Μαρία Κάλλας: Οι άγνωστες πτυχές μιας ζωής και η φωνή που σίγησε στη θλίψη
Η τραυματική σχέση με τη μητέρα της, ο αυτοκαταστροφικός έρωτας με τον Αριστοτέλη Ωνάση και η απόλυτη λάμψη που έσβησε σαν πεφταστέρι
Δεν χρειάζονται συστάσεις όταν γίνεται αναφορά στο όνομα της Μαρία Κάλλας. Δεν ήταν μόνο μια Ελληνίδα σταρ της Όπερας, ούτε μόνο μια λαμπερή φιγούρα και είδωλο της εποχής. Πίσω από το άψογα σχεδιασμένο eyeliner και το πλατύ χαμόγελο της υψίφωνου, κρυβόταν μια καλά μασκαρεμένη θλίψη.
Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923, στη Νέα Υόρκη, από τον φαρμακοποιό Γεώργιο Καλογερόπουλο και την Ευαγγελία Δημητριάδη. Από πολύ μικρή ηλικία ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική και να παρακολουθεί μαθήματα πιάνου και σολφέζ, ενώ μόλις στα 11 της χρόνια, κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών.
Το άστρο της έλαμψε νωρίς και το ταλέντο της εξυμνήθηκε σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης, ενώ η καριέρα της σηματοδότησε μια νέα εποχή στην Όπερα. Όσο λαμπερή όμως ήταν η ζωή της στο προσκήνιο, άλλο τόσο σκοτεινή και τραυματική ήταν μια άλλη της πλευρά, γεμάτη πόνο, κακοποίηση και δαίμονες.
Η θυελλώδης σχέση με τη μητέρα της
Η Μαρία Κάλλας είχε μια ιδιαίτερα τραυματική σχέση με τη μητέρα της, η οποία άφησε ανεξίτηλα χαραγμένα στην ψυχής, τα σημάδια μιας πικρής σχέσης αίματος.
“Η αδερφή μου ήταν αδύνατη, όμορφη και φιλική. Η μητέρα μου πάντοτε την προτιμούσε. Εγώ ήμουν το ασχημόπαπο, χοντρή, αδέξια και καθόλου δημοφιλής”, θα εξομολογούταν χρόνια αργότερα η μεγάλη σταρ.
Η μητέρα της σε μια συνέντευξή της είχε πει: “Όταν μου έφεραν τη Μαρία, στην αρχή αρνήθηκα να την κοιτάξω. Πεισματικά συνέχιζα να έχω καρφωμένο το βλέμμα μου στο πάρκο, στα δέντρα που λύγιζαν στη θύελλα. Περίμενα αγόρι. Αυτό το κοριτσάκι δεν με ενδιέφερε. Είχα κιόλας μια κόρη 6 ετών, την Υακίνθη μου, που τη φωνάζουμε Τζάκι, και είχα χάσει τον μοναχογιό μου, τον Βασίλη, το πολυαγαπημένο μου μωρό, που δεν είχε καλά καλά κλείσει τα τρία. Από τον θάνατό του δεν σταμάτησα να προσεύχομαι ζητώντας να έρθει ένας άλλος γιος να γεμίσει το κενό που είχε αφήσει στην καρδιά μου.”
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Την περίοδο της Κατοχής οι σχέσεις μητέρας-κόρης θα γίνονταν πιο τεταμένες από ποτέ. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του συζύγου Τζοβάννι Μπατίστα Μενεγγίνι και της φίλης της Κάλλας , Τζουλιέτα Σιμιονάτο, η μητέρα της την εξανάγκαζε σε σπιτικές συναυλίες για χάρη των Ιταλών και Γερμανών στρατιωτών, προκειμένου να εξασφαλίσει τρόφιμα για την οικογένειά της, ή ακόμη και να κρατήσει συντροφιά σε υψηλά ιστάμενους άνδρες, με απώτερο σκοπό την ευνοϊκή μεταχείριση σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια του πολέμου.
Ο ανεκπλήρωτος και ταραχώδης έρωτας με τον Αριστοτέλη Ωνάση
Το 1958, συνεργάστηκε με τον Αλέξη Μινωτή και τον Γιάννη Τσαρούχη για μια νέα παραγωγή της «Μήδειας του Κερουμπίνι», στην νεότερη Όπερα του Ντάλας. Η ίδια παράσταση μεταφέρθηκε στο Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, στης οποία την πρεμιέρα, γνώρισε τον μεγιστάνα Αριστοτέλη Ωνάση.
«Δεν μπορούσε ο Ωνάσης να βρεθεί με την όποια ανώνυμη. Η Κάλλας επελέγη για τον ρόλο αυτό και χωρίς ,να υποψιάζεται σωστά έπαιξε και σε αυτή τη στημένη παράσταση», έγραψε αργότερα ο έμπιστος δικηγόρος του Έλληνα κροίσου.
Ο ίδιος, βέβαια, την πολιορκούσε στενά, ενώ έπειτα από κάθε παράσταση που έδινε η Κάλλας, θα έβρισκε στο καμαρίνι της μπουκέτα τριαντάφυλλα, με μια κάρτα που θα έγραφε : «Ο Άλλος Έλληνας», ενώ δεν έλλειψαν τα ακριβά δώρα, όπως ένα μακρύ παλτό τσιντσιλά, αλλά και επαναλαμβανόμενες προσκλήσεις στο πλωτό ανάκτορο του Ωνάση, “Χριστίνα”.
Την ίδια περίοδο η Κάλλας ήταν παντρεμένη με τον Τζοβάννι Μενεγγίνι, από τον οποίο ζήτησε διαζύγιο λίγο καιρό αργότερα, λέγοντάς του :«Δεν μπορούμε να το καταπολεμήσουμε, είναι πέρα από τις δυνάμεις μας». Εκείνος αρνήθηκε να της το δώσει. Το 1966 απεκδύεται την αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την ελληνική. Με αυτή της την ενέργεια λύεται και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι. Πλέον, ελπίζει ότι ο Αριστοτέλης Ωνάσης θα της ζητήσει να παντρευτούν, κάτι που τελικά δεν συμβαίνει, καθώς τον Ιούλιο του 1968 ο Έλληνας μεγιστάνας παντρεύεται τη χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι, Τζακ. Αυτή του η πράξη βύθισε σε κατάθλιψη την κορυφαία υψίφωνο.
Στον καλό της φίλο Στέλιο Γαλατόπουλο είχε εκμυστηρευτεί: «Για ένα διάστημα, στην αρχή της σχέσης μας, ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Επίσης ένιωθα ασφαλής τότε. […] Αυτή η ψυχική μου κατάσταση δεν κράτησε πολύ, καθώς σχετικά σύντομα διαπίστωσα πως αρκετές αρχές και συνήθειες του Αρίστου ήταν πολύ διαφορετικές από τις αντίστοιχες δικές μου. Ήμουν μπερδεμένη. Πώς μπορεί ένας άντρας που σε αγαπάει πραγματικά να έχει συγχρόνως και σχέσεις με άλλες γυναίκες; Δεν μπορεί να τις αγαπούσε όλες…».
Στο βιβλίο «Μαρία Κάλλας: Γράμματα και αναμνήσεις» του Τομ Βολφ, που μεταφέρθηκε και στη θεατρική σκηνή με πρωταγωνίστρια τη Μόνικα Μπελούτσι, δημοσιεύεται μία από τις επιστολές που έστειλε στον Έλληνα κροίσο, από το Παρίσι, τον Ιανουάριο του 1968.
«Αρίστο, αγάπη μου,
Ξέρω ότι αυτό είναι ένα ασήμαντο δώρο για τα γενέθλιά σου. Όμως, έπειτα από οκτώμισι χρόνια, έπειτα από τόσα και τόσα που έχουμε περάσει μαζί, έχω τη χαρά να μπορώ να σου πω πόσο υπερήφανη είμαι για σένα. Σε αγαπώ με όλο μου το σώμα και με όλη μου την ψυχή και μοναδική μου ευχή είναι να νιώθεις κι εσύ το ίδιο. […] Αν μπορούσες να διαβάσεις τα συναισθήματά μου για σένα, θα ένιωθες ο πιο δυνατός και ο πιο πλούσιος άνθρωπος όλου του κόσμου. Δεν είναι το γράμμα ενός παιδιού αυτό. Είναι μια πληγωμένη, κουρασμένη γυναίκα που έχει δει πολλά και που σου εκφράζει τα πιο αγνά και νεανικά συναισθήματά της. Μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό. Να είσαι πάντα τόσο τρυφερός μαζί μου όσο αυτές τις μέρες. Με κάνεις να νιώθω βασίλισσα του κόσμου, αγάπη μου. Έχω τόση ανάγκη από αγάπη και τρυφερότητα. Είμαι δική σου, μπορείς να με κάνεις ό,τι θέλεις.
Η ψυχή σου, Μαρία».
Η εξαντλητική δίαιτα και η αποδυνάμωση των φωνητικών της ικανοτήτων
Το 1954, η Μαρία Κάλλας υποβλήθηκε σε μια διαιτητική θεραπεία για να χάσει βάρος, προκειμένου να είναι σε θέση να μπορεί να ενσαρκώσει τους ρόλους της, όχι μόνο με τη φωνή της, αλλά και με το παρουσιαστικό της. Τόσο, όμως η δίαιτα, όσο και οι φωνητικοί της ακροβατισμοί (συχνά έφθανε στα όρια της φωνής της, ερμηνεύοντας εκ διαμέτρου αντίθετους ρόλους σε μία σεζόν ή και σε ένα ρεσιτάλ) είχαν επιπτώσεις στην ποιότητα της φωνής της, η οποία σταδιακά άρχισε να αδυνατίζει στις υψηλές νότες.
Από το 1958 άρχισε η καθοδική της πορεία. Τον Ιανουάριο στη Ρώμη αποχώρησε με την πρώτη πράξη της Νόρμας του Μπελίνι και αποδοκιμάστηκε από το κοινό και τον Μάιο η «Σκάλα» του Μιλάνου της διέκοψε το συμβόλαιο. Ο Τύπος άρχισε να της επιτίθεται και πολλοί βρήκαν την ευκαιρία που χρόνια ζητούσαν να χύσουν χολή στην Ελληνίδα θεά «αυτή την καλλιτέχνιδα δεύτερης κατηγορίας, που έγινε Ιταλίδα χάρη στον γάμο της, Μιλανέζα χάρη στον αδικαιολόγητο θαυμασμό μιας μερίδας του κοινού της Σκάλας, και διεθνής χάρη στην επικίνδυνη φιλία της με την Έλσα Μάξγουελ», σχολίασε με κακοήθεια η ιταλική εφημερίδα Il Giorno.
Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαπόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Η απόλυτη ντίβα, έσβησε από καρδιακή προσβολή στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, σε ηλικία 53 ετών.
Με πληροφορίες από σαν σήμερα