη ιδιωτική ΑΕ με έδρα τη Λάρισα.
-Η κλιματική κρίση βλέπετε να μπορεί να αντιμετωπιστεί στις πόλεις ρεαλιστικά; Υπάρχει ένα κλίμα αμφισβήτησης προσπαθειών που σε βάθος χρόνου αποδεικνύονται μάταιες, όπως πχ τα χάρτινα καλαμάκια. Μήπως καλλιεργείται μια δυσπιστία απέναντι στα πάντα και στο τέλος απλά υπομένουμε την έλλειψη στρατηγικής ή βούλησης;
Με τον σημερινό συσχετισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, όχι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί, ούτε στις πόλεις ούτε πουθενά. Οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις έχουν καταφέρει να πείσουν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού ότι με το «πρασίνισμα» του καπιταλισμού, δηλαδή τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις ανεμογεννήτριες, την υπευθυνότητα των πολιτών στην ανακύκλωση, με νέες «έξυπνες» τεχνολογίες και άλλα αντίστοιχα, μπορεί να εκλεχθεί η κλιματική κρίση. Το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε η μείωση των εκπομπών CO2, φωτίζει την αδυναμία (ή και αδιαφορία) να πειστούν οι πολίτες στον παγκόσμιο Βορρά να αλλάξουν τις καταναλωτικές τους συνήθειες αλλά και να ελεγχθούν οι επιχειρήσεις που συνεχίζουν το business as usual.
Ενώ λοιπόν οι επικλήσεις από διεθνείς οργανισμούς και τους ειδικούς επιστήμονες χτυπούν συνέχεια την καμπάνα, έχει κατασκευαστεί ένα συλλογικό φαντασιακό που υπνωτίζει, σε κάνει να ξεχνιέσαι ενώ δίπλα σου συμβαίνουν καταστροφές. Κι’ αυτό γίνεται με την βοήθεια των κυριάρχων προσεγγίσεων περί βιώσιμης ανάπτυξης, ανθεκτικότητας και έξυπνων πόλεων που αναζητούν λύσεις σε ένα υπερβατικό μέλλον. Το πρόβλημα όμως είναι πολιτικό και βρίσκεται στην αντίφαση μεταξύ των συνθηκών κερδοφορίας των κεφαλαίων, πράσινων ή όχι, και των στόχων αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης και του περιορισμού των ανισοτήτων και της φτώχειας. Οι μόνοι που αντιδρούν είναι τα πολύμορφα κοινωνικά κινήματα σε όλο τον κόσμο και στην Ελλάδα. Το μέγα ζητούμενο είναι ποιος πολιτικός φορέας μπορεί να τα αφουγκραστεί και να προωθήσει τις ριζοσπαστικές αλλαγές που χρειαζόμαστε.
-Πώς βλέπετε τη Θεσσαλονίκη στο πέρασμα του χρόνου; Η στασιμότητα της πόλης είναι παροιμιώδης, δημιουργεί μια διαρκή αίσθηση μειονεξίας, υστέρησης…Έχουν μέλλον οι δεύτερες πόλεις; Μπορούν να βρουν μια ταυτότητα;
Από το 1997 που έφυγα από το Πανεπιστήμιο και τη Θεσσαλονίκη, δεν έχω γνώση «από τα μέσα». Παρακολουθώ όμως συνεχώς τις εξελίξεις και διαβάζω με ενδιαφέρον τις αναλύσεις νεότερων, ιδιαίτερα άξιων, συναδελφισσών και συναδέλφων, όπως αυτές στο πρόσφατο αφιέρωμα στη πόλη στο περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, νο 41/2023 με τίτλο «Θεσσαλονίκη ad hoc». Εκεί εντοπίζουν τα σοβαρά προβλήματα της έλλειψης θεσμοθετημένου πρόσφατου ρυθμιστικού σχεδίου, την ιδιωτικοποίηση του σχεδιασμού, την άκριτη υιοθέτηση στόχων για κλιματική ουδετερότητα επειδή χρηματοδοτούνται κάποια προγράμματα από τη ΕΕ, το οξύ πρόβλημα της στέγης ενώ υπάρχουν κενές κατοικίες, τις εξώσεις και το μετασχηματισμό της ιδιοκτησίας, τα προβλήματα στη διακυβέρνηση του λιμανιού, τους μετασχηματισμούς στην παράκτια ζώνη αλλά και τα δίκτυα αλληλοβοήθειας την εποχή του COVID-19.
Οι εργασίες δεν εντοπίζουν κάποια στασιμότητα αλλά δραστικές αρνητικές αλλαγές που συμβαίνουν ad hoc και όχι βάσει ενός συνολικού σχεδίου και μιας δημιουργικής ενόρασης. Όμως δεν συμφωνώ με την παρατήρηση ότι η Θεσσαλονίκη δεν έχει ταυτότητα. Υπάρχουν δεκάδες αποδείξεις για το αντίθετο με κυρίαρχη το ζωντανό ιστορικό κέντρο, τη σχέση με τη θάλασσα και την παρουσία του μεγαλύτερου πανεπιστημίου της χώρας με τον πολιτικοποιημένο νεαρόκοσμο που συντηρεί. Από την άλλη πλευρά είναι αλήθεια ότι η πόλη έχει ατυχήσει από την έλλειψη διορατικών δημάρχων, με εξαίρεση ίσως την αντιφατική δημαρχία Μπουτάρη, και έχει υποστεί την απαράδεκτη, μικρόψυχη και εκδικητική καταστροφή των ευρημάτων στην Εγνατία.
Η εμμονή όλων των κομμάτων εξουσίας και των τοπικών συμφερόντων στην απαράδεκτη «ανάπλαση» της ΔΕΘ, δείχνει πόσο λίγο λαμβάνονται υπόψη τα σχέδια που έχουν εκπονηθεί τα οποία όλα προβλέπουν την μεταφορά της έκθεσης στη Δυτική Θεσσαλονίκη. Δεν έχει λοιπόν σημασία αν μια πόλη είναι «δεύτερη», «πρώτη», «τρίτη» κ.ο.κ., αλλά ο κοντόφθαλμος στραγγαλισμός από την κεντρική εξουσία – σε συνεργασία με ντόπιους ενδιαφερόμενους – κάθε ανανεωτικής ιδέας και η αντικατάστασή της από φαραωνικές επεμβάσεις όπως στη ΔΕΘ, ο μεγάλος περίπατος στην Αθήνα, η δημιουργία «κυβερνητικού πάρκου» στην πρώην ΠΥΡΚΑΛ στον Υμηττό, η καταστροφή του Παυσίλυπου στην Καρδίτσα, το τελεφερίκ στη Μονεμβασιά, η μετατροπή του κτιρίου της πρώην Μεραρχίας στο ιστορικό κέντρο των Χανίων σε πεντάστερο ξενοδοχείο και τόσα άλλα, ο κατάλογος είναι μακρύς.
Οι παραπάνω φαινομενικά διαφορετικές περιπτώσεις, είναι συμπτώματα μιας κοινής διαδικασίας: της υφαρπαγής της δημόσιας γης από ιδιωτικά συμφέροντα. Το ξεπούλημα της δημόσιας γης άρχισε μαζικά από την εποχή των μνημονίων, όλοι θυμόμαστε τον κ Σόιμπλε που είχε πει «οι Έλληνες είναι φτωχοί αλλά πλούσιοι σε ακίνητα, μ’ αυτά θα πληρώσουν το χρέος». Συνεχίζεται στις μέρες μας, σε κάθε γωνία του τόπου που μας έλαχε να ζούμε, με δεκάδες θεσμικές ρυθμίσεις και εκτροπές που ψηφίζονται «νύκτα» στη Βουλή. Αυτές υποστηρίζουν την μετατροπή των παλιών αεροδρομίων σε Ντουμπάι-στυλ gated communities τώρα στο Ελληνικό, αύριο στο «Ν. Καζατζάκης» στο Ηράκλειο. Οι υφαρπαγές γης συνεχίζονται με το μαζικό real estate στα νησιά, όπου η άνοδος της γαιοπροσόδου και τα τεράστια κέρδη που αποφέρει μπορούν να χρηματοδοτήσουν, όχι μόνο ξυλοδαρμούς αρχαιολόγων αλλά και φόνους μηχανικών εν ψυχρώ.
-Η καταπόνηση του αστικού τοπίου έχει αντανάκλαση και στην καταπόνηση του ανθρώπου που κατοικεί εκεί. Οι καθημερινότητες μοιάζουν πια αδιαχείριστες. Από τις μετακινήσεις μέχρι την προσπάθεια για διασκέδαση. Ως αποτέλεσμα έχουμε μια ψυχολογική επιβάρυνση του κατοίκου που γίνεται εμφανής σε κάθε κομμάτι του ιδιωτικού ή δημόσιου βίου του;
Η άλλη όψη της φρενίτιδας πολυτελών κατασκευών για νεόπλουτους, Έλληνες και ξένους, και της προώθησης φαραωνικών επεμβάσεων, είναι η εγκατάλειψη των «άλλων» γειτονιών χωρίς πράσινο, στο έλεος των σκουπιδιών, σε μόνιμη κυκλοφοριακή συμφόρηση, περιοχές που γίνονται θερμοπαγίδες το καλοκαίρι, έτοιμες όμως να πλημμυρίσουν στο πρώτο μπουρίνι. Οι έντονες διακρίσεις μεταξύ των γειτονιών στην ίδια πόλη, μεταξύ πόλεων και υπαίθρου, είναι το αποτέλεσμα της άνισης και συνδυασμένης χωροκοινωνικής ανάπτυξης, η οποία ήταν πάντα παρούσα στην ιστορική γεωγραφία αλλά αποκτά ακραία χαρακτηριστικά στο νεοφιλελεύθερο παρόν. Οι κάτοικοι σ’ αυτές τις γειτονιές, αλλά και στις περιοχές της αποβιομηχάνισης ή στις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές και στα νησιά των 500 κατοίκων, συχνά αισθάνονται ότι βρίσκονται στο περιθώριο, οι απόψεις τους δεν μετράνε, οι ζωές τους δεν έχουν την ίδια αξία.
Κατασκευάζονται έτσι γεωγραφικά διαφοροποιημένες αντιδράσεις προς αυτούς που θεωρούν υπεύθυνους, συνήθως τα κόμματα εξουσίας και τους τοπικούς εκπροσώπους τους. Η πολιτική έκφραση αυτών των συναισθημάτων είναι επικίνδυνη. Οι νεότεροι «ψηφίζουν με τα πόδια τους», δηλαδή φεύγουν για τις πόλεις ή γίνονται μετανάστες. Όσοι και όσες μένουν, όποτε ζητηθεί η γνώμη τους, συνήθως σε εκλογές, εκδικούνται τα κόμματα εξουσίας, άλλοτε με αποχή και άλλοτε υποστηρίζοντας την ακροδεξιά, στρεφόμενοι/ες στις σταθερές του εθνικισμού και της ξενοφοβίας, όπως φάνηκε σε όλες τις χώρες και στην Ελλάδα στις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Η οργάνωση του χώρου σε όλες τις κλίμακες, στις πόλεις και στην ύπαιθρο, δημιουργεί αντιθέσεις, συγκρούσεις, κερδισμένους και χαμένους, συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης, ταξικών, φυλετικών, έμφυλων και σεξουαλικών επιλογών. Γι’ αυτό λέμε ο χώρος είναι βαθύτατα πολιτικός και αξίζει να παλέψουμε για την ανοικτή, καλοσχεδιασμένη, δημοκρατική και κοινή του χρήση.