Ο Αχιλλέας Χήρας φωτογραφίζει στο πεδίο
Ο Αχιλλέας Χήρας δίνει τις δικές του λήψεις επικαιρότητας, από τις πλημμύρες, τις φωτιές μέχρι την προσφυγική κρίση στον Έβρο και τα Τέμπη.
κεντρική εικόνα: Δημήτρης Τοσίδης
Μερικά clicks που μπορούν να αποτυπώσουν όλα εκείνα που οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν. Το φωτορεπορτάζ είναι ίσως ένας από τους πιο απαιτητικούς και ψυχοφθόρους τομείς της φωτογραφίας, πρώτη γραμμή μπροστά σε συμβάντα που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, φουντώνουν την οργή, προκαλούν θλίψη, διεκδικούν την δικαιοσύνη, γεμίζουν με απώλεια βιούς. Μπροστά σε φλόγες που σκεπάζουν σπίτια, σε μολότοφ που γλείφουν σώματα, σε πλημμύρες που πνίγουν ζώα, στην απέραντη κοινωνική αναταραχή, οι φωτορεπόρτερ σήμερα καλούνται να “πουν” όσα οι απλοί παρατηρητές αγνοούν.
Ο Αχιλλέας Χήρας είναι φωτορεπόρτερ στην Θεσσαλονίκη, με την φωτογραφία ήθελε να ασχοληθεί από το σχολείο, ασχολήθηκε με την ηλεκτρολογία σε πανεπιστημιακό επίπεδο όμως το άφησε και κυνήγησε την φωτογραφία. Έφυγε από τα Τρίκαλα όπου και κατάγεται και ήρθε στην Θεσσαλονίκη.
“Θυμάμαι πως η πρώτη μου επαφή με την φωτογραφία ήταν μία κάμερα με φιλμ που είχαμε στο σπίτι, υπήρχε πάντα στο ίδιο σημείο αλλά δεν βγάζαμε ποτέ. Την πήρα και έβγαζα φωτογραφίες ότι έβλεπα, με ενδιέφερε να δω αν αυτό που σκέφτομαι βγαίνει στο φιλμ. Συζητούσα με τον πατέρα μου για τις τεχνικές και κάπως έτσι ξεκίνησε. Πήγα σε ιδιωτική σχολή σπούδασα φωτογραφία και ακολούθησα αυτό που από την αρχή με κέντρισε.
Σκεφτόμουν πως πρέπει να σεβαστώ τον εαυτό μου και να πραγματοποιήσω το όνειρο μου, για εμένα αν ο άνθρωπος δεν κάνει την δουλειά των ονείρων του ή έστω αν δεν την κυνηγήσει, αισθάνεται λίγος μέσα του, αυτή είναι η γνώμη μου. Εγώ δεν μπορούσα να σκεφτώ ποτέ διπλωματικά, του στιλ, να πάρω ένα πτυχίο και να κάνω παράλληλα το πάθος μου, επικράτησαν τα συναισθήματα μου. Για εμένα είναι αναγκαστικό να σε ακούσεις, να ακούσεις δηλαδή τι επάγγελμα θέλεις να κάνεις πραγματικά.
Αυτή την στιγμή κάνω αυτό που μου αρέσει και είμαι ευγνώμων. Σκεφτόμουν εξ αρχής πως θα ήθελα να ασχοληθώ με το φωτορεπορτάζ, έναυσμα για εμένα αποτέλεσαν διάφορες εικόνες που είχα δει, έτσι ξεκίνησα να βγαίνω στον δρόμο, χωρίς να εργάζομαι κάπου, μέρα με την μέρα καταλάβαινα πως αυτό θέλω να κάνω. Όταν τελείωσα την σχολή, ξεκίνησα της συνεργασίες με τα ειδησεογραφικά πρακτορεία, πέρασα από το SOOC, το INTIME και αυτή την στιγμή δουλεύω για το ΑΠΕ-ΜΠΕ.”
Μία φωτογραφία του που επηρέασε την κοινή γνώμη έλαβε χώρα σε επεισόδια κατά της πανεπιστημιακής αστυνομίας πριν δύο χρόνια.
“Εκείνη την στιγμή δεν καταλάβαινα τι έβγαζα, είδα έναν διαδηλωτή να φλέγεται από μολότοφ μέσα σε δύο δευτερόλεπτα, σήκωσα την κάμερα και το αποτύπωσα. Μετά ξεκίνησα να αναρωτιέμαι τι συνέβη μπροστά μου. Η εικόνα μου πήρε μεγάλη δημοσιότητα και εκεί ξεκίνησε ένας εσωτερικός διάλογος με τον εαυτό μου, έπεφταν ερωτήσεις του στιλ, αν ήταν σωστό αυτό που έκανα, αν ήταν ανήθικο, αν μπορούσα έστω να βοηθήσω με κάποιον τρόπο, ποια ήταν η δουλειά μου στο πεδίο, κλπ.
Το στομάχι μου σφίχτηκε αλλά δυστυχώς αυτό που πρέπει να κάνω είναι να φωτογραφίσω αυτό που συμβαίνει και σε δεύτερο χρόνο να βοηθήσω όπου μπορώ. Στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορούσα να βοηθήσω με κάποιον τρόπο. Δεν μετανιώνω που έβγαλα την συγκεκριμένη φωτογραφία, γιατί η πραγματικότητα βγήκε προς τα έξω. Οι εικόνες που βγάλαμε στα Τέμπη σου σήκωναν την τρίχα εκείνη την στιγμή. Όλοι σκεφτόμασταν “τι βγάζουμε τώρα;”. Σε αναγκάζει η δουλειά σου να μένεις παγωμένος και απλώς να φωτογραφίζεις.
Όταν όμως οι εικόνες σου σε κάτι τόσο τραγικό παίρνουν έκταση και βλέπεις τι επίδραση έχουν στην κοινωνία, για εβδομάδες που είναι όλοι αποσβολωμένοι, αντιλαμβάνεσαι πόσο σημαντικό ήταν αυτό που έκανες εκείνο το βράδυ, αποτύπωσες ότι συνέβη χωρίς να κρύψεις κάτι. Έδωσες μία αφορμή στον κόσμο να βγεις στον δρόμο, να παλέψει, να κλάψει τα παιδιά του, ταρακούνησες αυτούς που ευθύνονται. Η αστυνομία δυστυχώς είναι μεγάλο εμπόδιο στην δουλειά μας, όταν φτάσεις όμως στο πεδίο για να φωτογραφίσεις, ξεκινούν να “παίζουν” στο μυαλό σου όρια μεταξύ ηθικού και ανήθικου. Όμως από την στιγμή που επέλεξα να κάνω αυτή την δουλειά αναγκαστικά ανταποκρίνομαι σε όλα.”
Ο Αχιλλέας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή στις πλημμύρες της Θεσσαλίας και στις φωτιές στον Έβρο φέτος.
“Την Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου ξεκινήσαμε, από Θεσσαλονίκη για να κατευθυνθούμε προς την Θεσσαλία. Ο βασικός μας προορισμός ήταν συγκεκριμένα το χωριό Φαρκαδόνα, ένα χωριό ανάμεσα από τα Τρίκαλα και τη Λάρισα με τα πλημμυρικά φαινόμενα είχαν ήδη αρχίσει να είναι έντονα, αλλά λόγω της τόσο ραγδαίας εξάπλωσης αυτών των φαινομένων δεν καταφέραμε ποτέ να φτάσουμε εκεί, γιατί βρήκαμε έναν πλημμυρισμένο δρόμο μπροστά μας, τον οποίο ήτανε αδύνατο να διασχίσουμε με ένα απλό Ι.Χ. Από την αντίθετη πλευρά του πλημμυρισμένου δρόμου, ήξερα ότι υπάρχουν συνάδελφοι οι οποίοι μου έδιναν την ίδια εικόνα από την τοποθεσία τους, και εκείνοι ψάχνανε τρόπο διαφυγής.
Ετσι με κάποιες πληροφορίες που είχαμε αποφασίσαμε να κινηθούμε προς την Πηνειάδα, ένα χωριό πολύ κοντά από το σημείο που βρισκόμασταν, για το οποίο χωριό μάθαμε ότι ότι σπίτια είχανε ήδη πλημμυρίσει σε βαθμό που πια να φαινόντουσαν μόνο τα κεραμίδια από τις στέγες των σπιτιών.
Πριν καν προλάβουμε να τελειώσουμε τη δουλειά μας, μάθαμε ότι από την πίσω πλευρά του δρόμου στο ρεύμα προς Λάρισα η στάθμη του νερού έχει ανέβει αρκετά. Έτσι, αποκλειστήκαμε στην Πηνειάδα εμείς και όλοι κάτοικοι. Τα επόμενα δύο βράδια μείναμε εκεί. Το Σάββατο μετά από διάφορες προσπάθειες και κάποιες καταστάσεις δύσκολες καταφέραμε να φύγουμε από το σημείο αυτό και επισκεφθήκαμε χωριά της Καρδίτσας και των Τρικάλων. Δυστυχώς αυτή την στιγμή το φαινόμενο είναι ακόμα σε εξέλιξη όπως και τα προβλήματα που άφησε πίσω του.
Η εικόνα αυτή είναι τραβηγμένη κοντά στην Αλεξανδρούπολη, συγκεκριμένα στο χωριό Άβαντας, η φωτιά πλησίαζε το χωριό και οι κάτοικοι έβγαιναν στις αυλές και στα αγροκτήματα για να σώσουν ότι μπορούν”
Εικόνες που ξεχωρίζει μέχρι σήμερα αφορούν την προσφυγική κρίση στον Έβρο.
“Στον Έβρο, πήγα μόνος μου, χωρίς να εργάζομαι για κάποιο Μέσο. Οι εξελίξεις έτρεχαν κι εγώ εν μία νυκτή αποφάσισα να πάω, μόνο με μία τσάντα πλάτης. Έφτασα αργά το βράδυ με ΚΤΕΛ στην Ορεστιάδα και ήρθε ο συνάδελφος Δημήτρης Τοσίδης να με πάρει. Οι αποστάσεις ήταν μεγάλες, κυνηγούσαμε τις εικόνες. Οι πρόσφυγες ήταν πολλοί λόγω του ότι τα τούρκικα Μέσα είχαν δώσει εντολή πως τα σύνορα ανοίγουν. Εκείνο το διάστημα είχαμε πολλές ροές. Κάναμε μεγάλες διαδρομές και αποτυπώναμε ότι τύχαινε. Θυμάμαι μερικούς πρόσφυγες στα σύνορα στον Έβρο πίσω από συρματοπλέγματα. Με το που τους σταματάει ο στρατός και τους αντιλαμβάνεται, ο ένας από αυτούς σηκώνει τα χέρια ψηλά από τον φόβο του…”
Τόσο οι φωτορεπόρτερς, όσο και οι δημοσιογράφοι, συχνά έρχονται αντιμέτωποι με φυσικά και ανθρώπινα εμπόδια αποτέλεμα αυτού να δυσκολεύονται στην δουλειά τους.
“Από την στιγμή που βρίσκεσαι μπροστά σε ένα γεγονός με την φωτογραφική σου και το καλύπτεις, είσαι αντικειμενικός. Το πως δουλεύει ο καθένας είναι στην ευχέρεια του, όμως το πως θα χρησιμοποιήσει κάποιο μέσο την αντικειμενικότητα του ανθρώπου που έχει έξω στο γεγονός, ο επαγγελματίας δεν μπορεί να το ελέγξει.
Στα περισσότερα, γεγονότα που πας να καλύψεις, κινδυνεύεις εσύ, η σωματική σου ακεραιότητα και ο εξοπλισμός σου, ο οποίος αν πάθει κάτι ταυτόχρονα σε αφήνει άνεργο. Επίσης υπάρχουν κίνδυνοι όσον αφορά τους ανθρώπινους παράγοντες, υπάρχουν άνθρωποι που σε στοχοποιούν και φυσικά η αστυνομία που σε δυσκολεύει. Πήγαμε να καλύψουμε με άλλους τέσσερις συναδέλφους την συγκέντρωση που γινόταν την ώρα που έπεφταν οι υπογραφές για την συμφωνία των Πρεσπών, όταν προσεγγίσαμε την συγκέντρωση, οι παρευρισκόμενοι, μας επιτέθηκαν, ήταν ένας τύπος που ήρθε σε εμάς με ανάποδη κωλοτούμπα, αυτό δεν θα το ξεχάσω.
Προσπαθήσαμε να πλησιάσουμε για να έχουμε εικόνα από μία πλαγιά, οι διαδηλωτές σκαρφάλωναν την πλαγιά για να μας προσεγγίσουν και θυμάμαι ότι παρακαλούσαμε τους αστυνομικούς δείχνοντας τις διαπιστευμένες ταυτότητες, για να περάσουμε, εκείνη την στιγμή φοβηθήκαμε πολύ. Πέρσι είχαμε καλύψει την πτώση του αεροσκάφους Αντόνοφ, στους Αντιφιλίππους του δήμου Παγγαίου, στην Καβάλα. Η αστυνομία δεν άφηνε να προσεγγίσουμε, εμείς το καταφέραμε και βρισκόμαστε στο σημείο της πτώσης, φωτογραφίσαμε τα πάντα με την ψυχή στο στόμα και φύγαμε. Όσο ενημερωνόμασταν μαθαίναμε για την λευκή ουσία που είχε μέσα το αεροσκάφος η οποία περιείχε ραδιενέργεια. Μας έπαιρναν συνάδελφοι τηλέφωνο γιατί ανησυχούσαν. Εκείνη την στιγμή, αναρωτιόμουν “τι κάναμε”, ένιωθα κάτι στο λαιμό μου, μία καύση.”
“Υπάρχουν αρκετά ευαίσθητα θέματα στα οποία πρέπει να θέτουμε στους εαυτούς μας όρια ως φωτορεπόρτερ. Για παράδειγμα στις κηδείες που έχει τύχει να καλύψω πάντα έχω στο πίσω μέρος του μυαλού μου αν μπορώ να εισβάλω στην προσωπική θλίψη των άλλων. Πολλές φορές που δυσκολεύομαι να σηκώσω την κάμερα, όμως το κάνω, κάθε φορά κρίνω τις δυσκολίες του θέματος, πάντα από πίσω κρύβεται η φωνή μέσα που σε σταματάει σε κάποια θέματα. Η αστυνομία επίσης, η αλήθεια είναι πως συχνά μας εμποδίζει να κάνουμε σωστά την δουλειά μας, αναγκαζόμαστε να βρούμε άλλους τρόπους για να αποτυπώνουμε αντικειμενικά γεγονότα.
Η σχέση με τους διαδηλωτές βελτιώθηκαν μετά τα πανεπιστήμια, όποτε και αποτυπώσαμε ακριβώς τι συμβαίνει μέσα στο campus. Τα πρακτορεία του εξωτερικού η αλήθεια είναι πως αντιμετωπίζουν τους εξωτερικούς συνεργάτες με έναν διαφορετικό επαγγελματισμό. Ο τρόπος που θα επιλέξουν τις εικόνες, οι συμβουλές που θα σου δώσουν για να προσεγγίσεις ένα θέμα και το υλικό σου που θα διαχειριστεί ο editor είναι εντελώς διαφορετικός με εκείνον της Ελλάδας. Δεν είναι εύκολο να είσαι φωτορεπόρτερ στην Ελλάδα. Οι θέσεις είναι συγκεκριμένες στις δουλειές και απαιτούν εξοπλισμό, μέσο για να κινείσαι, είναι πολλές οι δυσκολίες, αν δεν σου αρέσει αυτή την δουλειά υπάρχουν πραγματικά πολύ καλύτερα επαγγέλματα και πιο ακίνδυνα.
Πάντα θα καταγράφεις θέματα που δεν σου αρέσουν, ωστόσο δεν έγινες φωτορεπόρτερ μόνο γι αυτά. Η αλήθεια είναι πως το επάγγελμα μας περνά κρίση, γιατί οι δημοσιογράφοι πολλές φορές βγάζουν τις φωτογραφίες σε θέματα που υπάρχουμε κι εμείς εκεί. Πολλές φορές έχω βγάλει μία γρήγορη φωτογραφία γιατί μπροστά μου υπάρχουν παντού κινητά. Πολλές φορές οι φωτογραφίες μας αναδημοσιεύονται χωρίς να αναφέρεται ο δημιουργός, αυτό όμως εμένα με θλίβει γιατί όταν κάτι είναι σοβαρό και παίρνει μεγάλη έκταση ξέχνάμε τον φωτογράφο που είναι πίσω από την εικόνα που έγινε viral.”
“Δεν θέλω να φύγω από την Θεσσαλονίκη, θέλω να συνεχίσω την δουλειά μου και να είμαι σε ένα Μέσο κάποια στιγμή που θα μπορούμε να έχουμε την ίδια ματιά για την επικαιρότητα. Πρέπει να αναγνωρίζεις τον εαυτό σου και τους υπόλοιπους συναδέλφους. Εγώ αυτό κάνω, θέλω να γίνω καλύτερος. Θαυμάζω την ματιά και την δουλειά του Γιάννη Μπεχράκη και ήταν οι εικόνες που έβλεπα στην αρχή και μου κέντρισε το ενδιαφέρον το φωτορεπορτάζ, βγάζει εικόνες με έναν δικό του τρόπο, θυμάμαι εικόνες του μέχρι σήμερα.
Παρακολουθούσα εικόνες του Κωνσταντίνου Τσακαλίδη και του Δημήτρη Τοσίδη σχετικά με την πόλη, μου αρέσει να βλέπω δουλειές συναδέλφων, γιατί βλέπω την ματιά τους. Αν θέλεις να το κυνηγήσεις, οι καρποί από την προσπάθεια που έριξες θα πιάσουν τόπο και θα πετύχεις παρά τις δυσκολίες. Αν από την άλλη σκεφτείς τους λόγους για να τα παρατήσεις θα μείνεις σε αυτό. Εγώ στον στρατό το σκεφτόμουν, πίστευα πως ότι έκανα δεν είχε καμία αξία. Με την πάροδο του χρόνου σκέφτηκα πως κάνω το όνειρο μου και φτάνω στο σημείο που ήθελα εξ αρχής να είμαι, οπότε οι σκέψεις μου έμειναν πίσω.”