ΣΙΝΕΜΑ 2010-2019 : Η εποχή του weird
Το περίφημο Greek Weird Cinema, όπως ονομάστηκε από τον διεθνή Τύπο και τους θεωρητικούς του σινεμά.
Είναι σίγουρο πως από τα τελευταία δέκα χρόνια η λέξη – κλειδί που έρχεται αβίαστα στο νου είναι η κρίση. Όμως πέρα από το λεξιλόγιο της κρίσης, γεμάτο μνημόνια, τρόικες, γιούρογκρουπ, αγανακτισμένους και σπρεντ, υπήρξε και μια φράση – ορισμός που συνδυάστηκε με κάτι θετικό μέσα σε τόση μαυρίλα και απαισιοδοξία: Το περίφημο Greek Weird Cinema, όπως ονομάστηκε από τον διεθνή Τύπο και τους θεωρητικούς του σινεμά, ή αλλιώς όπως το προσδιορίστηκε στα ελληνικά, το Νέο Κύμα του ελληνικού σινεμά. Κι αν υπάρχει κάτι για το οποίο βεβαιωθήκαμε αυτή τη δεκαετία είναι ότι ο ελληνικός κινηματογράφος – όπως και τα περισσότερα από τα βεβαιωμένα προβλήματα του – είναι πάντα εδώ.
Το πρόσωπο της δεκαετίας και οι άτυποι πρεσβευτές μιας χώρας
Μέσα σε αυτά χρόνια διαμορφώνεται ένα στυλ χειροποιήτου σινεμά (ελλείψει χρημάτων) με στοχαστική και αλληγορική διάθεση και ιδιαίτερο λιτό ύφος που σχολιάζει τα πεπραγμένα της ελληνικής κοινωνίας όπως πχ την δυσλειτουργικότητα και τον κατακερματισμό των ανθρώπινων σχέσεων, την κρίση αξιών, την ανασφάλεια, τον ρατσισμό, το προσφυγικό/μεταναστευτικό, την διατήρηση κοινωνικών στερεότυπων (Χώρα Προέλευσης, Attenberg, Ξενία, Miss Violence, κ.α.).
Δεν στέκεται τόσο άμεσα στα απτά πολιτικά/ κοινωνικά γεγονότα, ούτε υπάρχει πολιτική στράτευση. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι μέσα σε αυτή την δεκαετία μια γενιά των δημιουργών που διαμόρφωσε ένα πολιτικό/κοινωνικό στρατευμένο σινεμά από το 1970 και μετά (η γενιά του Ν.Ε.Κ.), περνάει σταδιακά στην ιστορία και το έργο της πλέον αποτελεί υλικό διερεύνησης για τους θεωρητικούς και τους ιστορικούς, ακόμη κι αν αυτό συμβαίνει με φίλτρα ανάγνωσης που οι ίδιοι οι δημιουργοί τους δεν τα ειχαν φανταστεί. Η νέα γενιά (και γενικά οι νεότερες γενιές) δημιουργών επενδύει την πολιτική θέση της αναδεικνύοντας περισσότερο χαρακτήρες που μέχρι πρότινος δεν είχαν κεντρική θέση στην αφήγηση, (π.χ. ΛΟΑΤΚΙ χαρακτήρες στην Στρέλλα), τοποθετώντας τους χαρακτήρες των ταινιών σε ακραίες καταστάσεις (Το Αγόρι που Έτρωγε Το Φαγητό του Πουλιού, L, Park, Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκεύα) ή δομώντας μια μετωπική σύγκρουση με τα κοινωνικά συστήματα εξουσίας που συντηρούν κοινωνικά πατριαρχικές ή καθεστωτικές/συστημικές αντιλήψεις (Η Έκρηξη, Η δουλειά της, Cosmic Candy). Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας μάλιστα – χωρίς να εγκαταλείπει ιδιαίτερα το avant garde ύφος του – ο ελληνικός κινηματογράφος προσανατολίζεται σε ένα σινεμά είδους δημιουργώντας κωμωδίες, θρίλερ, ρομαντικά δράματα, ταινίες αστυνομικές/ νεονουάρ μυστηρίου, κλπ (Τετάρτη 04.45, Έτερος Εγώ, Suntan, Chevalier, Αφτερλοβ, Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών).
Αντίθετα τα ελληνικά ντοκιμαντέρ της δεκαετίας εστιάσαν (πέρα από τις βιογραφίες, τα ιστορικά ή τα εκπαιδευτικά τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ) πραγματικά την προσοχή τους στην διάσωση της μνήμης και στην έρευνα όσων συνέβησαν αυτή την δεκαετία ακόμα και υπό το πρίσμα της στράτευσης που αναδεικνύει όχι μόνο την μικροϊστορία αλλά γενικότερα την Ιστορία μιας χαμένης δεκαετίας μέσα από τους πρωταγωνιστές της (πρόσωπα που διάμορφωσαν θετικά/αρνητικά με την παρουσία τους την δεκαετία ή που αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και συμβολίζουν μέσα στο τέλμα της κρίσης την ζητούμενη φυγή προς τα εμπρός) τις κοινωνικές ανισότητες, τις πολιτικές συγκρούσεις και τα αίτηματα διαφυγής από τα αδιέξοδα της εποχής (Ένα Βήμα Μπροστά, Επόμενος Σταθμός: Ουτοπία, Agora: Από τη Δημοκρατία στις Αγορές, Όταν ο Βάγνκερ συνάντησε τις Ντομάτες, Ευρώπη το Όνειρο, Obscurro Baroco, Ο Μανάβης, Στρίγγλες).
Ο Γιώργος Λάνθιμος χωρίς αμφιβολία είναι το κινηματογραφικό πρόσωπο αυτής της δεκαετίας. Tο ιδιαίτερο ύφος και η επιτυχία του Γ. Λάνθιμου τράβηξαν την προσοχή του διεθνούς Τύπου και της παγκόσμιας φεστιβαλικής αγοράς στον ελληνικό κινηματογράφο. Όμως οι διακρίσεις που έφεραν την ίδια εποχή ο Πάνος Κούτρας με τη Στρέλλα και ο Φίλίππος Τσίτος με την Ακαδημία Πλάτωνος επιβεβαίωσαν ότι κάτι καλό γινόταν στο ελληνικό σινεμά. Έχοντας αποσπαστεί πλέον από την ελληνική πραγματικότητα, σημείωσε μέσα σε αυτά τα χρόνια μια εντυπωσιακή πορεία στα διεθνή φεστιβάλ με συνεχείς διακρίσεις από τον Κυνόδοντα και τις Άλπεις μέχρι την οσκαρική Ευνοούμενη επιβεβαιώνοντας την προσωπική απογείωση ενός δημιουργού, που μας υπόσχεται αρκετά και για το μέλλον.
Με αφορμή την πορεία του Λάνθιμου αλλά και γενικότερα σε σχέση με την πορεία που είχαν στο εξωτερικό αρκετοί νέοι σκηνοθέτες έχει ιδιαίτερη σημασία πως ο ελληνικός κινηματογράφος αποτέλεσε ένα σημαντικό θετικό αντίβαρο στη λαίλαπα της απαισιοδοξίας και κακής προβολής που έζησε η Ελλάδα. Περισσότερο από κάθε άλλη μορφή τέχνης, μέσα στην δεκαετία αυτή, με την εξωστρέφεια και με τις διακρίσεις που απέσπασε το ελληνικό σινεμά υπήρξε ένας εξαιρετικός πρεσβευτής της χώρας στο εξωτερικό. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι οι ξένοι θεατές και ο διεθνής τύπος βλέπουν μέσα από το φίλτρο αυτών των δημιουργών μια διαφορετική Ελλάδα μακριά από την τουριστική, αστραφτερή εικόνα που μπορεί να είχαν στο μυαλό τους. Κι όμως η Πολιτεία δεν αξιοποίησε αυτή την προσφορά του ελληνικού κινηματογράφου κι αυτό σε μια φάση που η Ελλάδα είχε ανάγκη από θετική προβολή.
Ωστόσο και παρά τις μεγάλες διακρίσεις και τις θερμές κριτικές που απέσπασαν αυτοί οι (νεοι) δημιουργοί δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν διόδους επικοινωνίας με το ελληνικό κοινό. Στον πίνακα του ελληνικού box office της δεκαετίας φαίνεται πως το κοινό προτίμησε τις ιστορίες με βατή, συμβατική αφήγηση. Είναι αυτό που έκαναν σκηνοθέτες όπως ο Χριστόροφορος Παπακαλιάτης μέσα από το Αν… και το Ένας Άλλος Κόσμος, δύο ταινίες που αποτέλεσαν τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού box office την περίοδο 2010-2019. Είναι αυτό που έκαναν βετεράνοι δημιουργοί του πάλαι ποτέ Ν.Ε.Κ. όπως ο Π. Βούλγαρης (Μικρά Αγγλία, Τελευταίο Σημειώμα), ο Τάσος Μπουλμέτης (Νοτιάς, 1968) και ο Γιάννης Σμαραγδής (Ο Θεός Αγαπάει Το Χαβιάρι, Καζαντζάκης) που συνδύασαν τα λαϊκά αφηγηματικά στοιχεία του σινεμά με την αναπαράσταση της Ιστορίας και την διαλεκτική προσομοίωση των συμβολισμών της στο σήμερα. Και φυσικά κάπου εδώ υπάρχουν και οι εμπορικές κωμωδίες, κάποιες φορές με συμπαθητικά αποτελέσματα (Poker Face, Απ΄τα Κόκκαλα Βγαλμένη) αλλά κυρίως με πρόχειρες ιδέες ή/και αισθητική, που στηρίζονται στα τηλεοπτικά κλισέ, τις επιλογές του remake ή του sequel (I Love Karditsa, Ακάλυπτος, Πόντιοι: New Generation, Ρόδα, Τσάντα & Κοπάνα, Οι Γαμπροί της Ευτυχίας, Bachelor & Νήσος 2).
Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης
Μέσα σε αυτή τη δεκαετία δοκιμάστηκαν σοβαρά οι σχέσεις του ελληνικού κινηματογράφου και του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η διαμαρτυρία, που εκδηλώθηκε το 2009, οδήγησε σε μια Κίνηση Πολιτών με δυναμική, τους Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη, και στην αποχή τους από το Φεστιβάλ, με αποτέλεσμα την διοργάνωση για πρώτη φορά ενός αντιφεστιβάλ μακριά από την Θεσσαλονίκη (συγκεκριμένα στην Αθήνα). Η καχυποψία, η αμηχανία και η έλλειψη εμπιστοσύνης δεν άλλαξε και πολύ στα χρόνια του Δ. Εϊπίδη και οι Έλληνες σκηνοθέτες ανέπτυξαν σε αυτό το μεσοδιάστημα μια πιο στενή σχέση – εκτός από τα φεστιβάλ του εξωτερικού – και με το δίκτυο των υπόλοιπων φεστιβάλ του εσωτερικού (ιδίως τις Νύχτες Πρεμιέρας) εκφράζοντας με τον τρόπο τους πως δεν αισθάνονται ότι είναι απαραίτητο το ΦΚΘ να είναι ο κόμβος προβολής και προώθησης των ταινιών τους.
Η ανάληψη της θέσης του διευθυντή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2015 από τον Ορέστη Ανδρεαδάκη αποτέλεσε σίγουρα μια θετική εξέλιξη σε αυτό το επίπεδο. Οι πρωτοβουλίες και η στενή επαφή του με το ελληνικό κινηματογραφικό δίκτυο παραγωγής έδωσαν μια σειρά από κίνητρα για την προσέλκυση των ελληνικών ταινιών στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης αποκαθιστώντας, σε μεγάλο βαθμό, τις σχέσεις φεστιβάλ και Ελλήνων κινηματογραφιστών. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά, είναι εμφανές πως το Φεστιβάλ χρειάζεται μια σειρά νέων βελτιωτικών πρωτοβουλιών που θα αναδείξουν με πιο ουσιαστικό τρόπο την συμμετοχή και την προοπτική ανάδειξης και προώθησης των ελληνικών ταινιών που έρχονται στη Θεσσαλονίκη πέρα από το άχρωμο και απρόσωπο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου.
Η ομίχλη του Νόμου Γερουλάνου, η Ακαδημία Κινηματογράφου και το ΕΚΟΜΕ
Το ότι μέσα σε αυτή την δεκαετία αναδείχθηκε όσο δεν πάει η προβληματική διαχείρηση του ΥΠ.ΠΟ. – και η άγνοια των πολιτικών προσώπων που το αναλαμβάνουν – στα θέματα του σύγχρονου πολιτισμού είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Ωστόσο η σύγκρουση των κινηματογραφιστών (στην Ομίχλη) με το ΥΠ.ΠΟ. ανέδειξε μια σειρά από θεσμικές ανακατατάξεις σε ότι αφορά την πολιτική για τον κινηματογράφο. Η ψήφιση του περίφημου νόμου Γερουλάνου (ν. 3905/2010) και του νόμου Κρέτσου (ν.4487/2017) προσπάθησαν με αρκετές φιλοδοξίες να διαμορφώσουν ένα νέο πιο ευνοϊκό περιβάλλον στα εσωτερικά του ελληνικού σινεμά. Ωστόσο όσα κατάφεραν ελέγχονται για την αποτελεσματικότητα τους.
Ειδικά για το νόμο Γερουλάνου, παρά τις διαβεβαιώσεις του ότι θα αποτελέσει ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο για τον ελληνικό κινηματογράφο μάλλον δημιούργησε με τις προβληματικές ασάφειες, τις παραλείψεις και τις στρεβλώσεις του περισσότερα προβλήματα από αυτά που πήγε να λύσει κάνοντας επιτακτική πλέον μια νέα νομοθετική παρέμβαση. Τρανό παράδειγμα εδώ το ΕΚΚ στο οποίο επικρατεί φοβερό διοικητικό και οικονομικό χάος. Θετικών προθέσεων υπήρξε το 2017 η σύσταση και δράση του Εθνικού Κέντρου Οπτικοακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ). Τα αποτελέσματα από την δράση του νέου φορέα υπήρξαν σχετικά άμεσα σε σχέση με την προσέλκυση κινηματογραφικών επενδύσεων από το εξωτερικό. Και εδώ όμως υπάρχουν εκκρεμότητες όπως η ιστορία των στούντιο της Nu boyana στη Θεσσαλονίκη (μένει να δούμε μέσα στο 2020 τι θα γίνει) και επίσης σε ότι αφορά τη διασύνδεση και τη συνεργασία ΕΚΟΜΕ – ΕΚΚ. Αρκετές από τις αρμοδιότητες των δύο φορέων όπως και το πλαίσιο δράσης Film Commision – Film Offices (το οποίο απαιτεί την συνεργασία δύο υπουργείων και τουλάχιστον 15 επιμέρους δημόσιων διοικητικών φορέων) φανερώνουν πως υπάρχει αλληλοεπικάλυψη στόχων – δράσεων.
Θεσμικό ρόλο είχε και η παράλληλη πρωτοβουλία των κινηματογραφιστών το 2010 για την ίδρυση της Ακαδημίας Κινηματογράφου. Όμως και εδώ το τοπίο παραμένει ομιχλώδες, όπως ίσως και πριν δέκα χρόνια, όταν γεννήθηκε καθώς οι δράσεις (π.χ. τα βραβεία Ιρις που απονέμει) και οι παρεμβάσεις της οφείλουν να είναι περισσότερο ουσιαστικές και αποτελεσματικές. Είναι σαφές ότι το νέο Δ.Σ. της Ακαδημίας, που ανέλαβε πρόσφατα, έχει να κάνει πολλά για να αντιστρέψει αυτό το κλίμα.
2020…
Πέρα από τα υπαρκτά προβλήματα που βιώνει ο ελληνικός κινηματογράφος, που είναι ευχής έργον κάποια στιγμή να λυθούν, τα στοιχήματα που έχει μπροστά του στη νέα δεκαετία είναι ακόμη περισσότερα και ίσως πιο απαιτητικά από ποτέ. Η νεότερη γενιά δημιουργών που έρχεται (Κεκάτος, Kοτζαμάνη, Λέντζου, Νεοφώτιστος, κ.α.) ήδη μας δίνει υποσχέσεις για το τι μπορούμε να περιμένουμε μέσα στη νέα δεκαετία.
Για αυτό και η Πολιτεία οφείλει να διαμορφώσει ένα θετικό πεδίο δράσης και να κοιτάξει μπροστά και να δει τις προκλήσεις της νέας εποχής που βιώνει ο κινηματογράφος διεθνώς. Προκλήσεις όπως λ.χ. η δυναμική εμφάνιση της ψηφιακής πλατφόρμας (π.χ. Netflix) που μεταβιβάζει τον χώρο της οικιακής ψυχαγωγίας από την εποχή των dvd σε μια νέα αγορά και μετασχηματίζει τον κινηματογράφο όχι μόνο σε ένα διαφορετικό εμπορικό προϊόν αλλά πάνω από όλα σε μια διαφορετική (οικιακή) εμπειρία για τους ίδιους τους θεατές. Εδώ θα μετρηθεί εκ νέου η αντοχή των παραδοσιακών αιθουσών. Σε αυτό το πεδίο επίσης αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ήδη εκδηλώσει τις παρεμβάσεις τους με σκοπό την προστασία και την οικονομική στήριξη της εθνικής κινηματογραφίας τους. Επιπλέον η παρουσία της ψηφιακής τεχνολογίας ανοίγει νέους δρόμους και προκαλεί νέες συζητήσεις για αρκετά ζητήματα στην κινηματογραφική βιομηχανία. Προφανώς εδώ η απάντηση δεν είναι ο επιχρωματισμός παλιών ασπρόμαυρων ταινιών της εποχής του δημοφιλούς κινηματογράφου, που απασχόλησε ως ζήτημα πρόσφατα. Τέλος είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο στην εποχή των fake news και της διασύνδεσης ψηφιακής τεχνολογίας και εκπαίδευσης η επένδυση στην οπτικοακουστική – κινηματογραφική εκπαιδευση αλλά και την διάσωση του πολύτιμου υλικού των διάσπαρτων οπτικοακουστικών – κινηματογραφικών αρχείων. Φυσικά η νέα δεκαετία μας υπόσχεται πολλά περισσότερα. Ας περιμένουμε να τα δούμε.