Ο σπουδαίος Αλ Πατσίνο συμπληρώνει σήμερα τα 81 του χρόνια!
Ένα αφιέρωμα στην καριέρα του θρυλικού ηθοποιού που επεκτείνεται σε παραπάνω από πέντε δεκαετίες.
Τα 81 του χρόνια συμπληρώνει σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους θρύλους του αμερικανικού σινεμά. Ο Αλ Πατσίνο, κατά κόσμον Αλφρέντο Τζέιμς Πατσίνο, γεννήθηκε το 1940, στο East Harlem της Νέας Υόρκης, από Ιταλο-Αμερικανούς γονείς, τη Ρόουζ και τον Σαλβατόρ Πατσίνο. Από πολύ νωρίς έδειξε το πάθος του για το σινεμά, το θέατρο και τη τέχνη της υποκριτικής. Η ζωή του επιφύλασσε αρκετές δυσκολίες και ο δρόμος προς την διεθνή καταξίωση είχε πολλά εμπόδια. Παρόλα αυτά, ακούραστος και χωρίς πρόθεση να σταματήσει αυτό που τόσο αγαπά, ο Πατσίνο, κοιτάζοντας πίσω, δηλώνει πως δεν μετανιώνει τίποτα.
Ο Αλ Πατσίνο έχει καταγωγή από τη Σικελία, από μια πόλη που ονομάζεται Κορλεόνε. Λιγότερο από 40 μίλια μακριά από το Παλέρμο, το Κορλεόνε ήταν ξακουστό ως μία πόλη της Μαφίας και αποτέλεσε έμπνευση για τον συγγραφέα Mario Puzo και το βιβλίο του “Ο Νονός”, που φυσικά ήταν η βάση για τη θρυλική τριλογία ταινιών του Φράνσις Φορντ Κόπολα. «Μοίρα;», διερωτάται ο Πατσίνο. «Ναι, ίσως – είναι πολύ περίεργο. Αλλά από τότε, η ζωή μου έχει πάρει πολλές διαφορετικές στροφές».
Οι γονείς του χώρισαν, όταν αυτός ήταν μόλις δύο χρονών και το μεγάλωμα του ανέλαβε η μητέρα του με τους γονείς της. Οι παππούδες του, οι οποίοι μετανάστευσαν από την Ιταλία, δεν κατάφεραν να μαζέψουν πολλά χρήματα, όταν ήρθαν στην Αμερική. Η πρώιμη ζωή του Πατσίνο ήταν ένας συνεχής αγώνας, με την οικογένεια του να προσπαθεί να τα βγάλει πέρα. Απέτυχε σε όλα σχεδόν τα μαθήματα, εκτός από τα αγγλικά κι εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 17 ετών. «Το συμπέρασμα των δασκάλων μου ήταν ότι χρειαζόμουν έναν μπαμπά. Δεν ήμουν ένας εκτός ελέγχου έφηβος, αλλά ήμουν κοντά. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν δύο και ο πατέρας μου δεν ήταν στη ζωή μου από τότε», αναφέρει ο Πατσίνο.
Παρόλα αυτά, σαν παιδί, περνούσε ατελείωτες ώρες παρακολουθώντας παλιές ταινίες στην ασπρόμαυρη τηλεόρασή τους, συχνά ερμηνεύοντας τους ρόλους που τον ενέπνεαν, στους παππούδες του. Αυτό ήταν το πρώτο δείγμα της αγάπης του για την υποκριτική. Η μητέρα και ο παππούς του, τον υποστήριξαν στις προσπάθειές του να γίνει ηθοποιός. Παρόλα αυτά, η μητέρα του δεν συμφώνησε με την απόφασή του να αφήσει το σχολείο κι έτσι ο Πατσίνο, έφυγε από το σπίτι.
Ξεκίνησε να κάνει πολλές και διαφορετικές δουλειές, όπως αγγελιοφόρος, επιστάτης και ταχυδρομικός υπάλληλος, προκειμένου να τα βγάλει πέρα και να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του στην υποκριτική. Παρόλα αυτά, ήταν συχνά άνεργος και άστεγος. Μερικές φορές, έπρεπε ακόμη και να κοιμάται στο δρόμο, σε θέατρα ή σε σπίτια φίλων. Παράλληλα, άρχισε να καπνίζει και να πίνει. Δεν το έβαλε όμως κάτω και θεωρεί πως σε αυτό συνέβαλε σημαντικά ο παππούς του. «Ο παππούς μου, Τζέιμς Γκάρντι, με δίδαξε πως η δουλειά, κάθε δουλειά, είναι η χαρά της ζωής. Αυτός ήταν γυψαδόρος, μεταξύ πολλών άλλων χειρωνακτικών δουλειών. Γι’ αυτό μεγαλώνοντας, είναι αυτό που πάντα κυνηγούσα. Η χαρά της δουλειάς είναι αυτό που με κρατάει.
Σε ηλικία 19 χρονών, ο Πατσίνο μετακομίζει στο Greenwich Village της Νέας Υόρκης, όπου σπουδάζει υποκριτική στο στούντιο Herbert Berghof, αφού δεν γίνεται δεκτός από το Actors Studio. Εκεί συναντά τον δάσκαλο του, Charlie Laughton, ο οποίος στη συνέχεια γίνεται ο μέντορας και ο καλύτερος φίλος του. Ξεκινάει έτσι να συμμετέχει σε πολλές underground σκηνές της Νέας Υόρκης και σε θεατρικές παραγωγές off broadway. Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος έρχεται με τη παράσταση “The Panic in Needle Park”, μέσω της οποίας τον ανακαλύπτει ο Φράνσις Φορντ Κόπολα και τον επιλέγει για τον ρόλο που επρόκειτο να του αλλάξει τη ζωή. Αυτόν του Michael Corleone, στη ταινία “Ο Νονός”.
Ο ρόλος του Michael Corleone ήταν ένας από τους πιο περιζήτητους της εποχής: Robert Redford, Warren Beatty, Jack Nicholson, Ryan O’Neal, Robert De Niro και πολλοί άλλοι ηθοποιοί βρέθηκαν υποψήφιοι για αυτόν. Αλλά ο Κόπολα επέμεινε στον Πατσίνο για το ρόλο. Όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα της ταινίας, ο Πατσίνο αναφέρει πως φοβόταν συνεχώς πως θα απολυθεί, καθώς το στούντιο και οι παραγωγοί της ταινίας ήταν αρνητικοί με την επιλογή ενός άγνωστου μέχρι τότε ηθοποιού, για έναν τόσο σημαντικό ρόλο. Για να καταφέρει να τους μεταπείσει, ο Coppola, άλλαξε τη ροή των γυρισμάτων και αποφάσισε να γυρίσει στην αρχή, μία από τις πιο σημαντικές σκηνές της ταινίας, στην οποία Michael Corleone σκοτώνει τον Sollozzo και τον McCluskey, στο εστιατόριο. Με αυτόν τον τρόπο, έδωσε την ευκαιρία στον Πατσίνο να αποδείξει το ταλέντο του και να παραμείνει στη ταινία, γεγονός που τον δικαίωσε, καθώς ο ηθοποιός ήταν υποψήφιος ένα χρόνο μετά, για ο πρώτο του βραβείο Όσκαρ. «Ο Michael Corleone στον Νονό, ήταν και εξακολουθεί να είναι ο πιο δύσκολος ρόλος που έχω παίξει. Δεν τον είδα ως γκάνγκστερ. Ένιωσα ότι η δύναμή του ήταν η αινιγματική του ποιότητα. Δυστυχώς, το στούντιο δεν μπορούσε να το δει στην αρχή και σκέφτηκε να με απολύσει. Ήταν στην αρχή της καριέρας μου και κανένας άλλος από τον Φράνσις Φορντ Κόπολα δεν με ήθελε.»
Από εκεί και πέρα, η καριέρα του Πατσίνο εκτοξεύθηκε τη δεκαετία του 70, με πολύ σημαντικές ταινίες να ακολουθούν, όπως “Το Σκιάχτρο” (1973), το “Σέρπικο” (1973), “Ο Νονός, Μέρος 2ο” (1974) και η “Σκυλίσια Μέρα” (1975). Παρόλα αυτά, η περίοδος αυτή αποτελεί ένα θολό κομμάτι του παρελθόντος του ηθοποιού. Ο ίδιος μάλιστα αναφέρει πως αυτός είναι και ο λόγος που δεν έχει γράψει ποτέ μία αυτοβιογραφία, καθώς δεν θυμάται το μεγαλύτερο μέρος αυτής της εποχής. Σε αυτό, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι θάνατοι της μητέρας και του παππού του. «Το χαμηλότερο σημείο της ζωής μου, ήταν όταν έχασα τη μητέρα μου, τη Ρόουζ και τον παππού μου – πέθαναν μέσα σε ένα χρόνο, ο ένας από τον άλλο. Ήμουν 22 και τα δύο πιο επιδραστικά άτομα στη ζωή μου είχαν φύγει». Αυτό τον οδήγησε στο αλκοόλ, σε μία σκοτεινή περίοδο που, όπως αναφέρει ο ίδιος, σταμάτησε το 1977, όταν κι αποφάσισε να επικεντρωθεί αποκλειστικά στη δουλεία του.
Η δεκαετία του 80 δεν επιφύλασσε, παρόλα αυτά, τις ίδιες επιτυχίες για τον ηθοποιό. Αποκορύφωμα, η ταινία “Οι Επαναστάτες” (1985), η οποία ήταν μία παταγώδης εισπρακτική αποτυχία, που κατακεραυνώθηκε και από τους κριτικούς. Με ταραχώδη γυρίσματα, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Αλ Πατσίνο βρέθηκε τρομερά άρρωστος με πνευμονία, η ταινία αποτελεί ένα αγκάθι στη καριέρα του ηθοποιού. Παράλληλα, “Ο Σημαδεμένος”, ο οποίος είχε βγει στους κινηματογράφους ένα χρόνο νωρίτερα, δεν αντιμετωπίστηκε με ιδιαίτερα θερμό τρόπο και θεωρήθηκε ως αποτυχία, με την εδραίωση της σημασίας της ταινίας να έρχεται πολύ αργότερα.
https://www.youtube.com/watch?v=DQ9-wNAfTSY
Αυτή η κατάσταση, οδήγησε τον Πατσίνο σε μία αποχή τεσσάρων χρόνων από την παραγωγή ταινιών. Σε αυτό το διάστημα όμως, ο ηθοποιός επικεντρώθηκε στο θέατρο, στο οποίο έχει βρει καταφύγιο, πολλές φορές μέσα στη καριέρα του. Κέρδισε μάλιστα κι ένα βραβείο Tony, για τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στη παράσταση “The Basic Training of Pavlo Hummel” (1977). Πρωταγωνίστησε επίσης σε έργα όπως “Ο Ριχάρδος ο Τρίτος”, του William Shakespeare (1973 και 1979), ο “Ιούλιος Σίζαρ” (1988) και “Ο Έμπορος της Βενετίας” (2010), στο έργο του Μάμετ “American Buffalo” (1980, 1981 και 1983), το “Glengarry Glen Ross” (2012) και το “Salomé”, του Oscar Wilde (1992, 2003 και 2006). Το 1992, ο Πατσίνο ανέλαβε το ρόλο του Χάρι Λεβίν, ενός συγγραφέα που πάσχει από κατάθλιψη, λόγω της αποτυχημένης καριέρας του, στο δράμα “Chinese Coffee”, που ανέβηκε στο Broadway κι αργότερα μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή τον ηθοποιό.
Η δεκαετία του 90 σήμανε την επιστροφή του ηθοποιού στη μεγάλη οθόνη, με συμμετοχή σε πολλές επιτυχημένες ταινίες. Μεταξύ αυτών τα ‘Frankie and Johnny’ (1991), ‘Glengarry Glen Ross’ (1992), ‘Scent of a Woman’ (1992), ‘Heat’ (1995), ‘Donnie Brasco’ (1997), ‘The Devil’s Advocate’ (1997), καθώς και η επιστροφή του στον ρόλο του Michael Corleone, στο τρίτο μέρος της τριλογία του Φράνσις Φορντ Κόπολα, το 1990. Η ταινία όμως που έμελλε να του χαρίσει το πρώτο Όσκαρ του, ήταν το ‘Scent of a Woman’, παρά τις 7 ακόμη υποψηφιότητες που είχαν προηγηθεί. Μία εκ των οποίων μάλιστα, ήρθε την ίδια χρονιά με τη νίκη του, με την ταινία ‘Glengarry Glen Ross’. Από τότε, ο Αλ Πατσίνο δεν βρέθηκε ποτέ υποψήφιος, μέχρι το 2020 και τη συμμετοχή του στην ταινία του Μάρτιν Σκορτσέζε, “Ο Ιρλανδός”.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ο Αλ Πατσίνο έχει συμμετάσχει σε πολλές παραγωγές, για μερικές από τις οποίες έχει αντιμετωπίσει έντονη κριτική, όπως για παράδειγμα στη ταινία “Jack and Jill”, για την οποία μάλιστα έχει κερδίσει και δύο Χρυσά Βατόμουρα. Παρόλα αυτά, έχει συνεργαστεί και με σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Christopher Nolan, ο Quentin Tarantino και ο Martin Scorsese, ενώ δεν έχουν λείψει και σημαντικές τηλεοπτικές συμμετοχές, όπως το “Angels In America” (2003) και το Hunters (2020). Ο Πατσίνο έχει επίσης σκηνοθετήσει και δύο ντοκιμαντέρ που αφορούν θεατρικές του παραγωγές, το “Looking for Richard” (1996) και το Wilde Salome (2011).
Σε ό,τι αφορά στη προσωπική του ζωή, o Al Pacino δεν έχει παντρευτεί ποτέ, αλλά έχει αποκτήσει τρία παιδιά, δύο εκ των οποίων είναι δίδυμα. «Τα παιδιά άλλαξαν την προοπτική μου. Πριν τα αποκτήσω, βρισκόμουν συνεχώς σε εγρήγορση, χωρίς να παρατηρώ τίποτα. Η ηθοποιία ήταν τα πάντα. Τώρα, εξαιτίας αυτών, είναι μόνο ένα μικρό μέρος». «Ήθελα να είμαι διαφορετικός με τα παιδιά μου», συμπληρώνει όταν μιλάει για τον δικό του πατέρα. «Ήθελα να είμαι υπεύθυνος γι’ αυτά, οπότε χωρίζω το χρόνο μου ανάμεσα στις δύο ακτές της Αμερικής». Μια από τις σημαντικότερες σχέσεις του, έχει υπάρξει η Diane Keaton, με την οποία γνωρίστηκαν στα γυρίσματα του Νονού και υπήρξαν ζευγάρι αρκετές φορές, σε ένα διάστημα δύο δεκαετιών. Αν και η σχέση τους έχει τελειώσει, υπάρχει φιλία κι εκτίμηση ανάμεσα τους. Ο Αλ Πατσίνο μάλιστα, παραβρέθηκε στην βράβευση της ηθοποιού, από την Αμερικάνικη Ακαδημία Κινηματογράφου, το 2017, όπου και μίλησε εκτενώς για εκείνη.
Μιλώντας για τη ζωή του, ο ηθοποιός αναφέρεται για το ποια είναι η σχέση του με τη διασημότητα και τα χρήματα. «Έχω μάθει να ζω χωρίς ανωνυμία. Δεν έχω πάει σε μανάβικο ή στο μετρό εδώ και χρόνια. Είναι δύσκολο για τα παιδιά μου να βγαίνουν δημόσια μαζί μου. Η φήμη είναι διαφορετική τώρα από ό, τι πριν από 20 χρόνια – δεν ξέρω τι διάολο είναι τώρα! Αν έχω μια σπάνια στιγμή που βρίσκομαι κάπου και δεν αναγνωρίζομαι, είναι πολυτέλεια». «Τα χρήματα, δεν ήταν ποτέ προτεραιότητα για εμένα. Υπήρχαν στιγμές που ήμουν νέος και θα τα είχα σίγουρα μεγαλύτερη ανάγκη. Μετά το κολέγιο ήμουν συχνά άνεργος και κάποτε κοιμόμουν σε μια βιτρίνα μαγαζιού για μερικές ημέρες». Αναφέρει παράλληλα πως δεν του έχουν λείψει οι φίλοι και αναγνωρίζει πως απαιτείται δουλειά και επιμονή για τη φιλία.
Στη ζωή του έχει πει αρκετά όχι, μερικά από τα οποία αφορούσαν και συμμετοχές του σε σπουδαίες ταινίες. Έχει απορρίψει σημαντικούς ρόλους, σε ταινίες όπως το “Kramer vs Kramer”, “Pretty Woman” και “Die Hard”, ενώ του είχε προταθεί και ο ρόλος του Han Solo στις ταινίες “Star Wars”. Παρόλα αυτά επιμένει πως δεν θα άλλαζε τίποτα και μένει πιστός στις επιλογές του. «Νιώθω ότι έκανα αυτά που συνήθως αποκαλούμε ως λάθη. Επέλεξα τις λάθος ταινίες ή ακολούθησα τους λάθος χαρακτήρες. Παρόλα αυτά, ό, τι κάνεις είναι μέρος σου και παίρνεις κάτι από αυτό. Όλες αυτές οι εμπειρίες είναι κάτι περισσότερο από αναμνήσεις, καθορίζουν κατά κάποιο τρόπο τη ζωή σου». Αυτό φαίνεται να είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση, ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός, σύμφωνα με τον ηθοποιό, που δηλώνει με πείσμα ότι δεν θα συνταξιοδοτηθεί ποτέ. «Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι πάντα ενάντια στο ίδιο του το παρελθόν».