Σινεμά Ώρα Μηδέν
Η επιστροφή!
Λέξεις: Βαγγέλης Θεοδωράκης
Η φετινή χρονιά ήταν ομολογουμένως γεμάτη και ελπιδοφόρα. Το παγκόσμιο κινηματογραφικό πανδοχείο εμπλουτίστηκε εμφανώς με νέες παραγωγές που επιβεβαίωσαν ποικιλοτρόπως την λυτρωτική, την αποκαλυπτική και την καταπραϋντική δύναμη του σινεμά. Είτε πιάσει κάνεις το νήμα από την εγχώρια πραγματικότητα με την πανέμορφη εξιστόρηση της ζωής της «Ευτυχίας», είτε από την αποκαλυπτική έλευση των οσκαρικών «Παράσιτων» στην κινηματογραφική επιφάνεια, είτε από την τεχνολογική αναβάθμιση που δοκιμάστηκε στο «1917», είτε από τον επιθανάτιο ρόγχο του γκάνγκστερ, τον «Ιρλανδό», μπορεί εύκολα να συνάγει ότι η γνήσια, παραδοσιακή κινηματογραφική κουλτούρα ζει (δεν βασιλεύει) και αντιστέκεται.
Το πρώτο τρίμηνο του 2020 μοίρασε απανωτές απολαύσεις στο κοινό, θύμισε και εξύμνησε το ρόλο του κινηματογράφου στην ζωή μας. Και εκεί που το συνειδητοποιείς και εύχεσαι η επόμενη φουρνιά ταινιών να είναι ακόμα καλύτερη, εμφανίζεται ξαφνικά η γρίπη παγκόσμιας κλίμακας που βυθίζει την ανυπομονησία και το ρεμβασμό στον ωκεανό του «θα δούμε τώρα πότε θα ανοίξουν πάλι οι κινηματογράφοι». Και το πρόβλημα, για να πούμε την αλήθεια, δεν έγκειται στο ξενέρωμα του κοινού. Αν αντικρίσουμε την νέα πραγματικότητα με εντελώς κυνικό τρόπο τότε πρέπει να παραδεχτούμε ότι η επαύριον της πανδημίας διαγραφεί ένα ανησυχητικά νωχελές τοπίο.
Φυσικά ο κινηματογράφος δεν αποτελεί ένα θελκτικό υβρίδιο, χωρίς δικό του DNA. Είναι ένας ολοζώντανος οργανισμός με ισχυρά αντανακλαστικά, ένα κυτίο με μικρογραφίες της ίδιας της ζωής, γι’ αυτό και δεν θα γλιστρήσει ποτέ στην ανυπαρξία. Ποιο είναι το κρίσιμο σημείο επομένως; Την τελευταία δεκαετία το κέντρο βάρος έχει ισοσκελιστεί ανάμεσα στη γοητεία της μεγάλης οθόνης και την ευκολία της online πλατφόρμας. Η επικίνδυνη αυτή ακροβασία αποτελεί έντονη απειλή. Το σινεμά εδώ και χρόνια επιδίδεται σε έναν αγώνα διελκυστίνδας με τις διαδικτυακές πλατφόρμες, παλινδρομώντας ανάμεσα στη φθορά και την ανομβρία. Μακάρι στο τέλος η πλάστιγγα να μην γείρει υπέρ της δεύτερης μεριάς. Αλλά.. θα δείξει.
Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά. Πρώτον, η τεχνολογία εξελίσσεται ραγδαία, οι πλατφόρμες αναβαθμίζονται διαρκώς, και η απρόσμενη παρουσία της πανδημίας εκτροχίασε την συνήθη ροή της καθημερινότητας, φουρτούνιασε πολλούς προγραμματισμούς και οδήγησε τους κινηματογράφους σε close up. Έχει αποδειχθεί εμφατικά ότι οι πλατφόρμες δεν αποτελούν περαστική μόδα και πλέον από εύκολη διέξοδος τείνουν να μετατραπούν – συν το χρόνω – σε κινηματογραφική «κανονικότητα». Επομένως, η αποδοχή του διαδικτύου, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως το μοναδικό μέσο προβολής απειλεί να εκπαραθυρώσει την αξία της μεγάλης οθόνης, να βγάλει την ταμπέλα της φτηνής εναλλακτικής λύσης από το διαδίκτυο και να το εδραιώσει ως τον αποκλειστικό κινητήριο μοχλό κινηματογραφικής ψυχαγωγίας.
Άλλωστε σε αυτό το μήκος κύματος κινήθηκε πρόσφατα και η εταιρία Netflix, χρηματοδοτώντας και εξασφαλίζοντας τα δικαιώματα του Ιρλανδού. Το γκανγκστερικό δράμα του Σκορσέζε δεν απέφερε επικερδή απολογισμό στην εταιρία. Ίσα ίσα, το αντίθετο. Το θέμα, όμως, είναι ότι το Netflix έδειξε με την κίνηση αυτή ότι αποτελεί ισχυρό παίχτη στο ανταγωνισμό της βιομηχανίας του χώρου. Δεν αναβάθμισε μόνο την τεχνολογική ποιότητα του. Πέρα από την υψηλή ευκρίνεια και τις ακριβές παραγωγές του, προσπαθεί να δείξει ότι αναβαθμίζει και την ποιότητα των έργων που προσθέτει στην δεξαμενή του. Γι ‘ αυτό εδώ και ένα εξάμηνο – πέρα από ταινίες franchise, που αλίμονο και αν δεν προσθέσει(;) – έχει ενσωματώσει σχεδόν τα 2/3 της φιλμογραφίας του Κιούμπρικ, του Σκορσέζε, του Κόπολα και του Ταραντίνο. Ακόμα και κάποια έργα του τεράστιου Άλφρεντ Χίτσκοκ είναι πλέον διαθέσιμα στην πλατφόρμα του. Στο ίδιο μοτίβο μπαίνει σιγά σιγά και η Apple με το Apple TV+.
Δεύτερον, είναι ανυπολόγιστη η καταστροφή που δέχονται οι εργαζόμενοι στο χώρο – και προφανώς δεν εννοούμε τις εταιρίες κολοσσούς – του κινηματογράφου. Δεν ξέρουμε πόσο καιρό θα παραμείνουν κλειστοί οι κινηματογράφοι – τη στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα έχουν ανοίξει οι εκκλησίες, ενώ στο σινεμά είναι μακράν πιο εύκολο να τηρήσεις αποστάσεις ασφαλείας, αριθμημένες κιόλας – και όσο ο καιρός περνάει τόσο μεγαλύτερο θα είναι το πλήγμα για τις οικογένειες που ζούνε μέσα από αυτό το επάγγελμα, ξεκινώντας από τα συνεργεία παραγωγής, τους λιγότερο αμειβόμενους ηθοποιούς και σκηνοθέτες, μέχρι τους ταξιθέτες.
Τρίτον, η ζημιά στα ταμεία των εταιριών φαίνεται ότι έχει προηγηθεί χρονικά της αναμενόμενης παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης. Προκειμένου να «ρεφάρουν» τη ζημιά, λοιπόν, δεν αποκλείεται η τιμή των εισιτηρίων να αρχίσει να αυξάνεται γεωμετρικά μετά την επανέναρξη της λειτουργίας των κινηματογράφων. Και εάν – ω μη γένοιτο – κυριαρχήσει μια οικονομική ύφεση που φυσικά θα επηρεάσει τους πιο αδύναμους, τότε ποιος θα προτιμήσει να δώσει τα χρήματα του στο σινεμά, αντί σε μια προφανώς φτηνότερη πλατφόρμα, η οποία θα διαθέτει εκατοντάδες ακόμα ταινίες και ντοκιμαντέρ την ίδια στιγμή;
Εντάξει, πολύς κόσμος θα συνεχίσει να προτιμά την μεγάλη οθόνη. Και εφόσον φυσικά συνεχίσουν να βγαίνουν ταινίες των οποίων τα αποκλειστικά δικαιώματα θα έχουν για μεγάλο χρονικό διάστημα μόνο τα σινεμά (πρόσφατο παράδειγμα το Κάποτε στο Χόλιγουντ). Μένει να αποδειχθεί, όμως, κατά πόσο ο γνήσιος κινηματογράφος διαθέτει σφριγηλά στεγανά και ισχυρά όπλα αντίστασης στην άκρατη νεωτερικότητα που απειλεί να τον βγάλει από την σκοτοδίνη – όχι για να τον σώσει αλλά για να τον κατακρεουργήσει.
Την Δευτέρα ανοίγουν τα θερινά σινεμά σε όλη την επικράτεια. Μια καλή ευκαιρία να βιώσουμε ξανά την υπέροχη αίσθηση της μεγάλης οθόνης να θαμπώνει τα μάτια μας και να σμιλεύει το μυαλό μας. Πάντα με πολλή προσοχή και ασφάλεια.