Σοφία Φιλιππίδου: Μεταστοιχειώνω την κακία, τον εκφοβισμό και τον φθόνο, ώστε να γίνουν τέχνη
Η σπουδαία ηθοποιός μιλάει για το θέατρο, την τηλεόραση, τις συμπεριφορές που συνάντησε, το Υπουργείο Πολιτισμού, τη Θεσσαλονίκη και όσα αγαπάει.
Ψάχνοντας να βρω λέξεις για την εισαγωγή αυτής της συζήτησης μου με την Σοφία Φιλιππίδου, το μυαλό μου περιστρέφεται σταθερά γύρω από τη λέξη “Θέατρο”. Άλλωστε, πώς να ήταν αλλιώς τα πράγματα όταν έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που έχει αφιερωθεί ουσιαστικά στη θεατρική τέχνη, φτιάχνοντας τις δικές της παραστάσεις, μεταφράζοντας, γράφοντας και σκηνοθετώντας έργα που την εκφράζουν και τοποθετούν ένα ακόμα πετραδάκι στο σπουδαίο “κτήριο” που χτίζει ως δική της θεατρική πορεία.
Από τα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, μέχρι την τελευταία παράσταση που σκηνοθέτησε, «Τα τρία φιλιά… Η Σταχτιά γυναίκα» και από εκεί στις κακοποιητικές συμπεριφορές που αντιμετώπισε μέχρι αυτά που ονειρεύεται να παρουσιάσει σύντομα, η Σοφία Φιλιππίδου είναι μία ξεχωριστή θεατρική προσωπικότητα, με ανάλογη θέση στη καρδιά και στο μυαλό του κοινού που μου μίλησε για όλα με απόλυτη ειλικρίνεια και σπουδαίο λόγο.
Μόλις τελείωσαν οι παραστάσεις του «Τα τρία φιλιά… Η Σταχτιά γυναίκα» στο Θέατρο Μεταξουργείο. Τι σας άφησε αυτή η παράσταση από τον καιρό που ξεκινήσατε να τη φτιάχνετε μέχρι τώρα;
Πάνε σχεδόν τρία χρόνια από τότε που άρχισα να ασχολούμαι με τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο και τα δυο θεατρικά του “Τα τρία φιλιά” (1909) και την Σταχτιά γυναίκα (1897). Τα ανακάλυψα κάνοντας έρευνα για το νεοελληνικό έργο, τα διασκεύασα δραματουργικά ώστε να τα παρουσιάσω σε κοινή παράσταση, έκανα πρόταση στο Υπουργείο Πολιτισμού, μετά έκανα διαδικτυακή οντισιόν… Μου πήρε χρόνο να δημιουργήσω θίασο (εντωμεταξύ η πανδημία έτρεχε ) μετά πρόβες με καθημερινά ράπιτ τεστ, μετά να οργανώσω συνεργείο κινηματογράφησης. Έκανα ένα μήνα μοντάζ για να κόψω και να ράψω το «θεατροφίλμ» (υπάρχει στο προσωπικό μου κανάλι στο youtube) μετά ξανά πρόβες για την θεατρική παράσταση, μετά να βρω θέατρο… Τι άφησε; Χαρά, πολλές έννοιες (της παραγωγής, που είναι δικιά μου) αγωνία, επικοινωνιακά προβλήματα, πολλά ερωτηματικά και απορίες. Για ένα πράγμα είμαι όμως βέβαιη, ότι το έργο μου έχει ποιητική και καλλιτεχνική αξία.
Τι κάνει ξεχωριστή την κάθε παράσταση ώστε να κρατάει μία δική της θέση στη καρδιά σας;
Κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή από την φύση της γιατί είναι ζωντανή και πρέπει να βγει στο κοινό για να επικοινωνήσει, να «ερωτευτεί», να γίνει αποδεχτή και αν είναι δυνατόν να πετύχει τους στόχους της. Σπάνια συμβαίνουν όλα αυτά μαζί. Τις πιο πολλές φορές στην δικιά μου περίπτωση η διαδρομή μέχρι να γίνει η παράσταση είναι γεμάτη συγκινήσεις. Μετά τα πράγματα δυσκολεύουν, αλλά υπάρχει πάντα ενθουσιασμός και πάθος. Εν τέλει κάθε παράσταση είναι ξεχωριστή όπως κάθε παιδί κάθε ανθρώπου και έχω λόγους ως εκ τούτου να αγαπάω τα έργα μου και να θέλω το καλό τους. Φυσικά με πονάει που δεν μπορώ σε όλες τις περιπτώσεις να τα προστατέψω.
Στα δικά σας πρώτα χρόνια στο θέατρο, υπήρξαν άνθρωποι που να σας καθοδήγησαν ή και να σας βοήθησαν ώστε να βρείτε τον δρόμο σας μέσα στον χώρο;
Στα δικά μου χρόνια υπήρχαν συναγωνιστές και συνεργάτες περισσότερο. Έτσι το αντιλαμβανόμουν. Ήμασταν μια ομάδα ανθρώπων που μας κινούσε μια προσωπική ανάγκη πρώτα και μετά η ιδεολογία ότι με το θέατρο θα αλλάξουμε τα πράγματα και κατ’ επέκταση την ζωή μας. Στο θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης το 1972, μέσα στην χούντα, ήταν έντονη η ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση της θεατρικής πράξης, αργότερα και μέσα στην μεταπολίτευση 1980-1985, στην Πειραματική Σκηνή «της Τέχνης» Θεσσαλονίκης ατόνησε κάπως η πολιτική αγωνιστικότητα και υπερίσχυσε η τέχνη αυτή καθ’ αυτή και η δουλειά για την επίτευξη ενός καλλιτεχνικού οράματος του δημιουργού της που ήταν ο Νικηφόρος Παπανδρέου.
Συνεργάζεστε συχνά στις δικές σας δουλειές, με νέους ανθρώπους του χώρου. Τι είναι αυτό που σας κάνει να τους επιλέγετε;
Είναι η άποψη μου πως έχουμε υποχρέωση να αναδεικνύουμε τις νέες δυνάμεις του χώρου, να δίνουμε ευκαιρίες, να διδάσκουμε όσοι μπορούμε αφιλοκερδώς και αν είναι δυνατόν να πληροφορούμε τους νέους για τις συνθήκες της αγοράς. Δεν είναι όλοι έτοιμοι να μάθουν, όμως εμείς έχουμε υποχρέωση να λέμε την αλήθεια μήπως και σώσουμε κάτι.
Παρατηρώ στα social media πως έχετε μία ιδιαίτερη σχέση με τα φυτά. Τι σας προσφέρει αυτό το ωραίο «πάρε δώσε» με τη φύση;
Στα φυτά αναγνωρίζω ένα στοιχείο της φύσης του ανθρώπου και την ομορφιά του αλλά και την αγριάδα του, την άνθηση και τον μαρασμό του. Επίσης, τον κύκλο του χρόνου και τις τέσσερις εποχές. Παρατηρώ λοιπόν τα φυτά και όποτε μπορώ τον ουρανό και την θάλασσα… Tο μυστήριο των δασών, για να οξύνω τα επικοινωνιακά μου εργαλεία, για να παίρνω ανάσες ζωής, για να καταλάβω εμένα και τους άλλους και κυρίως για να επικοινωνήσω.
Ήταν μία δύσκολη περίοδος για εσάς, καλλιτεχνικά και προσωπικά, αυτή που περάσαμε τα δύο τελευταία χρόνια;
Πολύ δύσκολη, όχι όμως η πιο δύσκολη και ήταν και η πιο παραγωγική. Ποτέ δεν ήταν εύκολα τα πράγματα για μένα και δεν επιθυμώ να τα κάνω να γίνουν εύκολα. Βρίσκω πως η ευκολία είναι εχθρός της τέχνης και κοιμίζει την συνείδηση μας. Προσπαθώ όμως να τα κάνω όσο γίνεται πιο απλά… Επίσης αντιπαθώ αυτούς που κάνουν θέατρο σαν να είναι στο μπάνιο τους
“Η απόρριψη μου αν δεν ήταν βλακεία του Υπουργείου, ήταν μια κλωτσιά για να με πετάξουν έξω από την παράγκα και να με ταπεινώσουν.”
Στα χρόνια που σας παρακολουθώ, ήταν η πρώτη φορά που είδα να αντιδράτε δημόσια για τις επιχορηγήσεις του Υπουργείου Πολιτισμού. Τι γεύση σας άφησε όλο αυτό;
Αντέδρασα δημόσια γιατί στεναχωρήθηκα! Γνωρίζω όλα τα μέλη της επιτροπής, ξέρω ποιοι είναι. Δεν ζητάω επιχορήγηση για να παίξω θέατρο. Σε όλες τις περιπτώσεις, συνεργάζομαι με νέα παιδιά. Στην παράσταση του “Ιστορία του πρίγκιπα της Κούμπα Τάντι” του Γιάκομπ Μίχαελ Ράινχολτ Λεντς, ήμασταν δεκατρείς ηθοποιοί επί σκηνής, στην “Μελάχρα” του Π. Χορν επτά ηθοποιοί… Tώρα είμαστε τρεις. Οι κύριοι και οι κυρίες της επιτροπής συμπεριφέρθηκαν σαν μην ξέρουν ποια είμαι και τι κάνω. Με πρόσβαλαν. Μου έρχονται στοιχεία απ’ όλη την Ελλάδα και μου λένε για λεφτά που πήραν απίθανοι τύποι. Για την ιστορία σας λέω ότι πρώτη φορά τόλμησα να κάνω αίτηση επί Υπουργίας της κ. Λ. Κονιόρδου και πήρα δυο επιχορηγήσεις των 10.000 ευρώ και μια φορά πριν την πανδημία επί Υπουργίας της κ. Λ. Μενδώνη που πήρα 15.000 (για «τα τρία φιλιά… Η Σταχτιά γυναίκα» του Χρηστομάνου) με άλλη επιτροπή. Σε όλες τις περιπτώσεις βάζω χρήματα από την τσέπη μου. Να διευκρινίσουμε για να μάθει ο κόσμος ότι αυτές οι επιχορηγήσεις δεν έχουν καμιά σχέση με τις επιχορηγήσεις των εκατομμύριων δραχμών και των εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ άλλων δεκαετιών. Τότε, στην εποχή της φούσκας. Μια μικρή επιχορήγηση σήμερα για μένα είναι κάτι σαν μια δημόσια αποδοχή, μια αναγνώριση ή επιβράβευση. Η απόρριψη μου αν δεν ήταν βλακεία του Υπουργείου, ήταν κακία, μια κλωτσιά για να με πετάξουν έξω από την παράγκα και να με ταπεινώσουν. Γι’ αυτό διαμαρτυρήθηκα και θα ξανακάνω αίτηση για να ξαναδιαμαρτυρηθώ αν με κόψουν πάλι. Θα έπρεπε να ντρέπονται!
Τις κακές στιγμές που σας έχει δώσει αυτή η δουλειά, πώς τις έχετε βιώσει και πώς τις «καθησυχάσατε» ή τις εξαφανίσατε μέσα σας;
Ο άνθρωπος στο ταξίδι της προσωπικής του ευτυχίας, πέφτει και σε κακοτοπιές, συναντιέται με την τρέλα. Στην περίπτωση μου υπάρχουν πολλές κακές στιγμές… αγενείς και κακοποιητικές συμπεριφορές, όπως (λέω ένα μόνο μικρό παράδειγμα)όταν ένας πολιτιστικός συντάκτης μεγάλης εφημερίδας μου είπε, ας πούμε, ότι θέλω «βρεγμένη σανίδα», (επειδή δεν έκανα τα καπρίτσια της αγοράς). Όμως δεν αφήνω να με δηλητηριάσουν. Η έννοια μου είναι πως θα μεταστοιχειώσω την κακία, τον εκφοβισμό και τον φθόνο ώστε να γίνουν δημιουργία και τέχνη. Έχω αγωνία να προλάβω να ολοκληρώσω το προσωπικό μου εργόχειρο. Με καθησυχάζει βέβαια η σκέψη πως υπάρχουν και έργα ατελή που έχουν καλλιτεχνική αξία. Πάντως τα πράγματα στην περίπτωση μου ανάλογα με την δουλειά που έχω ρίξει θα μπορούσαν να είναι και καλύτερα.
Η αφοσίωση σας στο θέατρο ως ηθοποιός αλλά και όταν σκηνοθετείτε ή διασκευάζετε ένα κείμενο, σας έχει επιστραφεί από το κοινό στον βαθμό που θα θέλατε;
Αυτό που επιδιώκω είναι να κάνω ένα λαϊκό, ποιοτικό θέατρο και αναγνωρίζω πως είναι πολύ δύσκολο. Όμως είναι μεγάλη η χαρά όταν -αυτοί οι λίγοι προς το παρόν θεατές των παραστάσεων μου που με βρίσκουν κάπου- μου λένε πως μια παράσταση μου τους άλλαξε την ζωή, μια φράση από εδώ η από εκεί τους έδειξε έναν δρόμο ή τους έβγαλε από την κατάθλιψη.
Τι είναι για εσάς η Θεσσαλονίκη και ποια γλύκα έχουν οι αναμνήσεις της;
Η Θεσσαλονίκη είναι πατρίδα, τόπος που γεννήθηκα και μεγάλωσα, σπούδασα, έκανα θέατρο, είναι μαθητικά και φοιτητικά χρόνια (όχι πολύ σπουδαία και ανέμελα όπως συνηθίζεται γιατί ήταν μέσα στην χούντα). Είναι αθωότητα, πολλή δουλειά, καλοσύνη (από την μεριά μου), άγνοια δική μου, προσφορά, ερωτική απογοήτευση μόνιμη… Είναι όμως και γέλια, όταν ήμουν παιδί κυρίως, και όταν ήμασταν στις πρόβες του θεάτρου στην μεταπολίτευση και μια τσεχωφική απελπισία που πλανιόταν μέσα στην υγρασία και την ομίχλη της πόλης.
Έχω την αίσθηση πως το θέατρο σας έχει κερδίσει ολοκληρωτικά και είναι η αιτία που δε σας βλέπουμε πλέον καθόλου στη τηλεόραση. Ισχύει;
Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Η τηλεόραση έχει απίστευτη δύναμη αλλά πρέπει να έχεις την δυνατότητα να την ελέγχεις, δηλαδή να είσαι πίσω από τα κουμπιά ή να έχεις άνθρωπο που να σε αγαπάει πίσω από τα κουμπιά. Αν δεν έχεις τον έλεγχο μπορεί να κακοποιηθείς. Το θέατρο ευτυχώς μετά από τόσα χρόνια μπορώ και το ελέγχω και δεν κινδυνεύω να κακοποιηθώ. Στην τηλεόραση υπάρχει μια τάση για γρήγορο και εύκολο κέρδος και αυτό σημαίνει κακοποίηση. Αυτό θα το πάθουν οι νέοι μέχρι να μάθουν. Εγώ το έπαθα και έμαθα και δεν μου αρέσει να το κρύβω.
Ποια η γνώμη σας για την ελληνική τηλεόραση που επέστρεψε τα τελευταία δύο χρόνια στη μυθοπλασία;
Ας μην υπερβάλουμε με την μυθοπλασία. Η κρίση σε συνάρτηση με την πανδημία μας έχει κάνει λίγο ευαίσθητους και τα βλέπουμε όλα καλοκάγαθα. Κι εγώ βλέπω με συμπάθεια τις προβεβλημένες σειρές, σαν κάτι «καινούργιο» και «ανανεωτικό». Αν τα δούμε με μολύβι και χαρτί, όλα είναι Τόλμη και Γοητεία και με μια σως από Δυναστεία, γιατί όλα τα έχουν κάνει καλύτερα οι Αμερικάνοι πριν από μας. Και για την ιστορία, όταν κατέβηκα στη Αθήνα το 1985 και έκανα κάποιες συναντήσεις σε κάποια σπίτια ηθοποιών του ποιοτικού θεάτρου, η κουβέντα άρχιζε μετά το επεισόδιο γνωστής αμερικάνικης σαπουνόπερας στην τηλεόραση…
Τι φτιάχνει τη διάθεση σας σε μία κανονική μέρα;
Πάντα μου φτιάχνει την διάθεση η κουβέντα στο τραπέζι με τους καλούς μου φίλους, στο σπίτι ή έξω από το σπίτι. Κυρίως όταν υπάρχει εμπιστοσύνη αλλά και όταν κουβεντιάζουμε την πιθανότητα μιας συνεργασίας προκειμένου να γίνει μια παράσταση.
Αγαπημένα σας βιβλία;
Πολλά, αλλά μερικά τα έχω στην καρδιά μου. Δεν έχει νόημα να αναφερθώ σε αυτά, καθένας έχει τις δικές τους αναφορές, αλλά τα βιβλία και η ανάγνωση σε συνάρτηση με την δημιουργική εργασία με βγάλαν από πολλά αδιέξοδα.
Θα μου πείτε λίγα λόγια για την «Γενοβέφα» που πλέον, περιμένουμε όλοι κάποια στιγμή να δούμε; Υποθέτω θα γίνει έτσι;
Εχω να σας πω πολλά για την θρίαμβο της Αρετής και την Γενοβέφα μου, που απορρίφθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (και η εμπλουτισμένη εκδοχή της και από το Φεστιβάλ Αθηνών, Επιδαύρου) αλλά θα αρκεστώ σε λίγα λόγια για την υπόθεση. Είναι η Ιστορία της ενάρετης Γενεβιέβης που αποκεφαλίστηκε γύρω στον δωδέκατο αιώνα επειδή δεν υπέκυψε στις ορέξεις του υποτακτικού ανδρός της (που έφυγε για τον πόλεμο) και κατηγορήθηκε ψευδώς από τον ίδιο για μοιχεία. Σήμερα η εκδοχή έγινε πιο «απαλή» και η Γενοβέφα αφέθηκε στο δάσος έρημη και μόνη σε μια σπηλιά όπου μεγάλωσε το παιδί της με το γάλα ενός ελαφιού. Εκεί την βρήκε ο άντρας της που γύρισε κάποτε από τον πόλεμο και βγήκε για κυνήγι. Ένα αριστούργημα του Φρίντριχ Χέμπελ (1813- 1863)σε μετάφραση διασκευή δική μου και της αδελφής μου Ζαφειρούλας Χοχ (καθηγήτρια της ιστορίας της τέχνης, που ζει και εργάζεται στην Γερμανία). Ναι, επιθυμώ να κάνω την παράσταση και θα προσπαθήσω να βρω τρόπους πραγμάτωσης.
Αν υπάρχει μία παράσταση σας που μπορείτε να ξεχωρίσετε, ποια θα ήταν αυτή;
«Μπάρτλεμπυ ο γραφιάς» του Χέρμαν Μέλβιλ (διήγημα, 1853 ). Ο πιο αινιγματικός και ο πιο μελαγχολικός ήρωας της παγκόσμιας λογοτεχνίας, σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα και θεατρική διασκευή -σκηνοθεσία δικιά μου τον χειμώνα του 2013. Ο νεαρός, ισχνός, φτωχός και επιμελής γραφιάς (στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα) υπάλληλος στο δικηγορικό γραφείο της Wall street (που ερμήνευσα) έλεγε μόνο μια φράση στην παράσταση «θα προτιμούσα όχι» και με αυτήν την φράση τους τρέλανε όλους.
Ένα τραγούδι που πιάνετε συχνά τον εαυτό σας να το σιγοτραγουδά;
«Αστέρι μου, φεγγάρι μου της Άνοιξης κλωνάρι μου κοντά σου θα ‘ρθω πάλι κοντά σου θα ‘ρθω μιαν αυγή για να σου πάρω ένα φιλί και να με πάρεις πάλι…»
Στίχοι του Γιάννη Θεοδωράκη και μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, το “ΦΑΙΔΡΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ”.
Τι εύχεστε για την Σοφία;
Υγεία. Η δική μου και των δικών μου ανθρώπων. Σύνεση και δημιουργική χαρά!
Δείτε επίσης: