Σεξισμός, παρενόχληση και κακοποίηση: Πώς αντιμετωπίζουμε τη βία κατά των γυναικών
Διαδικτυακή συζήτηση Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ διοργάνωσε την Πέμπτη 28 Ιανουαρίου διαδικτυακή συζήτηση με θέμα «Σεξισμός, παρενόχληση και κακοποίηση: Πώς αντιμετωπίζουμε τη βία κατά των γυναικών».
Συμμετείχαν η διδάσκουσα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Fellow στο New School for Social Research Σοφία Καναούτη, η διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και Κοινωνιολογίας, με ειδίκευση στις Σπουδές Φύλου και στις Πολιτισμικές Σπουδές Αλίκη Κοσυφολόγου και ο εκπαιδευτικός και διευθυντής της πρωτοβουλίας «Σημείο» Κωστής Παπαϊωάννου. Τη συζήτηση συντόνισε η Έλενα Παπαδημητρίου, δημοσιογράφος του ΣΚΑΪ.
«Διαδικασίες συλλογικής ενδυνάμωσης και διεκδίκησης»
Η Αλίκη Κοσυφολόγου έκανε λόγο για «άνισα συστήματα σχέσεων, που αναπαράγουν την κουλτούρα του σεξισμού», ενώ χαρακτήρισε «πράξη αλληλεγγύης» την καταγγελία της Σοφίας Μπεκατώρου, εκτιμώντας ότι μπορεί να αποτελέσει την αρχή για την υπέρβαση αυτής της κουλτούρας, καθώς «μοιάζει να δημιουργείται μια κοινότητα ανθρώπων» αποφασισμένων «να προχωρήσουν συλλογικά, να ζητήσουν τη δικαίωση». Η κα Κοσυφολόγου αναφέρθηκε, επίσης, στα έμφυλα στερεότυπα, ιδίως σε αυτό της ευαλωτότητας των γυναικών, επισημαίνοντας την ανάγκη «να διεκδικήσουμε την αλλαγή στις αναπαραστάσεις και τις απεικονίσεις».
Στη συνέχεια, με αφορμή τη δημόσια συζήτηση σχετικά με τις πρόσφατες καταγγελίες παρενόχλησης και κακοποίησης, υπογράμμισε ότι οι τελευταίες «μπορούν να οδηγήσουν σε διαδικασίες συλλογικής διεκδίκησης», αφού «είναι διαδικασίες συλλογικής ενδυνάμωσης». Όπως επισήμανε, «σε συνθήκες πανδημίας ο δημόσιος λόγος ενάντια στο σεξισμό και το κλίμα που δημιουργείται αποτελούν έκφραση μιας συλλογικής αντίστασης που διαμορφώνει από την αρχή το μωσαϊκό των συλλογικών αντιστάσεων, δηλαδή μία διεκδικητική συνθήκη». «Η διαθεσιμότητα των ανθρώπων να καταγγείλουν τη σεξιστική συμπεριφορά στους χώρους εργασίας αποκαλύπτει την αδυναμία των πολιτικών δομών και φτιάχνει και το πεδίο για το ποια πρέπει να είναι τα πολιτικά αιτήματα από εδώ και στο εξής».
Η κα Κοσυφολόγου συνέχισε επισημαίνοντας ότι το υφιστάμενο στη χώρα μας θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της σεξουαλικής παρενόχλησης και της έμφυλης βίας (που αναπτύχθηκε περίπου το 2006) δεν είναι ένα κακό πλαίσιο, για να προσθέσει όμως ότι «η μεγάλη μάχη είναι αυτή που δίνεται στο επίπεδο της καθημερινότητας, της ιδεολογίας και των αντιλήψεων. Η μάχη ενάντια στο σεξισμό και στην πατριαρχία είναι μια καθημερινή μάχη». Δίνοντας έμφαση σε μία ακόμη πλευρά της δημόσιας συζήτησης, η οποία αποκαλύπτει τις συνέπειες της πολιτικής διαχείρισης των θεμάτων που σχετίζονται με την ισότητα, η κα Κοσυφολόγου έκανε λόγο για εργαλειακή ιδιοποίηση του αντισεξιστικού λόγου και για μικροπολιτική του εκμετάλλευση: «Πολύ πρόσφατα η κυβέρνηση μετονόμασε τη Γενική Γραμματεία Ισότητας σε “Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής”, γεγονός που αντανακλά συγκεκριμένες πολιτικές αντιλήψεις, αφού μεταφέρει το βάρος από την ισότητα στην οικογένεια».
Κλείνοντας την τοποθέτησή της τόνισε ότι «οι μακροπρόθεσμες συνέπειες και τα αποτελέσματα της διαδικασίας που έχει ξεκινήσει πρέπει να θέσουν και συγκεκριμένα (πολιτικά) αιτήματα», όπως είναι η αναγκαιότητα οργανωμένων δομών για την αντιμετώπιση του σεξισμού, της παρενόχλησης και της κακοποίησης, καθώς και της ανάλογης εκπαίδευσης στα σχολεία.
«Επικίνδυνη η ιδιοποίηση του αντισεξιστικού λόγου από σεξιστές»
Η Σοφία Καναούτη υπογράμμισε τους κινδύνους που απορρέουν από την οικειοποίηση του κινήματος του αντισεξισμού από αυτούς που δεν είναι αντισεξιστές, χαρακτηρίζοντας ιδιαίτερα κρίσιμες τις συμμαχίες του κινήματος στον δημόσιο διάλογο: «Άνθρωποι που έχουν εγγραφεί ως σεξιστές με τις πολιτικές τους πράξεις επιχειρούν μια ιδιοποίηση του ριζοσπαστικού λόγου, η οποία πουλάει, αλλά είναι και επικίνδυνη».
Στη συνέχεια τόνισε πως «η ιδέα ότι σεξισμός είναι μόνο το τελευταίο και χείριστο στάδιο, ο βιασμός, βάζει “τρικλοποδιά”. Το να έρχεται ένας εκπρόσωπος της πατριαρχίας και να βάζει τον δικό του ορισμό αφαιρεί το δικαίωμα από τις κακοποιημένες γυναίκες να ορίσουν αυτές τι είναι σεξισμός» και συμπλήρωσε: «Σεξισμός είναι όλες οι διαβαθμίσεις της επιθετικότητας ενάντια στις γυναίκες. Από την επιθετικότητα κατά γυναικών ως τον αποκλεισμό τους από κέντρα αποφάσεων, από τον δημόσιο χώρο, από τον δημόσιο λόγο». Μεταξύ άλλων, η Σ. Καναούτη έκανε στη συνέχεια λόγο και για την ανάγκη ενός διαφορετικού αφηγήματος, που να περιλαμβάνει και το πώς ορίζουν οι άνδρες τον εαυτό τους, ενώ σημείωσε και την ανάγκη να λειτουργούν σωστά τα ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι «υπενθυμίζοντας» τις σεξιστικές συμπεριφορές του παρελθόντος στον δημόσιο λόγο. «Θα ήθελα θεσμικά να μπορούμε να ξεχωρίσουμε το κοινωνικό και το πολιτικό από το οικονομικό. Μία θιγόμενη χωρίς χρήματα να μπορεί να απευθυνθεί στο θεσμό ώστε να βρει το δίκιο της. Να μπορεί να απαγκιστρωθεί το πολιτικό από το οικονομικό δικαίωμα», κατέληξε η ομιλήτρια.
«Η καταγγελία Μπεκατώρου αποτελεί τομή – Το πλαίσιο γεννά τη βία»
Τη θετική δυναμική της καταγγελίας της Σοφίας Μπεκατώρου υπογράμμισε ο Κωστής Παπαϊωάννου, αναφερόμενους στους δρόμους που μπορεί να ανοίξει, όπως έκανε και το κίνημα #Metoo στις Ηνωμένες Πολιτείες: «Ζούμε αυτή τη στιγμή μια τομή στο χρόνο. Η καταγγελία Μπεκατώρου έκοψε το νήμα του χρόνου και έχει δημιουργήσει μια δυναμική, αναγκάζοντας τους παίκτες στο δημόσιο παιχνίδι να επανατοποθετηθούν. Θέλουν όλοι να είναι απέναντι στο καταγγελλόμενο φαινόμενο. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να σκεπάσει το υπόβαθρο και το υπόστρωμα της παρούσας “τοξικής αρρενωπότητας” που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Στον δημόσιο λόγο υπάρχει σαφώς σεξιστικός και ομοφοβικός λόγος, που εκφέρεται από τα πιο επίσημα χείλη (πολιτικά, δημοσιογραφικά, εκκλησιαστικά κ.ά.). Σε αυτή τη φάση το κύμα πάει προς την άλλη μεριά, και αυτό είναι πολύ καλό». Ερωτώμενος για το ζήτημα του χρόνου της καταγγελίας, που συζητήθηκε στον δημόσιο διάλογο,
ο κ. Παπαϊωάννου διερωτήθηκε χαρακτηριστικά: «Αν χρειάστηκαν 25 χρόνια για την καταγγελία μια χρυσή ολυμπιονίκης, πόσα χρόνια πρέπει να χρειαστεί μια “ανώνυμη γυναίκα”;», για να συμπληρώσει ότι «όσο μεγάλη σημασία έχει ο χρόνος της καταγγελίας, άλλη τόση έχει και ο χρόνος της συναίνεσης και της άρσης της συναίνεσης. Ο ένας από τους δύο μπορεί να άρει τη συναίνεση στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος».
Ο κ. Παπαϊωάννου εκτίμησε ότι είναι «πολύ καλό να υπάρχει ο διάχυτος φόβος σε όσους ασκούν τέτοιες συμπεριφορές, η “μέγγενη” της απειλής, της δημόσιας διαπόμπευσης του θύτη», διευκρίνισε όμως ότι μπορεί αυτός να αποτελέσει «επικίνδυνο εργαλείο στα χέρια μιας κοινωνίας, εάν δεν ενταχθεί στο πλαίσιο της λειτουργίας των θεσμών». Στάθηκε, επίσης, στο πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνουν τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Λειτουργούν πάνω σε μοτίβα έντονης ιεραρχίας, σε μοτίβα ισχύος, σε σχέσεις εξουσίας, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν συμβαίνουν κι αλλού», για να τονίσει ότι «πέρα από τα πρόσωπα που ασκούν και δέχονται βία, υπάρχει και το συστημικό πρόσωπο αυτής της βίας. Υπάρχει ένα πλαίσιο που γεννά αυτή τη βία».
Mιλώντας με την ιδιότητα του εκπαιδευτικού, υπογράμμισε ότι «πρέπει να δούμε πώς λειτουργούν οι θεσμοί και οι δομές. Υπάρχει απογύμνωση των δομών». «Ποιο είναι το πρωτόκολλο ενεργειών στην εκπαίδευση, για παράδειγμα, σε εργασιακούς χώρους, πανεπιστήμια κ.ά.;», αναρωτήθηκε, χαρακτηρίζοντας «πονεμένη ιστορία» τη σεξουαλική αγωγή στα ελληνικά σχολεία: «Τι άλλο χρειάζεται η ελληνική Πολιτεία για να συζητήσει σοβαρά για το θέμα; Πόσο άλλο θα φοβάται την ελλαδική Εκκλησία;», διερωτήθηκε χαρακτηριστικά. Όπως υποστήριξε ο κ. Παπαϊωάννου: «Το #metoo στην Αμερική άνοιξε σημαντικό δρόμο πριν από τέσσερα χρόνια. Στην αγκαλιά του έχει ανοίξει μια μικρότερη, που αφορά τη βία εν γένει.
Έχουμε μεγάλο ζήτημα παρενόχλησης και κακοποίησης στη χώρα μας, έχουμε και μεγάλο ζήτημα κακοποιητικού λόγου -πολλές φορές και πρακτικής- σε εργασιακούς, εκπαιδευτικούς κ.λπ. χώρους». Κλείνοντας την τοποθέτησή του υπογράμμισε ότι «Πρέπει να κρατήσουμε ανοιχτή αυτή τη συζήτηση, σε ένα βαθμό πιο νηφάλιο και στοχαστικό: Όσο περισσότεροι άνθρωποι μιλάμε έτσι, οι ζωές άλλων ανθρώπων, που “στενεύονται” με την ταυτότητά τους, γίνονται ευκολότερες».
Το βίντεο της διαδικτυακής συζήτησης: